Του Νικόλα Ευαντινού
«...και κείνα τα χτυπήματα νεότητας στην πόρτα να ρωτούνως πότε οι μεταγγίσεις σε λευκό χαρτί.»
Στα αλήθεια δεν είναι πολλοί που θα μπορούσαν να γράψουν τέτοιους στίχους. Πολύ λιγότεροι είναι εκείνοι που θα τους υποστήριζαν με τη ζωή, τη στάση τους και την παρουσία τους. Ένα από αυτούς είναι ο Γιώργος Δουατζής.
Όταν μου έκανε την τιμή να με καλέσει να μιλήσω για τον Τάσο Λειβαδίτη, σε ένα συνέδριο που ο ίδιος είχε την πρωτοβουλία και την ευθύνη της διοργάνωσης, ο τίτλος της ομιλίας μου είχε τον τίτλο «Η απέραντη νεότητα του ποιητικώς ζειν”. Μπορώ να πω με βεβαιότητα, κοινωνώντας το έργο του Δουατζή, πως το νόημα αυτής μου της ομιλίας συναντά στο έπακρο τον πυρήνα του συνολικού του ποιητικού corpus. Γιατί αυτός ο πυρήνας είναι ο άνθρωπος που αγωνιά, ονειρεύεται, έχει περιέργεια, γνωρίζει και συνεχώς ανακαλύπτει, πληγώνεται, θυμώνει, αντιστέκεται, μάχεται, φωνάζει, απελπίζεται, εμπνέεται και εμπνέει. Είναι ο αδιάλειπτα και συνεχώς νέος άνθρωπος, ο μη έχων ηλικία, ο του θανάτου ανταγωνιστής και της ζωής ρουφηχτής. Και πως θα μπορούσε να ήταν αλλιώς αφού τέτοιος είναι και στη ζωή του ο Γιώργος Δουατζής.
Η ποίηση του Γιώργου Δουατζή είναι μια ποίηση που δεν υπηρετεί κάποιο καλλιτεχνικό όραμα, δεν αγκυλώνεται σε ιδεοληψίες, δεν ακολουθεί ατραπούς καταναγκαστικής πρωτοπορίας. Είναι ποίηση που κοινωνείται, μιλιέται και μοιράζεται ανάμεσα στους ανθρώπους απλά και αισθητηριακά, όπως άλλωστε απλή και αισθητηριακή είναι και η ίδια. Εδώ έγκειται άλλωστε και η «παραφωνία» του.
Το έργο του Δουατζή δεν είναι υπόθεση των λίγων παροικούντων στην Ιερουσαλήμ των ποιητικών και φιλολογικών καφενείων. Είναι φωνή προς τα έξω, καθάρια και απέριττη όσο γίνεται. Έχει στόχο, προτάγματα, πιστεύω, αξίες. Είναι μια Ποίηση αμιγώς εξωστρεφής. Και αυτή ακριβώς είναι η «παραφωνία» του. Ο Δουατζής δεν απευθύνεται σε λίγους, δεν απευθύνεται σε πολλούς. Απευθύνεται σε όλους, νεκρούς και ζώντες. Κι όμως αυτή η δυναμική, η γεμάτη νεανικό σφρίγος ποιητική φωνή, πηγάζει από μια βαθιά και επίπονα σκαμμένη εσωτερικότητα. Ο ποιητικός λόγος του είναι ως τα μύχια ριζωμένος στην ανθρώπινη ύπαρξη, είναι απόσταγμα αναρίθμητων βουτιών στον πυθμένα του εαυτού. Θα λέγαμε έρχεται από βαθιά.
Αυτή η αμιγώς φιλοσοφική και υπαρξιακή ρίζα της γραφής του θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει πως θα την καθιστούσε ερμητική, πολύπλοκη, ρητορική. Όμως όχι εδώ –και εδώ έγκειται το χάρισμα των ποιημάτων του Δουατζή. Τα ποιητικά του έργα είναι δημιουργήματα της αφαίρεσης, της λιτότητας και της σύνοψης –ακόμα και στα μεγαλύτερα του ποιήματα όπως στο Προς Δέκα Επιστολή.
