Για την ποιητική συλλογή της Μαίρης Μπαϊρακτάρη «Δύο απουσίες δρόμος» (εκδ. Μελάνι). Kεντρική εικόνα: © Martin Sanchez/Unsplash.
Γράφει ο Θεόδωρος Εσπίριτου
Η πρόσφατη ποιητική συλλογή της Μαίρης Μπαϊρακτάρη με τίτλο Δυο απουσίες δρόμος (εκδ. Μελάνι), ανακαλεί στη μνήμη τη φράση «ένα τσιγάρο δρόμος», που χρησιμοποιούταν παλιότερα για να δηλώσει –κυριολεκτικά ή μεταφορικά– τον χρόνο που χρειαζόταν κανείς για να διανύσει μια ορισμένη απόσταση. Η έννοια της απουσίας –και στη συγκεκριμένη περίπτωση δύο απουσιών– μας οδηγεί σε έναν βαθύτερο προβληματισμό. Μας εισάγει, όπως ο μίτος της Αριάδνης, στα ενδότερα της ποίησης, χωρίς την εγγύηση της επανόδου στο φως.
Ό,τι δεν έχει έρθει ακόμα ή ό,τι έχει ήδη φύγει, είναι αντικειμενικά απόν, επομένως δημιουργεί κατ’ αρχάς με την απουσία του προσδοκία έλευσης ή επιστροφής, στη συνέχεια ανησυχία, αγωνία, απόγνωση, και τέλος ματαίωση. Η έννοια της απουσίας δεν συσχετίζεται παρά με την ανάγκη της παρουσίας του Άλλου. Η απουσία γίνεται αντιληπτή μόνο όταν κάτι αγαπημένο υπήρχε εκεί όπου τώρα δεν υπάρχει παρά το κενό. Η αίσθηση του κενού που προκαλεί είτε η μη άφιξη είτε η αιφνίδια αποχώρηση, εγείρει το αίσθημα της οδύνης, της απώλειας ή και του πένθους.
Τα ποιήματα της παρούσας συλλογής δημιουργούν την εντύπωση ενός επίμονου καλέσματος χωρίς ανταπόκριση. Υπαινίσσονται μία μεγάλη καταστροφή που συντελέστηκε κάποτε ή που δεν συντελέστηκε ακόμα, αλλά που σ’ αυτή την περίπτωση είναι εμφανή τα σημάδια και οι οιωνοί της επικείμενης συντέλειας.
Ένας άνθρωπος
Αναρωτιέται κανείς αν το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται η αφηγήτρια των ποημάτων είναι πάντα το ίδιο ή αν κάθε φορά αλλάζει. Επιπλέον, αν πρόκειται για ένα μόνο πρόσωπο ή για ένα μικρό πλήθος προσώπων. Ή, τελικά, αν αναφέρεται σε ένα πλήθος προσωπείων ενός και μόνο ανθρώπου.
Αλλά ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος στον οποίο η αφηγήτρια αναφέρεται άλλοτε σε δεύτερο πρόσωπο και άλλοτε σε τρίτο; Εκφράζεται ποτέ λεκτικά ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο; Ή ό,τι γνωρίζουμε γι’ αυτόν προέρχεται από το υποκειμενικό βλέμμα εκείνης; Είναι ένας πολύπαθος Οδυσσέας ή ένας πάσχων θεός; Κατά τα φαινόμενα, τα πάθη του τον έχουν υψώσει πάνω από τα γήινα. Και όλοι οι άλλοι, συμπεριλαμβανομένης της αφηγήτριας, κοιτάζουν με δέος, χωρίς πολλές φορές να μπορούν να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων.
Τα ποιήματα της συλλογής είναι δεκαεννέα, ωστόσο το πρώτο και το τελευταίο είναι άτιτλα. Αυτά τα δύο ποιήματα λειτουργούν εν είδει προλόγου και επιλόγου, εισόδου και εξόδου.
Τα ποιήματα της συλλογής είναι δεκαεννέα, ωστόσο το πρώτο και το τελευταίο είναι άτιτλα. Αυτά τα δύο ποιήματα λειτουργούν εν είδει προλόγου και επιλόγου, εισόδου και εξόδου. Το πρώτο –η είσοδος– οδηγεί τον αναγνώστη στο εσωτερικό ενός λαβυρίνθου. Μετά την περιπλάνησή του εκεί, το τελευταίο ποίημα –η έξοδος– θα τον βγάλει ξανά στη διάσταση της Πραγματικότητας σώο και αβλαβή. Φαινομενικά! Γιατί, αν ο αναγνώστης έχει αφεθεί να κοιτάξει, χωρίς αντιστάσεις, κατάματα, αυτό που συμβαίνει στην ψίχα των ποιημάτων, αν έχει αφήσει τις λέξεις και τα νοήματα να τον σημαδέψουν, θα φαίνεται αλώβητος, αλλά δεν θα είναι πραγματικά. Είναι ίδιον της Ποίησης να αφήνει σημάδια ανεξίτηλα, αν της το επιτρέψεις.
