Για την ποιητική συλλογή της Μάνιας Μεζίτη «Αγαπημένε μου πατέρα» (εκδ. Κουκκίδα). Στην κεντρική εικόνα, η ηθοποιός Robin Wright Penn με τον πατέρα της.
Γράφει ο Γιώργος Βέης
«Μια αυλαία πέφτει μπροστά στα μάτια μου. Όλα γίνονται αδιαπέραστα. Παύω να επινοώ». Βιρτζίνια Γουλφ, Τα κύματα
Διαβάζεται, ισχυρίζομαι, ως να ήταν μια σπονδυλωτή, καλοσμιλεμένη ελεγεία, εμφανώς νεωτερικής απόκλισης, για την οριστική απώλεια του πατέρα. Θα μπορούσε βέβαια να ειπωθεί ότι πρόκειται, εκτός των άλλων, για μια παράθεση αποσπασμάτων ενός τακτικού ημερολογίου φυγής κι επιστροφής. Πάντως δεν συνιστά το έργο αυτό ένα τυπικό δοκίμιο πένθους.
Η ποιήτρια επαναφέρει τον πατέρα της στην κειμενική ζωή, συνομιλώντας, το τονίζω αυτό, ψύχραιμα μαζί του. Ελέγχοντας συστηματικά τη ροή του συναισθήματος, οι εκφορές λόγου παράγουν μέτρο κατανόησης του κόσμου. Οι δε παρένθετοι διάλογοι πιστοποιούν την παράταση μιας ιδιάζουσας διαβίωσης. Οι λέξεις επιδιώκουν να καλύψουν και δη επάξια, όπως εντέλει καταφαίνεται, το αναπόφευκτο βιολογικό κενό. Παραθέτω αυτούσιο ένα χαρακτηριστικό κομμάτι για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής:
«Δεν μπορώ να θυμηθώ το πρόσωπό σου / ξέρω πως είσαι κόρη μου / σε πιστεύω / αλλά δεν μπορώ να σε ταυτίσω / Νιώθω βαθιά αγάπη για την κόρη μου / Θυμάμαι το σπίτι / Ποιο σπίτι, μπαμπά; / Το σπίτι που ερχόσουν κάθε μεσημέρι με το φαγητό / κάθε βράδυ και με τάιζες / Ερχόταν και κάποιος άλλος / Ναι, ερχόταν η Ειρήνη που σε βοηθούσε / Όχι, ένας άλλος, αρσενικός / Ποιος ήταν αυτός; / Ήταν ο άλλος / Έβγαινε από το δεύτερο σπίτι της ψυχής και με βασάνιζε».
Οι αποστεωμένες εκφάνσεις υποδηλώνουν, συν τοις άλλοις, σθένος ύπαρξης. Έστω ατελούς. Άλλωστε για τις απαιτήσεις της επιτελεστικής γραφής φτάνει και περισσεύει.
Η προσεκτική, η λεπτολόγος διαχείριση του υλικού ψυχής διακρίνεται για τη ρηματική σύνεσή της.
Η προσεκτική, η λεπτολόγος διαχείριση του υλικού ψυχής διακρίνεται για τη ρηματική σύνεσή της. Το γλωσσικό τακτ υποστηρίζει την πρόσφορη μετάδοση όπου δει των διαδοχικών κομβικών μηνυμάτων του δραματικού βίου. Είναι αυτός, ο οποίος εξακολουθεί να ανασυντάσσεται, να ανοικοδομείται πνευματικά, να συγχρονίζεται με την όποια εξ αντικειμένου πραγματικότητα, ώστε να αποδοθεί εδώ, εκ προθέσεως επιλογικά, ακριβώς έτσι:
«Τα ενενήντα τέσσερα οστέινα δάχτυλα του δεξιού χεριού σου σχημάτιζαν μια χουφτίτσα. Ενενήντα τέσσερα δάχτυλα είχαν ενωθεί και το μόνο που κατάφερναν ήταν μια τοσοδούλα χουφτίτσα. / Τι είναι αυτό, μπαμπά; / Για σένα, μου λες τρυφερά. / Μου 'φερνες νερό. / Ο πατέρας, βλέπετε, υπήρξε αρδευτικό έργο. Από κει ποτίζονταν τα ποιήματα».
Η επίκληση του ανέκκλητα απόντος συμβαίνει ως να είναι κάπου χαμένος σε μια μακρινή χώρα. Κάτοικος, ο οποίος, εκών άκων, ενσωματώθηκε οριστικά στο φιλόξενο αλλού. Η ιαματική δράση της συγκεκριμένης παράθεσης τόσων ομιλητικών εικόνων εντοπίζεται σε όλο το εύρος αυτής της εύστοχης κατάθεσης σημείων αναστοχασμού. Η αναβαθμισμένη, σαφώς ζείδωρη θέαση του τέλους/αρχής του πατέρα υπαγορεύει το σύνολο των αποτιμήσεων της Μάνιας Μεζίτη. Η δε ομολογία πίστης στις δυνατότητες της συνειδητά περιεκτικής, της συμπυκνωμένης όντως καταγραφής αποκλείει, εκ προοιμίου μάλιστα, την οποιαδήποτε προσφυγή σε υπερ – προσδιορισμούς των λυρικών υποκειμένων.
Η ριζική χειρονομία: ο πατέρας γνέφει ωσεί παρών. Κοντολογίς, ο προκείμενος εσωτερικός κόσμος διερμηνεύεται επαρκώς, ενώ ο θάνατος δεν περισπά το εξομολογητικό, άγρυπνο συγγραφικό εγώ. Σπεύδει να το καταστήσει γονέα του πατρός. Εξ ου και η ad hoc αναγνωστική απόλαυση.
*Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι πρέσβης επί τιμή και ποιητής. Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική συλλογή κειμένων «Καταυλισμός» (εκδ. Ύψιλον).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Είχε ενώσει τρία αποσμητικά nivea. Τα είχε βάλει σ’ ένα κουτί από γάλα που προηγουμένως είχε κόψει στο κατάλληλο μέγεθος. Παρ’ τα μου λέει, να τα κρύψεις γιατί η Ειρήνη με ρωτάει τι είναι και δεν μπορώ να της απαντήσω.
Τις Κυριακές γεμίζει τον νεροχύτη με νερό και βάζει μέσα κάτι καπάκια να επιπλέουν. Βάζει τα καραβάκια του. Τα ταξίδια του. Την ναυπήγησή τους. Κάποτε κάποιος με ρώτησε αν ο πατέρας ήταν ναυτικός. Κατά έναν τρόπο, απάντησα, ναι, ήταν».