Για το βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη «Ποιήματα και τραγούδια» (εκδ. Άγρα).
Γράφει ο Νίκος Χρυσός
Αν μου ζητούσαν να συνοψίσω την πολύχρωμη αυτή σύναξη ποιημάτων και τραγουδιών σε λίγους στίχους, θα διάλεγα ένα δίστιχο από το ποίημα «Το φιλί», αποκόβοντάς το βίαια από το σώμα του βιβλίου, αφήνοντάς το σαν φανό και σαν φάρο να φωτίζει τη συλλογή και να καθοδηγεί τους αναγνώστες: πότε έτσι πότε αλλιώς / δεν πέρασε αδιαφόρετα η ζωή μου, γράφει ο Κοροβίνης, κι απλώνοντας υφάδια και στημόνια υφαίνει έναν μαγικό ιστό που συγκολλά και ενώνει ολόκληρο το βιβλίο.
Στο ποίημα αυτό, «Το φιλί», ένα από τα αγαπημένα μου της συλλογής, ο ποιητής με αφορμή την ανάμνηση μιας στιγμής «καθολικής μέθης», (δανείζομαι λέξεις από το ποίημα), ζωγραφίζει μια τζιακομετικής υφής αυτοπροσωπογραφία συνδυάζοντας λεπτές κι αδρές γραμμές, μνήμες κι εκμυστηρεύσεις μιας αγνής καρδιάς –γιατί ίσως πέπρωται να μη χάσω ποτέ μιαν εκ / γενετής αθωότητα–, όπως μας εξομολογείται, παλινδρομώντας διαρκώς από το ψίκι στο ξόδι, από την κλινοπάλη στο σκοτεινό κιβούρι, εναλλάσσοντας τραγικές και φωτεινές εικόνες, απ’ τον οδυνηρό λυρισμό στη θριαμβευτική χαρά, μια χαρά που δεν γίνεται ούτε στιγμή διδακτική, ή έστω ενθουσιαστική, αλλά μεταφέρει μια αλήτικη ανεμελιά: μια νότα παιδεμού θα είν’ η ψυχή μου / που θα την ελεούν πονετικοί / με μεταλίκια / Όταν δε θα μας θυμάται πια κανείς, όπως γράφει κλείνοντας το ποίημα.
Ο Κοροβίνης δεν υπόσχεται στον αναγνώστη μια ευφρόσυνη επαγγελία ή έστω μια κάποια κατάφαση, αλλά μάλλον τη βεβαιότητα μιας κατάληξης που διαρκώς εκκρεμεί· κι αυτό που αρχικά μοιάζει με αυτοαναγνωστική πράξη διευρύνεται κι απλώνεται στο συλλογικό.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο συγγραφέας του Αγγελοκρούσματος, του Κατάδεσμου, του Θρύλου του Ασλάν Καπλάν, του Γύρου του θανάτου, του «Ολίγη μπέσα, ωρέ μπράτιμε!», ο Κοροβίνης των εύηχων κι ευφάνταστων τίτλων τιτλοφορεί αυτό το τελευταίο, το πρώτο αμιγώς ποιητικό βιβλίο του: Ποιήματα και τραγούδια. Ω, τι υπέροχη παλιλλογία, θα μπορούσε να πει κανείς, και πράγματι κάποιος λιγάκι μεγαλύτερος, κάποιος που θα θυμόταν ότι στα χρόνια του μεσοπολέμου οι ποιητές συνήθιζαν να τιτλοφορούν «Τραγούδια» τις συλλογές των ποιημάτων τους, θα μειδιούσε με τον τίτλο που στα δικά του μάτια θα ήταν πια: «Τραγούδια και τραγούδια».
Ο Κοροβίνης δεν υπόσχεται στον αναγνώστη μια ευφρόσυνη επαγγελία ή έστω μια κάποια κατάφαση, αλλά μάλλον τη βεβαιότητα μιας κατάληξης που διαρκώς εκκρεμεί· κι αυτό που αρχικά μοιάζει με αυτοαναγνωστική πράξη διευρύνεται κι απλώνεται στο συλλογικό.
