,Δείπνο σημαίνει άνοιγμα στο χρόνο
Λέγεται πως σε κάθε κέντημα υπάρχει ένα νήμα που αν το τραβήξεις, διαλύεται όλο το σχέδιο. Στην ποιητική συλλογή Δείπνα του Βασίλη Λαδά, τα άκρα αυτού του νήματος είναι το πρώτο ποίημα, με τίτλο «Της Σεχραζάτ», το οποίο μπορεί να παρονομαστεί ως «άσκηση αιωνιότητας», και το τελευταίο, με τίτλο «Των εγκωμίων», που θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί ως «μαχαιριά στην καρδιά».
Του Δημοσθένη Κερασίδη
O τίτλος «Δείπνα» παραπέμπει στη βρώση και στην πόση, οι οποίες όμως τελούνται-τελετουργούνται πρωτίστως σαν μοίρασμα ψυχής, δηλαδή εννοούνται σαν αγκαλιά-φωλιά-ενότητα, γιατί όταν δειπνώ, κατ’ ουσίαν κάνω κάτι μαζί με κάποιον άλλον, οπότε έτσι το δείπνο ενέχει δυνητικά μια προοπτική υπέρβασης της μοναξιάς και αποτελεί πράξη αγάπης, γι’ αυτό ο Λαδάς καλεί στο τραπέζι του πολλά και διάφορα πρόσωπα, διάσημα ή άσημα.
Η συλλογή αυτή αποτελείται από δύο ενότητες, εκ των οποίων η πρώτη έχει τίτλο «Δείπνα» και περιλαμβάνει 28 ποιήματα, ενώ η δεύτερη, με τίτλο «Μοναχικά δείπνα», περιλαμβάνει 10 ποιήματα. Κάτω από την προσχηματικότητα των δείπνων που στήνει ο ποιητής ως θεματικό άξονα στην εν λόγω συλλογή, η μαντάλα στην οποία αυτός προσεύχεται περιέχει κεντρικές αρτηρίες της περιπέτειας του ανθρώπου, όπως, λόγου χάρη, η λαχτάρα της αθανασίας, η δίψα για αγάπη, η ενσυναίσθηση ως θεμελιώδης λειτουργία της ανθρώπινης κοινότητας, οι οποίες στο βιβλίο αυτό επικοινωνούν μεταξύ τους μέσω μιας επίμονης κοινωνικής αλλά και θρησκευτικής κριτικής, που φαίνεται σαν να καίει τον ποιητή.
Ήδη από το πρώτο ποίημα, ο Λαδάς δείχνει την πρόθεσή του να αναμετρηθεί με τα όρια του χρόνου, καλώντας σε δείπνο τη Σεχραζάτ η οποία, όπως γνωρίζουμε από τις Χίλιες και μία νύχτες, για να αποφύγει τον θάνατο που την απειλούσε κάθε πρωί, επινοούσε ωραίες ιστορίες, μένοντας ξάγρυπνη τις νύχτες και νηστική για να τον κατανικήσει. Στο σημείο αυτό να υπενθυμίσω ότι ο Μπόρχες τόνιζε πως ο καθένας μας είναι μια Σεχραζάτ, δημιουργώντας διάφορες ιστορίες για να παρατείνει το επερχόμενο τέλος και να κάνει λιγότερο οδυνηρό το πέρασμα του χρόνου.
Ο Λαδάς λοιπόν καλεί σε δείπνο σημαίνοντα πρόσωπα του παρελθόντος, όπως είναι ο Ηράκλειτος, ο Πίνδαρος, η Σαπφώ, ο Καλλίμαχος, ο Κάτουλος, ο Βιγιόν, ο Πτωχοπρόδρομος, ο κυνικός Άλεξις, ο Εύβουλος, ή ο Λούκουλος, αλλά δεν παραλείπει να καλέσει και τον αστυνόμο Χαρίτο… Βέβαια, ανοίγει το σπίτι του και σε ποιητές, εταίρες, δηλητηριασμένους, δολοφόνους, ερωτευμένους, χωρισμένους, επισήμους, πωλήτριες, μαγείρισσες, αλλά και στον λαθρομετανάστη Νουρεντίν.
Στα ποιήματα της πρώτης ενότητας, όπου συνομιλεί με πρόσωπα της Ιστορίας, όπως άλλωστε είχε κάνει και ο μεγάλος ποιητής της Αλεξάνδρειας, ο Λαδάς βαδίζει στα χνάρια της παράδοσης του Παρνασσισμού, ο οποίος ως ποιητικό-φιλοσοφικό ρεύμα ενέπνευσε διαφόρους ομoτέχνους του στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Ο ποιητής μας φαίνεται πως, μέσω της βρώσης και της πόσης, ως άλλοθι, αναζητά την επικοινωνία με πρόσωπα έξω από την εποχή του, προσπαθώντας έτσι να αποδράσει από το ασφυκτικό παρόν, και αντλεί υλικό είτε από στιγμιότυπα του βίου των παραπάνω ιστορικών προσώπων είτε από ζέοντα γεγονότα της σύγχρονης πολιτικοκοινωνικής πραγματικότητας.
