Για το ποιητικό βιβλίο της Αντωνίας Μποτονάκη «Τη γλώσσα της την πέταξαν στη γάτα» (εκδ. Θράκα). Kεντρική εικόνα: Pablo Picasso, Cat Catching a Bird, 1939, Musée Picasso, Paris, France.
Γράφει η Άννα Αφεντουλίδου
Έχει, πραγματικά, ενδιαφέρον το γεγονός ότι ένα ποιητικό βιβλίο ήταν το πρώτο σε πωλήσεις λογοτεχνικό βιβλίο στο πεζογραφο-κρατούμενο Φ.Β.Χ.: Το 3ο Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων πραγματοποιήθηκε στις 26-30 Ιουνίου 2024 ως διοργάνωση του Δήμου Χανίων με τη συνεργασία της Περιφέρειας Κρήτης και αποτιμήθηκε θετικά από πολλές και διαφορετικές δημοσιογραφικές και βιβλιοφιλικές πλευρές.
Οι δράσεις του γύρω από την ποίηση ήταν ελάχιστες και κανένας από τους φιλοξενούμενους δεν ήταν μόνο ποιητής, αν και ορισμένοι από τους προσκεκλημένους λογοτέχνες έγραφαν και ποίηση. Ωστόσο το ποιητικό βιβλίο Την γλώσσα της την πέταξαν στη γάτα της Αντωνίας Μποτονάκη (εκδ. Θράκα), σύμφωνα με στοιχεία από το βιβλιοπωλείο του Φ.Β.Χ., (μία σύμπραξη βιβλιοπωλείων της πόλης των Χανίων) βρέθηκε στην τρίτη θέση μετά από το best seller του Φεστιβάλ Οι δωσίλογοι. Ένοπλη, πολιτική και οικονομική συνεργασία στα χρόνια της Κατοχής του Μενέλαου Χαραλαμπίδη (εκδ. Αλεξάνδρεια) και το δεύτερο στη σειρά Από τον βασιλιά Θάνατο στον βασιλιά Ήλιο, με συγγραφέα τον επονομαζόμενο The Trivialist (εκδ. Διόπτρα). Στην υπόλοιπη δεκατριάδα που ανακοινώθηκε δεν υπήρχε άλλο ποιητικό βιβλίο, ενώ στην 11η θέση βρέθηκε το (επανεκδοθέν) μυθιστόρημα της ίδιας συγγραφέα.
Η Αντωνία Μποτονάκη, όπως διαβάζουμε στα εργογραφικά της στοιχεία στη βάση δεδομένων της Βιβλιονέτ, γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Λαμπριανά της επαρχίας Σελίνου των Χανίων. Σπούδασε οδοντοτεχνική, διαιτολογία και υποκριτική στη Δ.Σ. του Κ.Θ.Β.Ε. Το 2011 εμφανίστηκε λογοτεχνικά με το μυθιστόρημα Άσ’ το κι ας αποθάνει ή «Το νεραγδαλλαγμένο», το οποίο επανεκδόθηκε φέτος «αναθεωρημένο». Το 2017 εκδόθηκε η πρώτη της ποιητική συλλογή Αγήτρα της σκιάς (εκδόσεις Ιωλκός), η οποία απέσπασε το Βραβείο «Ζαν Μωρεάς» στην κατηγορία πρωτοεμφανιζόμενου στην ποίηση. Το βιβλίο Τέρμα Θεού (α΄ έκδοση, εκδόσεις Γαβριηλίδη, 2018) ήταν υποψήφιο για το Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 2020. Επομένως, το βιβλίο Τη γλώσσα της την πέταξαν στην γάτα είναι το τέταρτο βιβλίο μιας συγγραφέα με διακριτική, αλλά όχι απαρατήρητη, δεκαπεντάχρονη περίπου λογοτεχνική παρουσία.