Ο Δουατζής δεν έχει περίσσιες λέξεις, ότι αφήνει στο χαρτί, μοιάζει να σώζεται από τον αμείλικτο έλεγχό του. Θα λέγαμε πως ξέρει να σβήνει, για αυτό και ξέρει να γράφει. Πεζότροπος, δίχως να πεζολογεί, ρεαλιστής δίχως να γίνεται κυνικός, λυρικός δίχως να γίνεται μελιστάλαχτος, ονειρικός δίχως να γίνεται ονειροπαρμένος ο λόγος του Δουατζή κρύβει την μεγάλη του δύναμη σε ένα καίριο χαρακτηριστικό: στην απεύθυνση. Ο τρόπος εκφοράς του λόγου είτε άμεσα είτε έμμεσα πάντα απευθύνεται κάπου, γεγονός που καθιστά τον αναγνώστη μέρος του ποιήματος. Είτε σε β’ πρόσωπο, είτε σε πρώτο ή και τρίτο τα ποιήματα του Δουατζή μοιάζουν με κομμάτια ποιητικών επιστολών, εξομολογήσεις και αποκαλύψεις ενός Υποκειμένου που ψάχνει πάντα την αναφορά του στον άλλο, στον διπλανό, στον νεκρό, στον μέλλοντα συνάνθρωπο. Έτσι η ποιητική γραφή του Δουατζή κερδίζει την ζωντάνια της όχι μέσω των στενών γλωσσικών μηχανισμών, αλλά του συνολικού ύφους, της γενικής ατμόσφαιρας που αυτή η ποιητική γλώσσα αποπνέει. Με άλλα λόγια είναι μια ποίηση που μας αφορά.
Όσον αφορά τώρα την ποιητική του θεματική, έχουμε συνηθίσει ως πολίτες της κανονικότητας να μιλάμε ξέχωρα για το «κοινό» και την πολιτική, για τον έρωτα, για τον θάνατο, ίσα ίσα να βοηθηθεί ο απάνθρωπα εξορθολογιστικός τρόπος με τον οποίο μας έμαθαν να ζούμε και να κατηγοριοποιούμε τον βίο μας. Η αλήθεια όμως είναι πως είναι έρωτας το να επαναστατείς, νικάς τον θάνατο με το να ερωτεύεσαι, ο θάνατος μιας σχέσης ίσως είναι οδυνηρότερος από ένα αντίστοιχο φυσικό. Κινητήριος μοχλός των πάντων λοιπόν ο φλέγον άνθρωπος, αυτή η τρομακτική κινητήρια δύναμη στον κόσμο ικανή για το χειρότερο και το καλύτερο. Η ποίηση του Δουατζή έτσι αντιλαμβάνεται τα πράγματα. Δεν έχει θεματικές. Μόνη της θεματική η ζωή σε όλες της τις διαστάσεις, κυρίως δε, όταν αυτή μας αποκαλύπτεται σαν θαύμα ή σαν πρόκληση, σαν ευλογία ή σαν πεδίο αγώνα, σαν δίψα και σαν ξεδίψασμα. Για τον Δουατζή ο ενεργός και με την ομορφιά παντοτινά ερωτευμένος άνθρωπος είναι το ζητούμενο. Από εκεί ξεκινά και έτσι μπορεί να υμνεί την γυναίκα, να κρίνει την Ιστορία, να οραματίζεται (σε μια εποχή που οι ποιητές δεν οραματίζονται, δεν κρίνουν, δεν υμνούν.)
Στην τελευταία του συλλογή από τις εκδόσεις Καπόν, "Σχεδίες", ο Δουατζής προσφέρει ένα χαρακτηριστικό δείγμα του ποιητικού του τρόπου. Για τον ποιητή οι λέξεις είναι σχεδίες σε αγριεμένη θάλασσα. Έρχονται την κρισιμότερη στιγμή όταν το υποκείμενο χάνει την ταυτότητά του (όνομα και πρόσωπο) και όταν η πεισματική τους αντίσταση προκαλεί τον πόνο, το πένθος, το φόβο και την ικεσία κάποιων. Έρχονται σαν αποτέλεσμα λύτρωση και κάθαρσης όχι με αναίμακτο τρόπο. Γιατί οι λέξεις δεν μπορούν να σώσουν τα πάντα…οι λέξεις, οι σχεδίες μου και οι ναυαγοί.. όπως λέει και ο τελικός στίχος.
Αλλού (Άντρας σπουδαίος) ο ποιητής εκφέρει μια κρυστάλλινη άποψη ανατέμνοντας την Ιστορία τέμνοντας το ατομικό με το συνολικό: « Τέλος παρηγοριόμουν πως οι μεγάλοι αγώνες δεν χρειάζονται σπουδαίους αλλά επί της ουσίας μόνους και μες στη σοφία της σιωπής ένιωθα πάντα χρήσιμος ως σκεπτόμενος ή αυτόχειρας». Ο διάλογος με την νεκρή πατρική φιγούρα, και ο βίος της σπουδαιότητας, οδηγεί εντέλει τον άντρα σε αυτήν την βαθιά παρηγορητική διαπίστωση σε ένα από τα καλύτερα ποιήματα της συλλογής.
Ο ποιητής βιώνει στο ακέραιο την σιωπή της μοναξιάς του και αναρωτιέται μονάχος πώς να αδειάσεις μια στείρα λύπη στο κενό;, είναι «μοναχικό εργαστήριο εργοστάσιο, βιοτεχνία, οικοτεχνία» που αναζητά και δεν αφήνεται στο κενό, «είναι μικρός εκδικητής στο όνομα των χιλιάδων που χάθηκαν», γιατί ακριβώς μπορεί να αφουγκράζεται τον «κάματο χιλιάδων καθημερινών θανάτων», παίρνει το μέρος της πόρνης γιατί εκείνη δεν έφταιξε για τις «δια βίου ανεπιτυχείς πρόβες να παίξουν τη ζωή τους» εκείνοι που θα την λιθοβολούσαν.