Αν πάλι, ξεφυλλίζοντας το βιβλίο προσέξουμε τις τρεις διακριτές ενότητές του: «Ποιήματα», «Μελοποιημένα ποιήματα» και «Μη μελοποιημένα ποιήματα για τραγούδια», τότε δικαίως θα μεταφράζαμε τον τίτλο «Ποιήματα και ποιήματα», έστω με μια διάθεση πειρακτική.
Αρκετά από τα ποιήματα που φιλοξενούνται σε αυτόν τον τόμο «δοκιμάστηκαν σε ανοιχτή ακρόαση υπό μορφή ποιητικού αναλογίου συνοδεία μουσικής –και είχαν ένθερμη υποδοχή– σε μια σειρά μουσικοποιητικών παραστάσεων με τον τίτλο “Ποίηση και Αλητεία”», πληροφορούμαστε στο εισαγωγικό σημείωμα.
Ο τίτλος της παράστασης θα μπορούσε να είναι ένας εναλλακτικός τίτλος του βιβλίου, εύστοχος κι επαρκής, ο οποίος ελάχιστες όμως πληροφορίες θα μας έδινε για μια συλλογή που στην πραγματικότητα είναι πολύ παραπάνω από μια σύναξη πολύχρωμων στίχων, όπως υπαινίχτηκα στην αρχή.
Μα γιατί αυτή η εμμονή με τον τίτλο, θα αναρωτηθείτε και δίκαια. Μήπως ο συγγραφέας δεν είναι, έτσι κι αλλιώς, ο πιο κατάλληλος ή έστω ο πιο αρμόδιος να αποφασίσει τη σύνθεση, το περιεχόμενο και τον τίτλο του βιβλίου του. Σωστά, ας συμφωνήσουμε σε αυτό. Μα μήπως ο αναγνώστης δεν ξαναγράφει κάθε βιβλίο, χωρίς πρόθεση ή φιλοδοξία να υποκαταστήσει τον συγγραφέα. Γι’ αυτό αναζητώ έναν τίτλο, για να φυλάξω και κατόπιν να μεταφέρω με σαφήνεια κι ακρίβεια την πιο ζωηρή εντύπωσή μου.
Ο Θωμάς Κοροβίνης γεννήθηκε το 1953 στη Νέα Μηχανιώνα Θεσσαλονίκης. Φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση. Από το 1988 έως το 1996 έζησε στην Κωνσταντινούπολη, υπηρετώντας στο Ζάππειο και το Κεντρικό Παρθεναγωγείο της. Συνεργάζεται με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Από το 1995 μέχρι και το 1999 εργάστηκε ως παραγωγός και επιμελητής ραδιοφωνικών εκπομπών στον 9,58 FM της Θεσσαλονίκης. Το 1995 βραβεύτηκε με το βραβείο Αμπντί Ιπεκτσί. Το 2011 με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το βιβλίο του Ο γύρος του θανάτου, με θέμα την υπόθεση του «Δράκου του Σέιχ-Σου», Αριστείδη Παγκρατίδη. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Είναι επίσης συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής λαϊκών τραγουδιών. |
Όσο σπάω το κεφάλι μου για να ανασύρω από το σώμα του κειμένου τον τίτλο εκείνο που θα το σηματοδοτήσει ανεξίτηλα εντός μου, ώστε να τον μοιραστώ και μαζί σας, σκέφτομαι –επιστρέφοντας στο δίστιχο με το οποίο σας υποδέχτηκα– πως θυμίζει πολύ τα λόγια του Ρομαίν Ρολλάν που χρησιμοποίησε ένας άλλος ποιητής, ποιητής των εικόνων αυτή τη φορά, ο Φρανς Μασιρέελ, ως εσωτερικό μότο σ’ ένα άλλο αγαπημένο μου βιβλίο: «Χαρές και πόνους, κακεντρέχειες, αστεϊσμούς, εμπειρίες και τρέλες, άχυρα και σανό, σύκα και σταφύλια, άγουρα φρούτα, γλυκά φρούτα, ρόδα και ρόδια, πράγματα που έχω δει, και διαβάσει, και γνωρίσει, κι αποκτήσει, ζήσει!», γράφει ο Ρολλάν κι είναι σαν να αναπτύσσει εκείνο το «δεν πέρασε η ζωή μου αδιαφόρετα» του Κοροβίνη. Κι αυτή η συνάφεια των δυο λόγων γίνεται η αφορμή για μια αποκάλυψη.
