
Για την ανθολογία ποιημάτων της Κάριν Μπόγιε [Karin Boye] «Στον πυθμένα των πραγμάτων» (ανθολόγηση – μτφρ. από τα σουηδικά Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, εκδ. Εντευκτήριο).
Γράφει ο Γιάννης Στούπας
Το 1926, στα εβδομηκοστά του γενέθλια, ο Ζίγκμουντ Φρόιντ δήλωνε μεγάθυμα ότι οι ποιητές και οι φιλόσοφοι είχαν ανακαλύψει το υποσυνείδητο πολύ πριν από εκείνον, επιβεβαιώνοντας εμμέσως την διαχρονική ικανότητα της ποίησης να εξερευνά γνωστικά πεδία μη προσβάσιμα ακόμα στην επιστήμη. Δύο χρόνια νωρίτερα, το 1924, η σουηδή ποιήτρια Κάριν Μπόγιε στο ποίημά της «Προς έναν ποιητή» είχε εντοπίσει την ίδια μυστική γνώση στο ποιητικό έργο ενός νεκρού ομοτέχνου της και, απευθυνόμενη σ’ εκείνον, υπογράμμιζε όχι μόνο την ψυχική της συγγένεια μαζί του αλλά και την επίδραση που της ασκούσε, γράφοντας: «Η χαμένη φιλία σου περιφέρεται στους αιώνες. // Γαληνεύει του πυρετού την φωτιά». Συναφή αισθήματα οικειότητας και γαλήνης δοκιμάζει και ο αναγνώστης που έρχεται σε επαφή με τα ποιήματα της Μπόγιε, μιας ποιήτριας βαθιά μελαγχολικής και σκοτεινής, η οποία όμως διέθετε μια νηφάλια βούληση που της επέτρεψε να φτάσει στον πυρήνα της ύπαρξης και να βρει –έστω και πρόσκαιρα– κάποιες διεξόδους συμφιλίωσης με τον εαυτό της και με τον κόσμο.
Τα εσωτερικά και εξωτερικά εμπόδια με τα οποία βρέθηκε αντιμέτωπη η Κάριν Μπόγιε ήταν πολλά και –για την ίδια τουλάχιστον– απροσπέλαστα, όπως άλλωστε μαρτυρά η αυτοχειρία της. Πέρα όμως από τα εμπόδια αυτά, ο κριτικός λόγος οφείλει να αναδείξει τους τρόπους με τους οποίους η ίδια προσπάθησε να τα υπερβεί και τις απαντήσεις που έδωσε μέσω της ποίησής της. Με κεντρικό άξονα, λοιπόν, αυτόν τον εσωτερικό αγώνα της Μπόγιε, θα αποπειραθούμε εδώ να ξεκλειδώσουμε το ποιητικό της έργο κινούμενοι σε τρία πεδία: στη σχέση της με την πραγματικότητα, στην έμφυλη ταυτότητά της και στη στάση της απέναντι στον θάνατο.
Η πραγματικότητα στην ποίηση της Μπόγιε έχει δύο διαστάσεις, όχι πάντα απολύτως διακριτές μεταξύ τους: την κοινωνική και την υπαρξιακή.
Η κοινωνική πραγματικότητα περιγράφεται ανιαρή, σκοτεινή και εχθρική: «Ο κόσμος κυλά στη βρομιά, τον γεμίζει το άδειο» σημειώνει. Η ιδιοκτησία και οι κοινωνικές συμβάσεις παρουσιάζονται ως περιττό φορτίο. «Πετάξτε ό,τι κατέχουμε», γράφει η Μπόγιε· «όλα φτασμένα και τελειωμένα // άψυχα μας βαραίνουνε». Η πιο χαρακτηριστική και πρωτότυπη περιγραφή της κοινωνικής πραγματικότητας δίνεται στο ποίημά της, «Στόματα». Εκεί η ποιήτρια επιβαίνει σε έναν προαστιακό συρμό. Γύρω της βλέπει πολλές κατηγορίες ανθρώπων: μητέρες, ερωμένες, ευσεβείς πιστούς. Ο στενός χώρος του βαγονιού γίνεται θαλάσσιος βυθός και οι επιβαίνοντες σαρκοφάγα ψάρια, δύσμορφα και εχθρικά. Ο μόνος τρόπος να επιβιώσει κανείς σ’ αυτήν την υποθαλάσσια ζούγκλα είναι να «δαγκών[ει] απεγνωσμένα τους άλλους». Η ποιήτρια, όμως, δεν μπορεί να προσαρμοστεί στην κοινωνική αυτή συνθήκη, και γι’ αυτό προτάσσει τη ρομαντική διέξοδο της φυγής: «Θέλω λοιπόν να πάρω το ραβδί μου και να πάω // να αναζητήσω έναν άλλο κόσμο…» γράφει λίγο παρακάτω στο ίδιο ποίημα.