Η ποίηση της Μαίρης Μπαϊρακτάρη δεν αντιγράφει τις τεχνικές άλλων, δεν καλλωπίζεται, δεν προσπαθεί να παραπλανήσει προσποιούμενη κάτι που δεν είναι. Φυσικά, δεν πρόκειται για εύκολη ποίηση. Φιλοδοξεί, με αθωότητα, να είναι ουσιαστική. Η διασκέδαση δεν έχει θέση εδώ. Τα συγγενέστερα προς τους στίχους της πεδία θα έλεγα πως είναι η φιλοσοφία, η ψυχολογία και η ψυχανάλυση. Ωστόσο δεν παραμένει ριζωμένη σε αυτό που αποκαλούμε Πραγματικότητα. Δραπετεύει και ανοίγει έναν παράξενο διάλογο με το Ονειρικό και το Επέκεινα.
Το έργο με την πρώτη ανάγνωση φαντάζει δυσδιάστατο, σαν πίνακας ζωγραφικής. Αργότερα όμως αποκτά και την τρίτη του διάσταση και τότε μπορείς να δραπετεύσεις από την πραγματικότητα, να χωθείς στον κόσμο του παίρνοντας οποιονδήποτε δρόμο.
Σαν ψηφίδες
Η ποιήτρια χρησιμοποιεί τις λέξεις σαν να είναι ψηφίδες που προορίζονται για τη σύνθεση μίας εικόνας. Και, κάποιες φορές, καθώς η εικόνα συντίθεται, μία ψηφίδα της αλλάζει δομή και νόημα λειτουργώντας ταυτόχρονα ως συνδετικός κρίκος μεταξύ του νέου νοήματος και του προγενέστερου.
Η ποιητική συλλογή χαρακτηρίζεται από ενότητα ύφους. Ωστόσο, κάθε ποίημα διαφέρει από τα υπόλοιπα ως προς τα σημεία. Υπάρχουν πληροφοριακά στοιχεία εντός παρενθέσεως που φέρνουν στον νου σκηνικές υποδείξεις θεατρικού έργου, όπως για παράδειγμα στο ποίημα «Ανίχνευση νοτισμένων σημείων»: (γράφει όρθιος σ’ ένα τετράδιο), και πιο κάτω: (σημειώνει κι άλλα), και, τέλος, (σχίζει το χαρτί και μου το δίνει). Κάπου αλλού συναντάμε το σαρκαστικό χιούμορ της ποιήτριας: «Ακολουθείστε στο εξής πιστά τις οδηγίες, την καλοκαιρία και τον κακό σας τον καιρό».
Αλλού μας αιφνιδιάζουν οι δεκαπεντασύλλαβοι ιαμβικοί στίχοι, όπως στο ποίημα με τίτλο «Σύνορα»: «ήταν αυτοί που σύντομα θα έφευγαν για πάντα». Αλλού πάλι συναντάμε ομοιοκαταληξίες, όπως, για παράδειγμα, στο ποίημα «Η μεγάλη είσοδος»: νευρώνες/αιώνες, αντοχής/συνεχείς, εγκαίρως/έρως. Ή στίχους που γράφονται με τέτοιο τρόπο ώστε να φανερώνουν και ένα δεύτερο νόημα, δηλαδή, για παράδειγμα, αντί να είναι «φακοί επαφής», είναι «φακοί εξ επαφής».
Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι η συνομιλία των τίτλων, όπως: «Η μεγάλη είσοδος», «η μεγάλη έξοδος», ενώ οι περισσότεροι τίτλοι τονίζουν την ιδέα της κίνησης σε εξωτερικό κυρίως περιβάλλον, όπως, «Άφιξη», «Η επιστροφή», «Στον παράδρομο».
Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι η συνομιλία των τίτλων, όπως: «Η μεγάλη είσοδος», «η μεγάλη έξοδος», ενώ οι περισσότεροι τίτλοι τονίζουν την ιδέα της κίνησης σε εξωτερικό κυρίως περιβάλλον, όπως, «Άφιξη», «Η επιστροφή», «Στον παράδρομο», «Παρακαμπτήριοι και τεθλασμένες», «Στην τροχιά», «Το άδειο μονοπάτι», «Το πέρασμα», «Ο επίλογος των δρόμων».