Στις Σχεδίες ο Δουατζής φαίνεται να μας αφήνει στο χαρτί ό,τι συγκράτησε η διαδικασία ανάβασης του από τα βάθη της σιωπής, της μοναχικότητας και της αυτοπαρατήρησης, δίχως αυτό να είναι εσωστρεφές. Ό,τι καταγράφει έχει την αναφορικότητά του στο έξω κόσμο, αυτόν που συνδιαμορφώνουμε όλοι με τις δικές μας προσωπικές εσωτερικές περιπλανήσεις. «…δεν τους καταδίωκε κανείς πλην ενός αόρατου εντός που χάθηκε κι αυτό στην άκαρπη έρευνα μιας στοιχειώδους δικαιολογίας για το πώς χάθηκαν ολόκληρες ζωές…».
Με την “Πατρίδα των καιρών” ο Γ. Δουατζής μοιάζει με τον Νέστορα που ντύνεται τα άρματα του Αχιλλέα και παίρνει όλα τα ρίσκα που θα μπορούσε σε αυτή την στιγμή της πορείας του να πάρει, προκειμένου να είναι σύμφωνος - ως ποιητής και ως άνθρωπος - με την συνείδησή του. Αποτινάσσει την συνήθη εσωστρέφεια και ερμητικότητα της ποιητικής γλώσσας, ξεντύνεται την επίπλαστη στωικότητα πολλών πνευματικών καρεκλοκενταύρων, απομακρύνεται από την δειλία των “σοβαρών” ταγών της δημιουργίας που προκαλούν μειδίαμα αηδίας με την σοβαροφάνειά τους, στέκεται στην μέση της κοιμώμενης «πιάτσας» και τραγουδά με τρόπο θρασύ, οργισμένο, και πολλές φορές τραχιά αντιλυρικό την “Πατρίδα των καιρών” μας.
Αφού θέτει την Ποίηση στο κοινωνικό μετερίζι «το ανάστημά σου μεγαλώνει Ποίηση όσο η κοινωνία βυθίζεται στην αποσύνθεση» ρωτάει ευθαρσώς και δίχως υπεκφυγές «Με πόσα κέρματα μετριέται η ψυχή σου η ανάσα σου, η υποτέλεια με πόσα αλήθεια κέρματα μετριέται;», αναρωτιέται «πόσα ποιήματα χρειάζονται για να στεγάσω τους αδύναμους πόσα παραμύθια για να διώξω θεριά και δράκοντες αληθινούς…πόσος πόνος για να κοιτάξουμε κατάματα το φως» και φωνάζει προς όλους μας πως βρισκόμαστε σε καιρό πολέμου: «Πόλεμος σου λέω βυθίζει τις ψυχές, μολύνει το μυαλό, σκοτώνει μέλλον και ελπίδα..».
Η “Πατρίδα των καιρών” είναι παιδί του καιρού της, γεννημένη από έναν έφηβο Νέστορα. Κραυγάζει, δεν τραγουδάει και υπάρχει ως ένας μεγάλος και δίκαιος καθρέφτης για όλους όσοι είναι πολίτες αυτής της χώρας. Με τον στίχο «Να ήξερες με πόσο λίγη αγάπη θα άλλαζε ο κόσμος…» ο Ποιητής μας αποχαιρετά υπενθυμίζοντάς μας πάντα ως γεννήτρια δύναμη των όποιων κοινωνικών αλλαγών την ανθρωπινότητα. Άλλωστε όλα αρχίζουν από την δικιά μας εσωτερική επανάσταση.
Ο Γιώργος Δουατζής λοιπόν ως Ποιητής μπορεί να κοιμάται ήσυχος. Γιατί αν κάποτε ρωτήσει κάποιος πού βρίσκονταν οι ποιητές τον καιρό της μεγάλης εσωτερικής Κρίσης των ανθρώπων, εκείνος θα είναι σε θέση να πει πως το ποιητικό του ήθος του υπαγόρευσε να κάνει το καθήκον του ως Ποιητής. Έτσι μονάχα όποιος θέλει να λέγεται Ποιητής εν καιρώ πολέμου κερδίζει την αξιοπρέπεια του, πόσο μάλλον τώρα και εδώ, σε μια χώρα στην οποία κυριαρχεί η σιγή του φόβου των βολεμένων, αλλά και η σιγή του πάθους των οργισμένων. Για τους πρώτους η “Πατρίδα των καιρών” είναι ενοχλητική. Για τους δεύτερους δεξαμενή δύναμης και ελπίδας για ό,τι πρόκειται να κάνουν...
Ηράκλειο Κρήτης 28 Ιανουαρίου 2012