Η πραγματικότητα, όμως, μέσα στο έργο της Μπόγιε, πλην της κοινωνικής έχει και μια διάσταση υπαρξιακή, η οποία σκιαγραφείται με εξίσου σκοτεινά χρώματα αλλά –συγχρόνως– και με μια απαράμιλλη πρωτοτυπία: στο ποίημα «Ο κόσμος είναι όνειρο» αμφισβητείται η ίδια η υλική υπόσταση του κόσμου, ο οποίος περιγράφεται ως ο εφιάλτης ενός κοιμώμενου θεού. Στο ποίημα «Τα παιδιά του νερού» οι άνθρωποι είναι όντα υδρόβια που κάποια στιγμή εκδιώκονται από τον υποθαλάσσιο παράδεισό τους και αναγκάζονται να ζήσουν στον αφιλόξενο επίγειο κόσμο, όπου κυριαρχεί ο τρόμος και η οδύνη. Αυτή η υπαρξιακή συνθήκη λειτουργεί μέσα στην ποίηση της Μπόγιε ως παράγοντας άγχους και δυστυχίας. Η δυσκολία εύρεσης νοήματος στη ζωή, η τυραννική δεσποτεία του χρόνου, το τρομακτικό φάσμα του θανάτου γίνονται αφόρητα βάρη.
Η Κάριν Μπόγιε τα σηκώνει στους ώμους της, γράφει γι’ αυτά αλλά δε βυθίζει τον αναγνώστη της σε αδιέξοδη απελπισία. Τουναντίον μάλιστα, συνθέτει μια γενναία ποίηση που λειτουργεί παραμυθητικά και δίνει ουσιαστικές απαντήσεις στις υπαρξιακές αγωνίες του ανθρώπου. Στα νεανικά της ποιήματα προτείνονται κάποιες πρόσκαιρες διέξοδοι από το άγχος της ύπαρξης: πρώτη διέξοδος ο έρωτας, με τη χαρά και την ψυχική ανάταση που προσφέρει· έπειτα, τα αντικείμενα, τα μικρά πράγματα, που γαληνεύουν τις αισθήσεις και το πνεύμα μας: «ένα μήλο στην τσέπη, ένα βιβλίο με παραμύθια». Στα ωριμότερα ποιήματά της, όμως, η Μπόγιε στέκεται απέναντι στο υπαρξιακό άγχος με διάθεση –σχεδόν– φιλοσοφική, ανακαλώντας συχνά την ανατρεπτική σκέψη του Μπαρούχ Σπινόζα.
Η δυσκολία εύρεσης νοήματος στη ζωή, η τυραννική δεσποτεία του χρόνου, το τρομακτικό φάσμα του θανάτου γίνονται αφόρητα βάρη. Η Κάριν Μπόγιε τα σηκώνει στους ώμους της, γράφει γι’ αυτά αλλά δε βυθίζει τον αναγνώστη της σε αδιέξοδη απελπισία.
Κατ’ αρχάς οι μεταφυσικές αναζητήσεις της Κάριν Μπόγιε –όπως και αυτές του Σπινόζα– αποκτούν χαρακτήρα πανθεϊστικό: ο Θεός δεν ξεχωρίζει από τη Φύση και ο άνθρωπος δεν απομονώνεται από την υπόλοιπη δημιουργία. Επιπλέον, μέσω της κατανόησης του Κόσμου αλλά και μέσω της ταπείνωσης, η Μπόγιε δείχνει έναν δρόμο συμφιλίωσης με την πραγματικότητα και προτείνει μία νέα στάση ζωής. Στο ποίημα «Άτρωτος» γράφει: «Δεν υπάρχει ευτυχία και δυστυχία. Υπάρχει μόνο ζωή και θάνατος», τονίζοντας ότι η ζωή είναι αυταξία, ένα αγαθό που οφείλουμε να απολαμβάνουμε χωρίς να το αξιολογούμε. Σε άλλα ποιήματα η συμφιλίωση του ανθρώπου με το σύμπαν δίνεται με όρους σχεδόν μυστικιστικούς: ο άνθρωπος γίνεται κόκκος σκόνης μέσα σε μια αχτίδα φωτός ή μεταμορφώνεται σε σταγόνα νερού που ενώνεται με την απέραντη θάλασσα. Τέλος, στο εμβληματικό της ποίημα με τίτλο «Αιωνιότητα» η Μπόγιε πρεσβεύει ότι ευτυχία είναι η απόλυτη βίωση της παρούσας στιγμής. Μόνο αν ο άνθρωπος αφοσιωθεί στο παρόν, θα συμφιλιωθεί με την ύπαρξη και θα ανακτήσει την αίσθηση της αθανασίας που διέθετε ως παιδί. Και τότε –για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του Σπινόζα– θα πάψει να βλέπει τον κόσμο υπό το πρίσμα της χρονικότητας (sub specie durationis) και θα τον βλέπει υπό το πρίσμα της αιωνιότητας (sub specie aeternitatis).