Μήπως λοιπόν ο ποιητής αυτοβιογραφείται; Μήπως το ποίημα «Επιτύμβιο» είναι το κλειδί της συλλογής – εκείνη η λαμπρή παρέλαση των αντιθέτων:
«Οικείος-ανοίκειός σου / Και άγνωστος-γνωστός σου / Κείμαι εδώ, διαβάτη, / Γεροντοκόρος και πολύγαμος, / Κακάσχημος και καλλονός / Γίγας και νάνος / Σακάτης και αρτιμελής / Ανοιχτομάτης και αόματος».
Μα καθώς τέτοια αποσπάσματα εσωτερικού μονολόγου εναλλάσσονται κάθε τόσο με καλέσματα παρόντων και απόντων φίλων, προσώπων εμβληματικών για το κοροβίνειο λογοτεχνικό σώμα, και συναντιούνται στο σεπτό συμπόσιο του ποιητή ο Παζολίνι κι ο Λόρκα, ο Νίκος Παπάζογλου, ο Γρηγορόπουλος, ο Καλτεζάς κι ο Τεμπονέρας, ο Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου και η Μαχάλια Τζάκσον, ο Χριστιανόπουλος κι ο Τσάρλυ Πάρκερ, η Μαυρογένους και η Τζαβέλαινα, ο Ζακ κι η Τοπαλούδη, ο Αλή Πασάς και η Λωξάντρα της Πόλης, η Νταντωνάκη κι ο Γιμάζ Γκιουνέι, συνειδητοποιώ πως αυτό που συνθέτει ο Κοροβίνης δεν είναι απλώς μια αυτοβιογραφία, ή έστω ένα ημερολόγιο καταστρώματος, αλλά ένα ολόδικό του Βιβλίο των Ωρών. Ιδού η αποκάλυψη!
Δανείζομαι τον τίτλο από το βιβλίο του Μασιρέελ· κι αυτός, με τη σειρά του, το δανείστηκε από τα προσευχητάρια της καθολικής παράδοσης. Πριν σπεύσω να αμφιβάλλω για την επιλογή μου, ο ίδιος ο ποιητής μου δίνει το απαραίτητο πάτημα για να «ξαναβαφτίσω» το βιβλίο. Στο ποίημα «Προσευχή»: «Σαν προσευχή τον έμαθα τον έρωτα», διαβάζω και λίγους στίχους μετά: «Σαν ποίημα τον έμαθα, μαλάκα μου, / τον έρωτα πίσω απ’ τη ράχη του πατέρα μου».
Έπειτα από αυτή την εμφατική ταύτιση ποίησης και προσευχής δεν έχω πια καμιά αμφιβολία για τον τίτλο του βιβλίου για το οποίο σας μιλώ εδώ.
Το Βιβλίο των Ωρών, λοιπόν, του Κοροβίνη, όπως ακριβώς και τα πεζογραφήματά του, διαπνέεται από μια οξεία αίσθηση του πραγματικού· κι ωστόσο κάθε φορά, μεταφέρει το πραγματικό με γνήσιο, αιχμηρό και ακονισμένο λυρισμό, προσδίδοντας στα επεισόδια και στα εξιστορούμενα γεγονότα μια παραμυθητική διάσταση, πολλαπλασιάζοντας τις σημασίες ή μάλλον τις διαστάσεις τους, σε πλάτος, ύψος και βάθος.
Σ’ αυτόν τον συνδυασμό του τροβαδούρου με τον παραμυθά, σ’ αυτό το πάντρεμα του ανίερου με το ιερό, ανιχνεύεται η λαϊκή φλέβα του Κοροβίνη.