Ήδη στο δεύτερο ποίημα («Δείπνα λιτά») αναφέρει ότι και στα αττικά δείπνα αλλά και στα κοινά τραπέζια των Λακώνων οι μερίδες ήταν ίσες, στο τέλος του ποιήματος ωστόσο μας υπενθυμίζει, μια από τις τραγικές αντιφάσεις της εποχής μας, ότι «κάθε δειλινό δεν προϋποθέτει φαγητό για όλους επί της γης. Ούτε καν για τους μισούς».
Μια παρόμοια τακτική κοινωνικής ευαισθητοποίησης ακολουθεί και στο ποίημα «Των δηλητηριασμένων»: δηλαδή, ενώ στους πρώτους στίχους πειθαρχεί προς τον τίτλο του ποιήματος, περιγράφοντας διάφορα σκηνικά δηλητηριάσεων ανά τους αιώνες, στο τέλος κλείνει με μια παραινετική φράση «θερμής» κοινωνικής αναφορικότητας: «Ωστόσο να προσέχουμε τα σκουπίδια που πετάμε, από τους κάδους τρώνε άνθρωποι».
Στο ποίημα με τίτλο «Της κρεατοφαγίας», κάνει μια αναφορά στις συνήθειες των Ολυμπίων, θυμίζοντας την προεξάρχουσα θέση του κρέατος έναντι των λαχανικών, κάτι που φαίνεται άλλωστε και στις θυσίες. Στη συνέχεια εστιάζει στον Κάιν (που ήταν γεωργός και σχετίζεται με τα προϊόντα του αγρού) και στον Άβελ (που ήταν βοσκός και παραπέμπει στο κρέας), καταλήγοντας στο ότι «αν ο Θεός είχε δεχτεί και τις δύο προσφορές, ίσως η Ιστορία εξελισσόταν πιο ειρηνικά».
Πυκνώνοντας τις επαφές του με διάφορα πρόσωπα που έζησαν σε αλλοτινές εποχές, τρυπώνει στον απόκρυφο κόσμο των εταίρων όπου μας κάνει συνδαιτυμόνες με ορισμένες εξ αυτών οι οποίες, όπως μας πληροφορεί, απολαμβάνουν δείπνα με μέλι και γάλα, με τη συνοδεία αυλού και λύρας. Συνεχίζοντας το ταξίδι του μέσα στον χρόνο, μας περιγράφει σκηνές του εκτροχιασμένου βίου του Κάτουλου, του Βιγιόν, οι οποίοι ήταν έκδοτοι στις ηδονές και στις απολαύσεις, αλλά και του Πτωχοπρόδρομου, που λιποθυμούσε από την πείνα.
Το επόμενο πορτρέτο, που φιλοτεχνεί στο ποίημα «Του Σέργιου», είναι ένας ληστής, βομβιστής και αναρχικός ο οποίος κοιμάται την ημέρα μες στα βελούδα και στα μεταξωτά με μια πόρνη αγκαλιά, όμως τις νύχτες απολαμβάνει τα κόκκινα κρασιά στα μπαρ και στα χαμαιτυπεία.
Στο ποίημα που τιτλοφορείται «Του άστεγου κυνικού», ο ποιητής, βάζοντας τον κυνικό Άλεξις να προσεύχεται στον Κύριο πριν κοιμηθεί στην ψαρόβαρκά του, εκλεπτύνει την κοινωνική και θρησκευτική κριτική του υψώνοντάς την στο επίπεδο της ειρωνείας:
«Κύριε που επί του όρους/πολλαπλασίασες τους άρτους/δώσε μου αύριο ένα καρβέλι φρέσκο./Κι αν ένα κιλό νερό/σε κρασί το μετατρέψεις/κι επί των υδάτων της θαλάσσης/θα σε ιδώ να περιπατείς».
Το παραπάνω ποίημα είναι ένα από τα εντελέστερα της συλλογής, παρουσιάζοντας λιτότητα, εστιασμό στην ουσία και ειρωνικό φινάλε.
