Του Γιώργου Βέη
«Το σκανδαλώδες με τη γραφή είναι ότι πάντα αυτονομείται προς τα κει που φοβάσαι». (Από το βιβλίο, σ. 47)
Η ποιήτρια Κλεοπάτρα Λυμπέρη (1953) αξιολογεί εδώ τα διδάγματα, τα οποία απεκόμισε από την έως σήμερα εμπειρία της στο χώρο της δημιουργικής γραφής, υπομνηματίζοντας, κατ΄ οικονομίαν, θέσεις και απόψεις των επιφανέστερων, ημεδαπών και αλλοδαπών, Δασκάλων της, τις οποίες δεν θεωρεί κατ΄ ανάγκην αναλλοίωτες και αυταπόδεικτες, διιστορικά τουλάχιστον.
Ενώ σχολιάζει ορισμένα κρίσιμα επεισόδια από την προσωπική αναγνωστική της περιπέτεια, δεν παραλείπει να αναχθεί σε συγκεκριμένες αξίες βίου. Παραθέτω ενδεικτικά τα εξής τρία χωρία για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής: «Δεν ξέρω αν η ποίηση συμβάλλει στην ευτυχία(όπως ισχυρίζεται ο Στήβενς), η δυστυχία πάντως συμβάλλει σίγουρα στην ποίηση […] καθώς διαβάζω την ποίηση της Τζόυς Μανσούρ σκέπτομαι το παράδοξο: μερικές φορές το πνεύμα καταφάσκει την πιο ακραία σαρκική νοηματοδότηση, για να υποστηρίξει την κατάργηση του θανάτου […] αφού το σώμα είναι μέσα στην ψυχή, όπως μας διαβεβαιώνει ο Πάουντ, ίσως οι ποιητής χρειάζεται να γίνουν περισσότερο σωματικοί». Το βιβλίο αυτό πιστεύω ότι συνιστά εν ολίγοις έναν πρακτικό οδηγό διεξοδικών κειμενικών προσεγγίσεων. Μας ενδιαφέρει δε διότι πραγματεύεται συν τοις άλλοις πλείστα ζητήματα της μεγαθεματικής λογοτεχνίας. Οι επιγραμματικές κρίσεις, οι αλληλουχίες των συνεπαγωγών και οι ειδικότερες αποτιμήσεις διαδέχονται η μια την άλλη εν είδει ημερολογιακών καταγραφών, βιωματικών ή και επινοημένων στιγμών. Οι αφορισμοί φέρ’ ειπείν του τύπου «η μεταφορά είναι ένα ποίκιλμα της γλώσσας, ένα ρήγμα σε μουσική φράση, το οποίο, ενώ μοιάζει να προσθέτει νότες παράταιρες, στην πραγματικότητα δημιουργεί ένα άλλο επίπεδο έκτασης της ίδιας της μουσικής έκφρασης» ή «συχνά αποστρέφομαι την τέχνη, διότι μου θέτει ερωτήματα για τη ζωή στα οποία δε μπορώ ν' απαντήσω» παραπέμπουν με τη σειρά τους σε ένα οργανωμένο σύστημα αξιολόγησης των συναφών φαινομένων της λογοτεχνίας, καταδεικνύοντας ταυτοχρόνως τον υψηλό βαθμό επεξεργασίας που έχουν υποστεί από την συγγραφέα».
Αρκετές διευκρινίσεις διακρίνονται μάλιστα για τη λεπτότητα των παρατηρήσεων τους. Έστω παράδειγμα το εξής: «Για μερικούς το γράψιμο ταυτίζεται με την αποφυγή του πόνου· για άλλους, με την αποφυγή της συνειδητοποίησης του πόνου». Συγκρατώ ότι η χαλαρή χρονολογικά τήρηση των αποτυπώσεων, σε συνδυασμό με την ομολογούμενη ευελιξία της αποφθεγματικής αποτύπωσης εν γένει καθιστούν το Eπταετές κοράσιον αμέσως καταληπτό. Από την πρώτη κιόλας επαφή μαζί του, ο λόγος εισπράττεται περισσότερο ως διακριτικό ομίλημα συντρόφου, παρά ως έκφανση ανεπιδέκτου ανατροπών δόγματος. Διακρίνω μεταξύ άλλων το εξής: «Μερικά από τα ποιήματα μας δεν θα είχαν γραφεί αν δεν είχαμε συναντήσει μερικούς ανθρώπους. Ίσως η κοινοτοπία αυτή αποτελεί μια απάντηση στην ερώτηση για την ύπαρξη του θείου».
Βεβαίως, ο επαρκής αναγνώστης θα αντιληφθεί εύκολα και το απώτερο μήνυμα αρκετών εκτιμήσεων της όλης κατάθεσης. Άλλωστε, η Κλεοπάτρα Λυμπέρη ανήκει στις ποιήτριες, οι οποίες δεν κουράζονται να επιχειρούν την αποκατάσταση σχέσεων στο πεδίο του συμβολικού, μετασχηματίζοντας στο μέτρο του δυνατού το σταθερό πλαίσιο αναφορών και αυτοαναφορών, που είναι η καθομιλουμένη. Έτσι, αν όντως αληθεύει ότι «το σονέτο είναι το μπαλκόνι των εραστών», όπως διατείνεται η ποιήτρια στη σελ. 32, τότε το Επταετές κοράσιον είναι από μια άποψη ένας τόπος, ένας κόμβος ιδεών και πράξεων, όπου προσπαθούν να συναντηθούν, σε ισότιμη βάση, κάποιες από τις συνιστώσες της πραγματικότητας με τις αντοχές, δηλαδή τις ποιότητες του φαντασιακού.
Eπταετές κοράσιον
Εκδόσεις«Άγρα» , σ. 71.