
Σκέψεις και ερωτήματα για τη χρήση γλωσσικής διαλέκτου και τοπικών ιδιωμάτων με αφορμή τις συλλογές διηγημάτων Γκιακ (εκδ. Αντίποδες), του Δημοσθένη Παπαμάρκου και Μόνο το αρνί (εκδ. Πόλις) της Βασιλικής Πέτσα.
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Όταν ο Σωτήρης Δημητρίου έγραψε τη συλλογή διηγημάτων Ντιάλιθ’ ιμ’ Χριστάκη (Ύψιλον 1987) και έπειτα το Ν’ ακούω καλά τ’ όνομά σου (Κέδρος 1993), τάραξε τα νερά της πεζογραφίας ως προς το είδος της γλώσσας που επέλεξε, αφού αυτή ήταν η ηπειρωτική διάλεκτος, μια δυσνόητη εν πολλοίς γλωσσική επιλογή η οποία προκαλούσε στον αναγνώστη την ανοικείωση που δεν είχε συνηθίσει. Ακολούθησαν πολλοί, όπως ο Θανάσης Βαλτινός, η Κλαίρη Μιτσοτάκη, ο Γιάννης Μακριδάκης, πολλοί άλλοι διηγηματογράφοι ανά την επικράτεια που προβάλλουν το τοπικό ιδίωμα, άλλοι με κατανοητό ύφος κι άλλοι με δυσνόητο ιδίωμα που προκαλούσε εσκεμμένα τις νοητικές δυνάμεις του αναγνώστη. Πρόσφατα μάλιστα ο Δημοσθένης Παπαμάρκος με το Γκιακ (εκδ. Αντίποδες 2014) και η Βασιλική Πέτσα με το Μόνο το αρνί (εκδ. Πόλις 2015) θυμήθηκαν τις ντοπιολαλιές της πατρίδας τους (Μαλεσίνα και Καρδίτσα αντίστοιχα) και τις χρησιμοποίησαν στα διηγήματά τους.
Γιατί σε διάλεκτο; Είναι ένας τρόπος να ξεχωρίσει ο συγγραφέας με ένα «πιασάρικο» εφέ; Είναι ένας τρόπος να προκαλέσει; Να δυσκολέψει; Να δείξει την υφολογική του δεξιοτεχνία; Είναι πειραματική γραφή που αποσκοπεί στο να ξεφύγει από τα συνηθισμένα; Ή τελικά εκφράζει μια ιδεολογική σκοπιά της πραγματικότητας και της Ιστορίας;
Καταρχάς, θα ήθελα να επισημάνω ότι αυτή η τάση στοιχίζεται με τη μεταμοντέρνα στάση για έκκεντρα κείμενα, για φυγόκεντρες δυνάμεις στη λογοτεχνία που απομακρύνουν τον αναγνώστη από τις μεγάλες αφηγήσεις. Ό,τι αποτελεί μέσο όρο, λ.χ. ο άνδρας, το κράτος, η θρησκεία, ο ανθρωπισμός κ.λπ. βάλλονται από μια νέα (ανατρεπτική) αντιουμανιστική στάση, που βρίσκει την ουσία στα μικρά, στα περιθωριακά, στα αμελητέα. Έτσι, αναδεικνύονται περιθωριακά συστήματα αξιών, περιφερειακές δυνάμεις, μικροϊστορίες και ασήμαντα ώς τώρα ζητήματα, απόψεις, νοοτροπίες κ.λπ.
Η διάλεκτος αντιστοιχεί σε μια λαϊκή, ιθαγενή και έξω από τους θεσμούς της παιδείας και των ΜΜΕ κουλτούρα, που αξίζει να εκφράσει τη δική της αλήθεια.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, η διάλεκτος, που ταυτίζεται με την επαρχία, έρχεται να κλονίσει την κυριαρχία της εθνικής γλώσσας, που ταυτίζεται εν πολλοίς με την πρωτεύουσα και με το έθνος. Η εθνική γλώσσα και ο ενιαίος χαρακτήρας της, η κεντρική διοίκηση και παιδεία, ο πολιτισμικός υδροκεφαλισμός, το αδιαίρετο της γλωσσικής επικράτειας και η κατίσχυση του κέντρου έναντι της περιφέρειας διασαλεύεται από φωνές που επιδιώκουν να προβάλλουν το διαλεκτικό και μαζί το επαρχιωτικό, το λαϊκό και το τοπικό ως αντίδραση στο εθνικό και στο παγκοσμιοποιημένο. Η διεθνής τάση για μεγάλα σύνολα αμφισβητείται από το μικρό και το γηγενές, αυτό δηλαδή που αντικατοπτρίζει τον συγκεκριμένο πολιτισμό, τον αγνό, τον ανόθευτο, τον ιδιαίτερο μέσα στην ισοπέδωση της ομοιογένειας. Η διάλεκτος αντιστοιχεί σε μια λαϊκή, ιθαγενή και έξω από τους θεσμούς της παιδείας και των ΜΜΕ κουλτούρα, που αξίζει να εκφράσει τη δική της αλήθεια.