H MΑΙΡΗ Γ. ΜΠΑΪΡΑΚΤΑΡΗ είναι αριστούχος Διδάκτωρ του Τμήματος Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, υπότροφος του ΙΚΥ, με ειδίκευση στο Γαλλικό Θέατρο και τη Μεταφρασεολογία. Έχει διδάξει δραματολογία, θεωρία και ορολογία θεάτρου σε προπτυχιακά μαθήματα του Τμήματος Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών ως εντεταλμένος Λέκτορας (Π.Δ. 407/80). Από το 2018 είναι διδάσκουσα λογοτεχνικής μετάφρασης στο Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. |
Υπάρχουν επίσης ρήματα που χωρίς να χάνουν την κυριολεκτική τους σημασία συνδέουν διαφορετικές καταστάσεις: «να μην τρέξει σταγόνα αίμα αλλά να τρέξει μόνο το τρένο». Λογοπαίγνια, όπου η αντικατάσταση ενός γράμματος από ένα άλλο ανατρέπει την αρχική σημασία χωρίς όμως να ακυρώνει το αρχικό νόημά της: «σαν τον διάβολο το λιμάνι». Και, αλλού, «πλέον πλέω με κόσμο τα λοίσθια». Παραγωγή νέων λέξεων, όπως «φωτιαγκαλιά» και «ζωθάνατος», στο ποίημα «Παρακαμπτήριοι και τεαθλασμένες».
Κάποιοι στίχοι ανακαλούν πολύ διακριτικά στη μνήμη του αναγνώστη άλλα έργα και άλλους συγγραφείς, όπως για παράδειγμα ο πρώτος στίχος του ποιήματος με τίτλο «Σύνορα» «ήρθε για να μιλήσει» μπορεί να μας φέρει στον νου τον στίχο του Καβάφη «ήλθε για να διαβάσει» από το ομότιτλο ποίημά του. Κάτι παρόμοιο μπορεί να εντοπιστεί στους στίχους του ποιήματος «Η μεγάλη έξοδος»: «… και παίρνοντας φόρα / πηδά απ’ το παράθυρο / που χθες ολάνοιχτο / καλού κακού / ζωγράφισε στον τοίχο», οι οποίοι ανακαλούν ένα διήγημα της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ με τίτλο «Πώς εσώθηκε ο Βάνγκ Φο», από το βιβλίο της «Τα διηγήματα της Ανατολής». Αναφερόμαστε, ασφαλώς, σε εκλεκτικές συγγένειες. Και, φυσικά, είναι αναγκαίο να δεχθούμε στις περιπτώσεις αυτές την παρέμβαση της υποκειμενικής πρόσληψης.
Νοηματικοί μαίανδροι
Κάθε ποίημα παρουσιάζεται με φαινομενικά χαλαρή συνοχή. Δεν ξεφεύγει ποτέ από τον στόχο του, αλλά κλωθογυρίζει ασταμάτητα δημιουργώντας νοηματικούς μαιάνδρους, χωρίς να βιάζεται να βρει μια Ιθάκη. Αρνείται να συναρμολογήσει μια ιστορία, αρκείται σε σπαράγματα νοημάτων, σε παραπλανά για να ξεχάσεις τον αφηγηματικό ιστό και να αισθανθείς τις λέξεις και τη συνάφεια μεταξύ τους. Αναρωτιέται κανείς αν πρόκειται για τη χρήση ενός κρυφού κώδικα και μυστικών συντεταγμένων. Όπως και να ’χει, η ποίηση της Μαίρης Μπαϊρακτάρη –που σε σημεία δημιουργεί την εντύπωση παραληρηματικού λόγου–, λειτουργεί σαν βραδυφλεγής βόμβα: Θα σκάσει αργότερα ραντίζοντας τον κόσμο με λέξεις.
Η ποίηση της Μαίρης Μπαϊρακτάρη είναι μια πατρίδα την οποία εγκαταλείπεις όταν περιδιαβείς την έκτασή της, ωστόσο, λίγο αργότερα διαπιστώνεις με έκπληξη ότι επιθυμείς να επιστρέψεις.
Κλείνοντας, θα ήθελα να σημειώσω επίσης ότι η ποίηση της Μαίρης Μπαϊρακτάρη είναι μια πατρίδα την οποία εγκαταλείπεις όταν περιδιαβείς την έκτασή της, ωστόσο, λίγο αργότερα διαπιστώνεις με έκπληξη ότι επιθυμείς να επιστρέψεις. Και, επιστρέφοντας, ανακαλύπτεις, με μεγαλύτερη έκπληξη ακόμα, ότι δεν βρίσκεσαι στα ίδια τοπία, γιατί οι λέξεις, χωρίς να έχουν αλλάξει, έχουν δημιουργήσει καινούργια νοήματα, αφηγούνται καινούργιες ιστορίες, όπως γίνεται «Στο βιβλίο της άμμου» του Μπόρχες.
Εν τέλει, αυτό που συμβαίνει εδώ είναι ότι τα νοήματα αλλάζουν διαρκώς, συνθέτουν ουτοπίες, μιλούν για το Ασύλληπτο αλλά και για το Ακατάληπτο, για έννοιες που δεν χωράει ο νους του ανθρώπου, σαν να προέρχονται από κάποιο άλλο παράλληλο σύμπαν. Πρόκειται για έναν τρόπο με τον οποίο εξομολογείται κανείς εκ βαθέων τα απόρρητα, χωρίς, ωστόσο, να τα προδίδει.
* Ο ΘEΟΔΩΡΟΣ ΕΣΠΙΡΙΤΟΥ είναι σκηνοθέτης και συγγραφέας.