Οι καταγωγικές πηγές
Ο λογοτεχνικός κόσμος της Μποτονάκη, όπως ξεδιπλώνεται σ’ αυτό το τελευταίο ποιητικό της βιβλίο, απηχώντας καταγωγικά τις αγροτικές κοινότητες της ελληνικής επαρχίας αλλά και της βαλκανικής γειτονιάς μας, συγκροτεί τον ίδιο κατ’ ουσίαν κόσμο είτε αυτός βρίσκεται στην ηπειρωτική Ελλάδα ή τη νησιωτική Κρήτη, είτε στην Αλβανία ή τη Βουλγαρία.
Πρόκειται για τον ίδιο σκληρό κόσμο που τον βρίσκουμε τόσο στην αρχαιότητα, όσο και στον μεσαίωνα ή το Βυζάντιο αλλά και στη σύγχρονη πραγματικότητα ενός πολιτισμού που πολλά υποσχέθηκε στα παιδιά του αλλά δεν τα πραγματοποίησε∙ που στον πυρήνα του παραμένει τραγικά ο ίδιος, γιατί η έννοια της προόδου που τον εξέθρεψε στάθηκε τόσο σχετική και ελλιπής, ώστε δεν μπόρεσε να αγγίξει τον σκοτεινό βυθό του ανθρώπινου ψυχισμού. Τα πρόσωπα αυτού του σκληρού κόσμου βιώνοντας την εμπειρία μιας αυταρχικής πατριαρχικής κοινωνίας βαθιά ταξικής και καταπιεστικής, είτε αφομοιώνονται χωρίς αντίσταση είτε οδηγούνται σε έναν επαναπροσδιορισμό της ταυτότητας και της θέσης τους, μέσα από μία διαδικασία σύγκρουσης με τους παραδοσιακούς κώδικες.
«ΠΑΣΤΟΥΡΩΜΑ
Μετά από χρόνια τόσα που
μάθατε κι εσείς τι
πάει να πει παστούρωμα
ρωτήστε μας κι εμάς
στην επαρχία που ζήσαμε
Εκεί που στρώνετε πικνίκ
μαγιάτικα στεφάνια πλέκετε
μπρος στα λευκά ξωκλήσια που
όρκους αγάπης δίνετε
πώς ζήσαμε
Με το κεφάλι μες στα σκέλια μας
Σακάτες, πληγιασμένοι και κουτσοί
Το αίμα της καρδιάς μας φτύνοντας
μέσα στις λίμνες των περιττωμάτων μας» (σ.16)
Το υποκείμενο της αφήγησης ανήκει στον κόσμο αυτό και σ’ αυτόν -στα περισσότερα και τα πιο δραστικά ποιήματα της συλλογής- αναφέρεται. Σε τι όμως διαφοροποιείται από τα υπόλοιπα πρόσωπα αυτού του κόσμου; Πρώτ’ από όλα μέσω του φύλου και συνακόλουθα λόγω του ότι η δική του εμπειρία γρήγορα εξελίχθηκε σε λόγο αντίδρασης και όχι υποταγής.
Η γλώσσα της αφηγήτριας που θέλησαν να πετάξουν στη γάτα, όπως αναφέρει ο τίτλος του βιβλίου και του ομότιτλου ποιήματος, αυτονομήθηκε και έγινε Λόγος και Αναστοχασμός.
Γιατί η γλώσσα της αφηγήτριας που θέλησαν να πετάξουν στη γάτα, όπως αναφέρει ο τίτλος του βιβλίου και του ομότιτλου ποιήματος, αυτονομήθηκε και έγινε Λόγος και Αναστοχασμός και μετεξελίχθηκε με εκείνον τον μαγικό τρόπο που το γνήσιο ταλέντο μπορεί, όταν έρχεται η ωρίμανση, να αποτυπώσει. Η προσωπικότητα της αφηγήτριας διαμορφώνεται από την εμπειρία του θανάτου και των πολλαπλών ματαιώσεων της ζωής εκείνου που τον μόνο τρόπο ύπαρξης που του αναγνωρίζουν είναι ενός υποζυγίου.