Μιλώντας, ωστόσο, για το υπαρξιακό άγχος και την προσπάθεια περιστολής του, θα ήταν παράλειψη να αφήσουμε εκτός κάδρου τον τρόπο με τον οποίο η Κάριν Μπόγιε, διαχειρίστηκε την έμφυλη απόκλισή της από το κυρίαρχο ετεροκανονικό μοντέλο του καιρού της. Οι ομοερωτικές της τάσεις την παγίδευσαν αρχικά σε ένα πλέγμα ενοχής και ενίσχυσαν το υπαρξιακό της αδιέξοδο. Έτσι, η ποίηση έγινε ένα μέσο για να αποτυπώσει –έστω και υπαινικτικά– αυτό που ήταν υποχρεωμένη να κρύβει. «Το καλύτερο που έχουμε», γράφει, «δεν μπορούμε να το δώσουμε // δεν μπορούμε να το πούμε // κι ούτε να το γράψουμε». Η Μπόγιε έρχεται αντιμέτωπη με την ταυτότητά της («στάθηκα γυμνή», γράφει, «λουσμένη στα κύματα της ψυχρής αλήθειας»)· επιλέγει όμως την περιχαράκωση και την αποσιώπηση. Το ποίημά της «Τα ανώνυμα» λ.χ. ξεκινά ως εξής: «Πολλά πονούν που δεν ονομάζονται // Καλύτερα στη σιωπή μας ν’ αγκαλιάζονται». Υπάρχει ένα ευάριθμο πλήθος ποιημάτων της Μπόγιε που μπορούν να γίνουν επαρκώς κατανοητά, αν διαβαστούν ως απλά αποκυήματα υπαρξιακού άγχους, αλλά φωτίζονται πολύ καλύτερα, αν αναγνωστούν υπό το πρίσμα του καταπιεσμένου ομοερωτισμού της. Άλλωστε η αναζήτηση ταυτότητας αποτελεί μείζον αίτιο υπαρξιακού άγχους.
Υπό το συγκεκριμένο πρίσμα ξεχωριστή θέση έχει μέσα στο έργο της Μπόγιε ένα ποίημα που γράφτηκε μετά το 1931, χρονιά κατά την οποία η ίδια υποβλήθηκε σε μακρά ψυχανάλυση και συμφιλιώθηκε με τον λεσβιασμό της. Πρόκειται για ένα από τα αρτιότερα ποιήματά της και τιτλοφορείται «Βαλπούργια Νύχτα». Σημειώνεται εδώ ότι Βαλπούργια Νύχτα είναι ημερολογιακά η νύχτα που προηγείται της Πρωτομαγιάς, και στις βόρειες παραδόσεις θεωρείται το μεταίχμιο μεταξύ χειμώνα και άνοιξης. Οι μεταιχμιακές καταστάσεις μέσα σε ένα λογοτεχνικό κείμενο είναι, σύμφωνα με την Κουήρ λογοτεχνική κριτική, αποτυπώσεις της στιγμής που ένας ομοφυλόφιλος αναγνωρίζει την έμφυλη ταυτότητά του ή συμφιλιώνεται μ’ αυτήν. Στο συγκεκριμένο ποίημα η ποιήτρια φτάνει στο τρομακτικό βουνό της Μοίρας, στέκεται στους πρόποδες, και καλείται να επιλέξει ανάμεσα στο ρόλο της θεάτριας και στον ρόλο της εξερευνήτριας. Τελικά, επιλέγει το δεύτερο. Ο τελευταίος στίχος του ποιήματος γράφει: «ρίχνομαι νεκρή ή ζωντανή προς τα μπρος, μοίρα αφόρητου μέλλοντος». Αν διαβάσουμε το ποίημα από κουήρ σκοπιά, στο σημείο αυτό το υποκείμενο αποδέχεται την ομοφυλοφιλική του ταυτότητα και ρίχνεται σε μια περιπέτεια, έχοντας πλήρη συνείδηση των κινδύνων που κρύβει.