Σ’ αυτόν τον συνδυασμό του τροβαδούρου με τον παραμυθά, σ’ αυτό το πάντρεμα του ανίερου με το ιερό, ανιχνεύεται η λαϊκή φλέβα του Κοροβίνη. Η γειτνίαση μάλιστα ποιημάτων και τραγουδιών, ή μάλλον η συγκατοίκησή τους, υπενθυμίζει στον αναγνώστη τόσο τη λειτουργία του μέλους στον ποιητικό λόγο –της μελωδίας δηλαδή των μελοποιημένων ποιημάτων, αλλά και του εσωτερικού μέλους που φυλάσσεται εντός του ίδιου του στίχου–, όσο και την αρχετυπική λειτουργία της ποίησης, τη βαθιά λαϊκότητά της, την ίδια στιγμή που απηχεί άλλοτε το δημοτικό τραγούδι κι άλλοτε τα λαϊκά δίστιχα, τα μουρμούρικα των τεκέδων και των φυλακών, ενισχύοντας αυτόν τον συλλογισμό.
Στο κέντρο των ποιημάτων βρίσκεται πάντα ο άνθρωπος με τις αντιφάσεις, με τις δυνατότητες και τις αδυναμίες του, με τις χαρές και τις λύπες του με τα μικρά ή μεγάλα επιτεύγματα και τις τραγωδίες του.
Ο Κοροβίνης δεν σκύβει ούτε γυρνά το κεφάλι, κοιτά τον κόσμο κατάματα, και με τα ποιήματά του πασχίζει να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στον ιδανικό κόσμο που οραματίζεται και σε τούτον τον πραγματικό. Ανακαλεί κι ανασυνθέτει έναν φασματικό κόσμο, έναν μη τόπο, μια ουτοπία δηλαδή, που από την πρώτη ως την τελευταία αράδα της μοσχοβολά ζώσα ζωή.
Ο Κοροβίνης τραγουδά τις αλανιάρες και τους αλανιάρηδες, τους πλάνητες της οικουμενικής αλάνας, ελευθεριακούς στον έρωτα, αντικομφορμιστές στον τρόπο ζωής κι αντισυμβατικούς. Τραγουδά αγαπημένους του τόπους, τη Θεσσαλονίκη και την Πόλη, τους τραγουδά αλλά δεν τους χαρίζεται. Μνημονεύει διαψεύσεις κι απώλειες, κάνει χοές και σπονδές για θαμμένους κι άταφους νεκρούς, μνημονεύει έναν γέροντα ψαρά, και την Ανναχίτ με το ακκορντεόν της, τον Ιωάννου και τη Γώγου, την Μπέλλου σε έναν τετράστιχο εξαίσιας δύναμης:
«Σ’ είδα κάποια νύχτα, Σωτηρία, / με τον Μάρκο και με τον Δελιά
να γαζώνεις με φωνή ατσαλένια / τον ρουφιάνο Γερμανοτσολιά».
Στο προσκλητήριο αυτό ζώντων και τεθνεώτων
«–εκλεκτική συγγένεια θα μας δένει– / Κι απόγονοι που δεν τους φέραμε εμείς στον κόσμο
Κάποτε θα μας λογαριάζουν για προπάτορες»,
θα πω τελειώνοντας, παραφράζοντας λίγους στίχους απ’ το βιβλίο σαν να ανήκαν σε μένα, όπως ακριβώς ένιωθα, καθώς το διάβαζα, ότι μου ανήκουν οι ιστορίες, οι εμπειρίες, οι πόθοι, τα πάθη και οι διαψεύσεις, οι εραστές και οι φίλοι του ποιητή, ή ίσως, για να είμαστε πιο ακριβείς, σαν να άνηκα εγώ σ’ αυτούς, ή τέλος πάντων, σαν να ανήκαμε ο ένας στον άλλον, ιδέα απολύτως ταιριαστή με τούτα τα ποιήματα, αφού ίσως το καταλάβατε ως τώρα, η ποίηση του Θωμά είναι η ποίηση του ανήκειν.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Καινούργια μέρα» (εκδ. Καστανιώτη).