Αυτό συνιστά και το τραύμα, που τη μεταμορφώνει και την καθιστά ικανή να υπερβεί τον κοινωνικό και έμφυλο ρόλο της. Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα πρόσωπα αυτού του κόσμου, η αφηγήτρια αναμετράται ποιοτικά διαφορετικά όχι μόνο με τις κοινωνικές συμβάσεις, αλλά και με την αποδοχή του θανάτου, που τον αντιμετωπίζει κατάματα χωρίς θρησκευτική απαξίωση αλλά και με ειρωνεία για τη ματαιότητα των ανθρωπίνων, με υπαρξιακή αγωνία αλλά και με πείσμα και θέληση για ζωή.
«ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ Γ ′ (ΔΙΚΑΙΩΣΗ)
Σαν έφτασε, έτσι ωχρός κι αδύνατος
σαν καύκαλο χελώνας ο νεκρός
έτσι ξεπαγιασμένος
με κείνα τα γελοία εσώρουχα
κι ως να μην έφταναν αυτά
μπογιαντισμένος –ως είθισται στις μέρες μας–
με παραγεμισμένα μάγουλα και κολλημένα χείλη
έτσι, ελεεινός, στην πόρτα στάθηκε του κάτω κόσμου.
Σαν βγήκε ο άγγελος για την παραλαβή
φοβήθηκε ο νεκρός.
Να κλαίει άρχισε, να οδύρεται.
Δεν ήμουνα καλός, να λέει
μήτε πατέρας μήτε σύντροφος, οκνός, δειλός και γυναικάς
και πότης.
Κι άλλα πολλά ετοιμαζότανε να πει
μα ο άγγελος σήκωσε τη ρομφαία
–μακάρι να ’ταν χέρι–
και τον σταμάτησε.
Σε είχα δει. Έτσι του είπε.
Τρυφερά.
Σε είχα δει πώς μπόλιαζες τα δέντρα, πώς έπλαθες τη λάσπη
και πώς με τις ασφοδιλιές έφτιαχνες ανεμόμυλους.
Και πέτρα λησμονιάς τού ’δειξε να καθίσει» (σ.19)
Σε έναν οριζόντιο άξονα το βιβλίο ορίζεται από πέντε ψαλμούς, όπως ονομάζει η ποιήτρια τις μικρές πεζόμορφες αφηγήσεις, κάτι ανάμεσα σε μικροδιηγήματα και πεζές πρόζες και με πέντε ενότητες ελευθερόστιχων ποιημάτων διαφορετικού μεγέθους, δημιουργώντας μία συνθετική δομή που παραπέμπει σε θεατρικό αναλόγιο, στο οποίο εναλλάσσονται οι φωνές∙ δίνοντας τις εικόνες του κόσμου, που προαναφέραμε, μέσα από ένα κοριτσίστικο βλέμμα αρχικά και μιας ώριμης γυναίκας στο τέλος, ενός κόσμου όπου η αρσενική παρουσία ασκεί βία, ενώ η θηλυκή φωνή αντιστέκεται κόντρα σε εκείνες τις δυνάμεις που επιτάσσουν σιωπή και υποταγή.
Η γυναικεία θέση
Η γυναικεία θέση μέσα στον κόσμο αυτό ταυτίζεται με εκείνη των ζώων, με την βαθιά συναίσθηση του πόνου και της αδικίας που υφίστανται, με φορτισμένη, αν και όχι σε πρώτο πλάνο, πολιτική ματιά, που υπερασπίζεται τους απόκληρους.
«ΖΩΝΤΑΝΑ ΔΟΛΩΜΑΤΑ
Τα κορίτσια κάνουν τα πάντα
για ν’ αρέσουν.
Ολόιδια όπως έκαναν μικρά, όταν
έχανε το κέφι του ο μπαμπάς.
Ήθελαν τότε μες στου βοδιού το κέρατο να μπουν,
για να κρυφτούν.