Όμως αυτή η ειρωνική-κριτική στάση του ποιητή έχει προαναγγελθεί από προηγούμενα ποιήματα –σημειωτέον το δηλητήριο συνήθως εκτοξεύεται στα φινάλε τους– όπως, λόγου χάρη, «Της Σεχραζάτ» (όπου διαβάζουμε: «δικαιότατα την απεικονίζουν οι ζωγράφοι/νέα πάντα κι όμορφη./Τιμές που αυτοί δε θα ’χουν/έτσι εύκολα και ξέγνοιαστα που ζουν»), «Δείπνα λιτά», «Της κρεατοφαγίας», «Των δηλητηριασμένων», «Του Σέργιου», «Του άστεγου κυνικού», «Του δολοφόνου», αλλά και στο τελευταίο ποίημα της πρώτης ενότητας, το «12-7-2009», όπου αναφέρει χαρακτηριστικά: «Έλεγε ο ποιητής να αντισταθούμε/σε όσους χτίζουν ένα σπιτάκι και λένε καλά είμαι εδώ… Δεν ήξερε πόσα τανκς μπορούν να κατεβάσουν/πόσες φωτιές να ανάψουν/σαν κι αυτές που καίνε καταυλισμούς προσφύγων».
Όσον αφορά το μορφικό επίπεδο, στα ποιήματα της πρώτης ενότητας παρατηρούμε ότι οι στροφές είναι ισόρροπα αναπτυγμένες, δίστιχες ή τρίστιχες, κάποιες φορές πλεγμένες μεταξύ τους, ενώ λιγότερο συχνά είναι τετράστιχες ή εξάστιχες. Ο λόγος του Λαδά γενικά είναι λιτός, αφηγηματικός, προζαϊκός (όπως, λόγου χάρη, στα ποιήματα «Των ανθισμένων κερασιών», «Του χωρισμού», «Των γενεθλίων»), υπακούοντας στον σταθερό βηματισμό της περιγραφικότητας. Αυτά τα χαρακτηριστικά δημιουργούν αναμφίβολα φυσικότητα, αμεσότητα, ροή.
Στη δεύτερη ενότητα, που έχει τίτλο «Μοναχικά δείπνα», το τοπίο αλλάζει άρδην. Τα βασικά χαρακτηριστικά της πρώτης ενότητας –όπως είναι το άνοιγμα στους άλλους, η επικοινωνία με τα ιστορικά πρόσωπα, οι πολλές φωνές και οι πολιτικοκοινωνικές παρεμβάσεις θυμικού-κριτικού τόνου– εκλείπουν. Τώρα πια βαδίζει σε δρόμους του ονείρου, της μνήμης, του στοχασμού και της θρησκευτικότητας. Γενικά οι αναφορές σε εδέσματα απουσιάζουν. Το κρασί, η μοναξιά και οι στοχασμοί περί θανάτου πρωταγωνιστούν.
Σε αυτή την ενότητα, επιπλέον, ο Λαδάς δείχνει να ακροζυγιάζεται, συμβολικά-τελετουργικά, ανάμεσα σε δύο κόσμους, τον διονυσιακό και τον χριστιανικό, που είναι δύο ήλιοι στον ίδιο ουρανό. Ενδεικτικά αναφέρω ορισμένους τίτλους: «Της φάτνης», «Του Παραδείσου», «Του Μυστικού Δείπνου», «Της Αποκριάς», ωστόσο υπάρχουν στοιχεία των παραπάνω κόσμων διάσπαρτα και στα υπόλοιπα ποιήματα της ενότητας. Βέβαια, και σε προηγούμενα βιβλία του, αλλά, πιο ειδικά, στο πλαίσιο αυτής της ενότητας συναντά κανείς αρκετές αναφορές στην Αποκριά –και με ομότιτλο ποίημα–, στον χάρτινο βασιλιά, στα παιχνίδια με τις μάσκες. Για να φωτίσω αυτήν τη «διγαμία» του ποιητή, εστιάζω σε ένα εμβληματικό ποίημα, «Του Μυστικού Δείπνου». Σε αυτό ο Λαδάς ονειρο-σκηνοθετεί ένα δείπνο που χωρίζεται ο Θεός από τον άνθρωπο, κατόπιν στρέφεται σε φιλοσοφικές ενατενίσεις περί του αν ο θάνατος είναι μοίρα ή βούληση και αναρωτιέται αν θα αξιωθεί την αθανασία ή θα χαθεί οριστικά στο χώμα, ενώ συνάμα έχει ανοίξει συζήτηση με το ανοιξιάτικο αγέρι. Η υπαρξιακή του αγωνία φτάνει στα όρια της θεατροποίησης (έτσι άραγε προσπαθεί να αυτοθεραπευτεί;), και λίγο παρακάτω, σαν άλλος Χριστός στον Μυστικό Δείπνο, ευλογεί τη βρώση και την πόση, μοιράζοντας ίσα το ψωμί και το κρασί. Εν μέρει αυτό το μυστικό δείπνο αναβιώνει παραλλάσσοντας τον χριστιανικό Μυστικό Δείπνο.