Κεντρικός προβληματισμός στην ποίηση της Κάριν Μπόγιε, τέλος, είναι ο θάνατος ως αγωνία, ως γεγονός και ως πρόκληση. Όπως συμβαίνει και με την εγκόσμια πραγματικότητα, η Μπόγιε προσεγγίζει το άγχος του θανάτου με τρόπο ειλικρινή, αξιοποιώντας μια γλώσσα συμβολική και αποφεύγοντας εντελώς τις ακρότητες και τους μελοδραματισμούς. Στο πρώτο ποίημα της πρώτης ποιητικής συλλογής της, μιλά με θαυμασμό για τα σύννεφα, γιατί πορεύονται περήφανα και ατάραχα προς τον αφανισμό τους, υπαινισσόμενη έμμεσα το φόβο και την αγωνία που της προξενεί ο δικός της πιθανός αφανισμός. Σε άλλα μεταγενέστερα ποιήματα δείχνει να εξοικειώνεται περισσότερο με την ιδέα του τέλους και φαντάζεται ή εύχεται έναν όμορφο θάνατο. Στα ωριμότερα ποιήματά της η εξοικείωση με το τέλος γίνεται πιο έκδηλη, αφού ο θάνατος αρχίζει πλέον να εξιδανικεύεται, γεγονός που προοιωνίζει την επικείμενη αυτοχειρία της. Ο θάνατος εδώ άλλοτε παρουσιάζεται ως έκφραση δικαιοσύνης και ελέους και άλλοτε περιγράφεται ως «πατρική οικία» με μια «φωτεινή εστία» στο εσωτερικό της. Το πιο πρωτότυπο από τα ποιήματα θανάτου που έγραψε η Μπόγιε πάντως είναι το «Μετά θάνατον». Σ’ αυτό περιγράφει την μεταθανάτια ζωή ως μια επώδυνη μεταμόρφωση, στην οποία ο άνθρωπος καλείται να κάνει μια νέα αρχή, μαθαίνοντας να «ζει» με ένα ζευγάρι φτερά αρμοσμένα στη ράχη του. Πρόκειται για ένα ποίημα ξεχωριστό και παράξενα λυτρωτικό, που μας επιτρέπει να φανταζόμαστε την εκούσια αποχώρηση της Κάριν Μπόγιε από τα εγκόσμια ως την αρχή μιας αιώνιας πτήσης.
Το πιο πρωτότυπο από τα ποιήματα θανάτου που έγραψε η Μπόγιε πάντως είναι το «Μετά θάνατον». Σ’ αυτό περιγράφει την μεταθανάτια ζωή ως μια επώδυνη μεταμόρφωση, στην οποία ο άνθρωπος καλείται να κάνει μια νέα αρχή, μαθαίνοντας να «ζει» με ένα ζευγάρι φτερά αρμοσμένα στη ράχη του.
Η ποίηση της Κάριν Μπόγιε, μολονότι αποκαλυπτική και τεχνικά άρτια, παρέμενε ως τώρα σχεδόν άγνωστη στο ελληνικό κοινό. Το κενό αυτό έρχεται να καλύψει με τρόπο επαρκή η ανθολογία ποιημάτων με τίτλο Στον πυθμένα των πραγμάτων που κυκλοφορεί από τις εκδ. Εντευκτήριο σε επιλογή και μετάφραση της Δέσποινας Καϊτατζή-Χουλιούμη. Στο βιβλίο αυτό ανθολογούνται ποιήματα από όλες τις δημιουργικές φάσεις της μεγάλης σουηδής ποιήτριας και ταξινομούνται ανά ποιητική συλλογή με διάταξη χρονολογική.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στη δουλειά της μεταφράστριας, η οποία προσεγγίζει πολύ προσεκτικά τα πρωτότυπα ποιήματα και κατορθώνει να τα μεταφέρει στη γλώσσα μας με τρόπο διαυγή και εύληπτο, διατηρώντας τον βηματισμό και τους χρωματισμούς του σουηδικού κειμένου. Το βάθος του ποιητικού έργου της Κάριν Μπόγιε αλλά και η ποιότητα της μεταφραστικής του απόδοσης καθιστούν το βιβλίο αυτό έναν εξαιρετικό τρόπο μύησης στον πρώιμο σουηδικό μοντερνισμό αλλά και ένα πολύτιμο απόκτημα για όλους τους φίλους και τις φίλες της ποίησης.
*Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΟΥΠΑΣ είναι φιλόλογος και ποιητής. Η ποιητική του συλλογή Τα καρφιά μένουν κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Θράκα.