Τότε ερχόταν η μητέρα, λέγοντας
πήγαινε, πήγαινε, καλόπιασέ τον, ξέρεις εσύ.
Ήξερε πρώτη αυτή.
Το είχε μάθει απ’ τη δική της τη μητέρα.
Γι’ αυτό τους γυάλιζε τις μπούκλες.
Τους είχε κόψει τις δαγκάνες.
Τις αντιστάσεις είχε κάμψει, ολωσδιόλου.
Για να περνούν στο αγκίστρι ολοζώντανα
με κάτι παλιές χάντρες –να φέγγουν μες στα φύκια–
δόλωμα.
Η συνέχεια γνωστή.
Με τα δύο πόδια τους πηδάλιο πλεύσης,
καθώς κρέμονταν στο καλάμι
να κάνουν κόλπα και τσακίσματα, ώσπου
το κέφι να τσιμπήσει του μπαμπά
να του το ξαναδώσουν.
Ικανοποιημένα, μπορούσαν τότε να επιστρέψουν στη μι-
κρή, πλαστική, με το γλυκό νερό λεκάνη τους. Ασκώντας
τα δυο πόδια τους να περιμένουν το επόμενο σκοτάδι.
Στη φεγγαράδα ως γνωστόν δεν πιάνεις ψάρια.» (σ.29)
Αν θεωρήσουμε έναν κάθετο άξονα, με τον οποίο ορίζονται, εντός αυτού του δομικού σχήματος του βιβλίου, ομόκεντροι θεματικοί κύκλοι, θα εντοπίζαμε διατρέχοντας τη νοητή γραμμή του, ποιήματα που μιλούν για τον έρωτα, που συνομιλούν με ομοτέχνους, με την Ιστορία του τόπου, με την ίδια την ποιητική λειτουργία, ποιήματα για τη μνήμη αλλά και την ηδονή.
«ΧΙΟΝΙΖΕ
Ατέλειωτος ήταν εκείνος ο χειμώνας.
Σκυλιά από πάγο σύραν την καρδιά μου
στο σώμα σου
επάνω
αλυχτώντας.
Χιόνιζε αδιάκοπα
και μεγάλη απλώθηκε
σιωπή.
Για να μπορέσει ν’ ακουστεί
ο λόγος.
Που δειλέ
δεν αξιώθηκες.» (σ.25)
Η ζωική θέληση, η ζωική πίστη στην αξία της ζωής είναι το δυνατό χαρτί αυτού του ποιητικού κόσμου. Γιατί στον χώρο της ποίησης πολλοί αναμετρώνται με την αγωνία του θανάτου εκφράζοντας θλίψη και παραίτηση ή φιλοσοφικό αναστοχασμό και ιδεαλιστική αυτοθυσία.
Οι λογοτεχνικές φωνές με τις οποίες συνομιλεί η ποιήτρια είναι της Σέξτον, της Ντίκινσον, του Χριστιανόπουλου αλλά και του Σαχτούρη και του Ταρκόφσκι κ.ά., για διαφορετικούς λόγους κάθε φορά.
Η πίστη όμως στην αυταξία της ζωής, το πείσμα για επιβίωση είναι το διαφοροποιό στοιχείο του χθόνιου, του φυσικού τρόπου ζωής εκείνου του ανθρώπου, που, ενώ μπορεί να έχει στο επίπεδο της καθημερινότητας αποστασιοποιηθεί, το βαθύτερο είναι του μένει εκεί, γερά αγκιστρωμένο στην παιδική αθωότητα, στα βιώματα μιας σκληρής παιδικότητας που όση τραχύτητα κι αν γνώρισαν, μένουν σφιχτά αγκαλιασμένα με τη ζωή. Εντός του κόσμου των προφορικών αφηγήσεων και της παράδοσης, της τοπικής κοινότητας που καθόρισε την πορεία της αφηγήτριας προς την ωρίμανση, μέσα σ’ αυτό το σύμπαν «αναπνέει» και με αυτές τις φωνές διασταυρώνεται. Ενώ οι λογοτεχνικές φωνές με τις οποίες συνομιλεί είναι της Σέξτον, της Ντίκινσον, του Χριστιανόπουλου αλλά και του Σαχτούρη και του Ταρκόφσκι κ.ά., για διαφορετικούς λόγους κάθε φορά.