Επίσης, αν κέντρο είναι ο γραπτός λόγος, που υπηρετήθηκε θερμά από την πεζογραφία, αυτός έχει ήδη αποκεντρωθεί με την προφορικότητα του ομοδιηγητικού αφηγητή, του εσωτερικού μονολόγου και άλλων τεχνικών που έχουν συν-ενθρονίσει την αβίαστη προφορική ομιλία. Η διάλεκτος, απαλλαγμένη από τη ρυθμιστική κανονικότητα της επίσημης γλώσσας, αναδεικνύει με τον δικό της τρόπο την ομιλία έναντι του λόγου, την κουβέντα, την εξομολόγηση, την ανάμνηση, την κατάθεση, το απομνημόνευμα κ.ά.
Η διάλεκτος, απαλλαγμένη από τη ρυθμιστική κανονικότητα της επίσημης γλώσσας, αναδεικνύει με τον δικό της τρόπο την ομιλία έναντι του λόγου, την κουβέντα, την εξομολόγηση, την ανάμνηση, την κατάθεση, το απομνημόνευμα κ.ά.
Κι αν ο γραπτός λόγος εκπροσωπεί την επίσημη ιστοριογραφία των μορφωμένων, των επιστημόνων και των διανοούμενων, η προφορική ομιλία φέρνει στο προσκήνιο την κατάθεση του απλού ανθρώπου, την τοπική ιστορία, τη μαρτυρία του απαίδευτου λαϊκού, που μιλά με βάση την προσωπική του εμπειρία και γνωρίζει τη μικρο-ιστορία του τόπου του. Ακόμα και η Ιστοριογραφία πλέον δέχεται ότι τέτοιες περιφερειακές μαρτυρίες μπορούν να φωτίσουν σκιερές ζώνες και να δείξουν την ιστορία από μια άλλη, πιο ανόθευτη, πλευρά. Είναι η κάθοδος στη μικροκλίμακα που κάνει την ιστορία πιο ζωντανή και συχνά εξίσου αντιπροσωπευτική όσο η μεγάλη κλίμακα.
Κλείνω με μια ακόμα παρατήρηση. Έχω την αίσθηση ότι η επάνοδος στα ιδιώματα, που εντοπίζεται περισσότερο στον χώρο του διηγήματος, ενέχει και μια επιστροφή στην ηθογραφία. Αυτή η νέο-ηθογραφία, που ναι μεν κατάγεται από τη γιαγιά της στα τέλη του 19ου αιώνα, κρατά τον διηγηματικό μικρόκοσμο, την ιδιαίτερη πατρίδα και τις τοπικές συνήθειες, παραδόσεις, αντιλήψεις, τους ντόπιους με την προσδιορισμένη από την επαρχιακή κοινωνία συμπεριφορά κ.λπ. αλλά τον επικαιροποιεί μέσα από τη ματιά της εποχής μας. Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος γράφει για τους στρατιώτες της Μικρασιατικής Καταστροφής, που κατάγονταν από τα μέρη της Μαλεσίνας, η Βασιλική Πέτσα για τον Εμφύλιο στα μέρη της Θεσσαλίας: κι οι δυο ανατρέχουν σε ένα «ξεχασμένο» χωροχρόνο, για να ξαναβρούν αυτό που σήμερα φαντάζει γραφικό και παρακατιανό. Φυσικά δεν είναι η εξωραϊσμένη ηθογραφική αντιμετώπιση της υπαίθρου, αλλά μάλλον μια πιο ωμή, νατουραλιστική ματιά, η οποία αφήνει τα γεγονότα να μιλήσουν από μόνα τους.
Είναι μια μεταμοντέρνα ηθογραφία, που αναβαπτίζει το τοπικό, αναθεωρεί την ειδυλλιακή του φύση και εστιάζει πολύ στο εσωτερικό των ανθρώπων, καθώς αναζητεί σ’ αυτούς το γνήσιο υπόβαθρο που ίσως έχει χαθεί στο αστικό περιβάλλον και στις ξεφτισμένες ανθρώπινες σχέσεις της γοργής καθημερινότητας.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι Διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.
Γκιακ
Δημοσθένης Παπαμάρκος
Αντίποδες 2014
Σελ. 128, τιμή €9,20
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΠΑΠΑΜΑΡΚΟΥ
Μόνο το αρνί
Βασιλική Πέτσα
Πόλις 2015
Σελ. 144, τιμή εκδότη €12,00