«(ΑΝΤΙΨΑΛΜΟΣ)
Συνέβη τις μέρες του Κούκερι, κοντά στις πηγές του Στρυμώνα. Αρχές Φλεβάρη. Μόλις που χάραζε η μέρα κι αρχίσανε να τρέμουν τα κουδούνια. Σημάδι πως οι μάσκες κι οι προβιές είχανε κιόλας φορεθεί. Ανάψαν οι φωτιές στους δρόμους κι αρχίσανε δαιμονισμένα οι άντρες να χορεύουν, να σειούνται, ν’ αδειάζουν τους ασκούς με τα ρακιά και το κρασί που χύνονταν στο στήθος τους, καθώς πλατάγιζαν τα χείλη τους ογρά, πρησμένα, κατακκόκινα. Γυναίκες με βυζιά θεόρατα και παχυλά καπούλια, αισχρά γελώντας και κρατώντας στα σινιά κομμάτια κρέας –κόκκινο ακόμα– που άχνιζε στον παγωμένο αγέρα, τους κερνούσαν.
Όσο περνούσε η ώρα, αρχίνηξαν να πιάνονται σε κύκλους. Έπεφτε η λάμψη απ’ τις φωτιές στις μάσκες πάνω. Χάντρες, πουλιά βαλσαμωμένα, κέρατα, φτερά, ως και κρανία στολισμένες. Τέλος, ακούστηκαν ζουρνάδες και τα τύμπανα, σαν πήρε να νυχτώνει.
Όταν απόσωνε το γλέντι, βαθιά νύχτα, πήραν στα χέρια τους δαυλούς και χωριστήκαν. Άλλοι δυο δυο, άλλοι περισσότεροι κι άλλοι μονάχοι, πιάσαν τις γειτονιές. Νομίσματα, φαΐ, ζεστό κονιάκ, κι άλλο, ποιος ξέρει τι, με το καλό ή το στανιό, γυρεύοντας. Μον’ μια παρέα, θά ’τανε πέντε έξι νοματαίοι, με δίκανα ζωσμένοι ξαναφάνηκαν και σύραν κατά πέρα». (σ.24)
Προφορικότητα
Αν βασικό εργαλείο στην ιστορία της νεότερης ποίησης, μέχρι πρότινος τουλάχιστον, υπήρξε σταθερά ο λόγιος γραπτός λόγος, η ποιητική ιδιόλεκτος της Μποτονάκη έχει κεντρωθεί με την αβίαστη προφορική ομιλία. Αλλά δεν είναι μόνο διότι τα ιδιώματα, απαλλαγμένα από τους ρυθμιστικούς κανόνες της κοινής γλώσσας, αναδεικνύουν την εξομολόγηση, τη μνήμη και το προσωπικό βίωμα ενός ξεχασμένου παρελθόντος. Ούτε μόνο επειδή η προφορική ομιλία προβάλλει τη μαρτυρία του απλού ανθρώπου που μιλά με αυθεντικότητα για την προσωπική του εμπειρία.
Η ιδιόλεκτος της Μποτονάκη είναι πρώτα και κύρια «μουσική», συνταιριάζοντας ήχους και παρηχήσεις, λέξεις που το μουσικό τους βάρος μπορεί να στήσει, σχεδόν με τρόπο αυτόνομο, εικόνες που σκαλίζουν την αρχέγονή μας συγκίνηση -κι αυτό αποτελεί ένα διαφοροποιητικό χαρακτηριστικό από την αντίστοιχη τάση των πεζογράφων.
Ούτε μόνο γιατί πρόκειται για το ανάλογο φαινόμενο που παρατηρούμε στην πεζογραφία (βλ. τις πολύ ενδιαφέρουσες σκέψεις του Γιώργου Περαντωνάκη, «Σκέψεις και ερωτήματα για τη χρήση γλωσσικής διαλέκτου και τοπικών ιδιωμάτων[…]» στο bookpress: Αυτή η νέο-ηθογραφία, που ναι μεν κατάγεται από τη γιαγιά της στα τέλη του 19ου αιώνα, κρατά τον διηγηματικό μικρόκοσμο, την ιδιαίτερη πατρίδα και τις τοπικές συνήθειες, παραδόσεις, αντιλήψεις, τους ντόπιους με την προσδιορισμένη από την επαρχιακή κοινωνία συμπεριφορά κ.λπ. αλλά τον επικαιροποιεί μέσα από τη ματιά της εποχής μας – με παραδείγματα όπως των Δημοσθένη Παπαμάρκου, Δήμητρα Λουκά, Βασιλική Πέτσα κ.ά. από τη νεότερη γενιά, αλλά και Δημήτρη Κανελλόπουλου, Σωτήρη Δημητρίου κ.ά. από τους παλαιότερους). Η ιδιόλεκτος της Μποτονάκη είναι πρώτα και κύρια «μουσική», συνταιριάζοντας ήχους και παρηχήσεις, λέξεις που το μουσικό τους βάρος μπορεί να στήσει, σχεδόν με τρόπο αυτόνομο, εικόνες που σκαλίζουν την αρχέγονή μας συγκίνηση -κι αυτό αποτελεί ένα διαφοροποιητικό χαρακτηριστικό από την αντίστοιχη τάση των πεζογράφων.
«ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΓΡΥΛΩΝ Ομολογία δεύτερη ή ψαλμός
Τα καλοκαίρια, δυνάμωνε το τραγούδι των γρύλων, που ανέβαινε στην πλαγιά τ’ Αϊ-Γωργιού σαν δέηση κι απαντούσαν απ’ τα χαμηλά τα πολυπληθή βατράχια, ίδια δεξιοί κι αριστεροί ψαλτάδες, κάτω στο ρέμα με την κολύμπα τη γεμάτη γυρίνους, δίπλα από την πετροκερασιά στο Σοχορέλι, εκεί που είχε η φαντασία μου τοποθετήσει την Εδέμ και τους Πρωτόπλαστους, ανάμεσα στους δυο χειμάρρους του Μπενουδιανού ποταμού, που λόγιαζα για Τίγρη και για Ευφράτη.
Πάντα έβρισκα τον τρόπο τέτοια ώρα, χωστά χωστά να ξεγλιστρώ της μάνας μου, που εκείνη την ώρα άρμεγε τις κατσίκες, ή μάζευε απ’ το λιόφυτο τις κότες, για να τις κλείσει στο κατώι μακριά απ’τις ζουρίδες, ή έπηζε μια γαλαθιά γάλα με τα συκόφυλλα.
Έπαιρνα τρέχοντας την ανηφόρα ανάμεσα στις αγκαθωτές βατομουριές, προσπερνούσα τα λιόφυτα με τους τζιτζίκους να πετάγονται ξαφνιασμένοι φτύνοντας, άφηνα πίσω μου τη συκιά της Βασιλικώς, την απιδιά του Γιώργη, κι αφού στεκόμουν να δω τη θέα ολόκληρου του λεκανοπεδίου στα δεξιά μου, με τα στοιχισμένα και τ’ αμπέλια, τους πετρόχτιστους οικισμούς με τα λιγοστά σπίτια και λίγο πιο κοντά μου το ξωκκλήσι της Αγιάς Κυριακής με τους λιγοστούς τάφους, κατέληγα ψηλά, εκεί που ήξερα πως ανεμπόδιστος ο αέρας θα χάιδευε τ’ αυτιά μου, άλλοτε σφυρίζοντας κι άλλοτε ψιθυρίζοντάς μου για τα θαύματα. Το φως του δειλινού, των γρύλων το τραγούδι, τον ξέπνοο μακρινό χτύπο του ρολογιού της Ανάληψης, τις μακρινές και γι’ αυτό καθησυχαστικές φωνές των χωριανών που σχόλαγαν απ’ τα κηπαριά, ή αναμάζωναν τα λιγοστά τους έχνη, αχ, μα και για τη μυρωδιά της ακονιζιάς, για τ’ αποθερισμένα χωράφια με τ’ αστραλίκια τους. Και τι δεν είχε να μου πει» (σ.23)
Η ποιήτρια δείχνοντας τα γεγονότα γυμνά και προσπαθώντας να διασώσει τη μνήμη, δίνοντας «λόγο» και βήμα στους ήσσονες βίους, μάχεται ενάντια στις αντιξοότητες, τη μοίρα, την κοινωνική απομόνωση, γράφοντας την Ιστορία των ηττημένων.
Η ποιήτρια δείχνοντας τα γεγονότα γυμνά και προσπαθώντας να διασώσει τη μνήμη, δίνοντας «λόγο» και βήμα στους ήσσονες βίους, μάχεται ενάντια στις αντιξοότητες, τη μοίρα, την κοινωνική απομόνωση, γράφοντας την Ιστορία των ηττημένων. Με αφήγηση ειλικρινή και βουβά σπαρακτική αναποδογυρίζει τους ηθικούς κανόνες και τις αξίες τους. Με λόγο που δεν διστάζει να δείχνει την ωμή του σκληρότητα η ποιήτρια με πείσμα δηλώνει την πίστη της στην έκφραση και τη ζωή, κόντρα σε έναν κόσμο που παρουσιάζεται εξακολουθητικά χωρίς ορίζοντα και προοπτική. Και μπροστά σ’ αυτόν τον κόσμο, η ποίηση της Μποτονάκη μάς κάνει να αισθανόμαστε ότι ακόμη κι αν ο αγώνας είναι άνισος… παρολαυτά δεν ανθίζουμε ματαίως…
«ΑΤΡΟΠΟΣ
Τέτοιο μπουρίνι μανιασμένο που σηκώθηκε,
μεσονυχτίς,
που έδωσε μια
κι άνοιξε διάπλατη την πόρτα στο σκοτίδι.
Σκιάχτηκε το σκυλί
κι όρμησε μες στη νύχτα
(κι ούτε που ξαναφάνηκε).
– Μου ’πεσε κι άνοιξε κι αυτό,
μονολογούσε η λεχώνα οργισμένη,
στα θηλυκά τα σκέλια του νεογέννητου θωρώντας
τη ροδαλή πληγή, τη σχάση
κι έδενε κόμπο τ’ άντερο, τον λώρο.
Θηλιά να πεις, θηλιά
Ύστερα, χωρίς να περιμένει νύχτες τρεις, τις άλλες δυο
τις μοίρες λέω
μονάχη αυτή και μοίρανε και μοίρασε.
Να ’μαι λοιπόν.
Μια ακόμα θηλυκιά.
Ίδια, όπως οι προβατίνες, οι αγελάδες και οι σκύλες.
Κι ολόιδια, όπως αυτές,
δεν επιτρέπεται να τρώω τσάμπα το ψωμί μου.
Ξανθιά.
Πάει να πει: τα θέλει ο κώλος μου.
Κακότροπη κι αυθάδης
Γι’ αυτό.
Γι’ αυτό από νωρίς
τη γλώσσα μου
την πέταξαν
στη γάτα.» (σσ.13,14)
* Η ΑΝΝΑ ΑΦΕΝΤΟΥΛΙΔΟΥ είναι ποιήτρια και κριτικός. Τελευταίο βιβλίο της η συγκεντρωτική κριτική έκδοση των «Διηγημάτων του Κωνσταντίνου Θεοτόκη» (2022, ΣΩΒ).