Στη δεύτερη ενότητα ο λόγος είναι πιο λυρικός, μεστός, εσωστρεφικός, στοχαστικός, συμβολικός. Οι ρυθμοί είναι σύνθετοι, οι στροφές πολύστιχες, τα ποιήματα παρουσιάζουν πληρότητα, καθότι φιλόδοξα, γεμίζουν τον χώρο, ορισμένα ξεπερνούν σε έκταση τη μία σελίδα. Εκτός από τα ποιήματα «Της γυναικός με μάσκα νυκτός», «Του Μυστικού Δείπνου» και «Του Παραδείσου» (στο οποίο αποδομεί και αναδομεί τον Παράδεισο…), το ποίημα «Του Μηδενός» συγκεραίνει επαρκέστερα, νομίζω, τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Σε αυτό διαβάζουμε: «Κι ο χρόνος που ατελείωτος σε ευθεία τρέχει/κύκλο κάνει κι η αρχή του την ουρά τρώει συνεχώς ώστε ατελείωτο μηδέν να γίνει». Η εικόνα αυτή, γνωστή ήδη από τους Γνωστικούς ως ο ουροβόρος όφις, παραπέμπει στο αρχέγονο σύμβολο της δημιουργίας του κόσμου, που είναι ένα φίδι το οποίο δαγκώνει την ουρά του, συμβολίζοντας τον χρόνο και την αυτογονιμοποίηση.
Όμως το ποίημα που αποτελεί την άλλη άκρη του νήματος του βιβλίου, όπως ανέφερα στην αρχή της παρουσίασής μου, είναι «Των εγκωμίων», το τελευταίο της συλλογής. Το «Της Σεχραζάτ» και αυτό «Των εγκωμίων», παρότι ανήκουν αντίστοιχα στην πρώτη ενότητα το πρώτο και στη δεύτερη το δεύτερο, η οργανική τους θέση –από άποψη θεματικής– είναι αντεστραμμένη, γιατί το πρώτο είναι θανατοκεντρικό, ενώ το δεύτερο ξεχειλίζει ειρωνεία και στηλιτευτική διάθεση. Όπως κάθε σώμα έχει είσοδο και έξοδο της ύλης και της ενέργειάς του, έτσι και το βιβλίο αυτό χρησιμοποιεί τα παραπάνω ποιήματα ως πύλες.
Ο Λαδάς στο διαλογικό πεζοποίημα «Των εγκωμίων» στήνει με θεατρικό τρόπο ένα τραπέζι όπου πέντε φίλοι από τα σχολικά χρόνια τρωγοπίνουν κάνοντας προπόσεις σε ό,τι ο καθένας έχει ιερό και όσιο... Ο σερβιτόρος, από τη μεριά του, μουρμουρίζοντας σχολιάζει με προκλητική καυστικότητα την κάθε πρόποση, αποκαλύπτοντας στον αναγνώστη τις αμαρτίες του καθενός από την παρέα των καλών φίλων και παίζοντας έτσι τον ρόλο του γελωτοποιού του βασιλιά.
Στην τελική παράγραφο ο ποιητής, ενώ αρχικά μας έχει υπνωτίσει σκηνοθετώντας μια ευωχιακή ατμόσφαιρα συνάντησης παλιών συμμαθητών –οπότε η συγκίνηση και η μνήμη είναι φορτισμένες– στη συνέχεια μας επιφυλάσσει ένα άγρια ειρωνικό, σχεδόν σαιξπηρικό φινάλε, τραβώντας το χαλί αυτού του «υπέροχου» δείπνου με τον τελευταίο στίχο της συλλογής. Διαβάζουμε λοιπόν: «Όμως το κρασί του σερβιτόρου ήταν της μνήμης δυνατό κι άφωνοι μείναν και μαρμαρωμένοι, γιατί ό,τι έκρυβαν το θυμήθηκαν αλλιώς κι ήταν το δείπνο με τα κρέατα τα τυριά τ’ αλλαντικά σαν να τρώγαν τα παιδιά τους».
Η άλλη μνήμη, το άλλο πρόσωπο, αλλά και η ειρωνεία, στα όρια της αυτοκαταστροφής, είναι προσφιλή θέματα και εκφραστικοί τρόποι του ποιητή. Όταν έφτασα στο τέλος «Των εγκωμίων», θυμήθηκα τους στίχους του Αργύρη Χιόνη: «Η ποίηση θα ’πρεπε να είναι σαν ζαχαρωμένο βότσαλο. Τότε που αρχίζεις να γλυκαίνεσαι, να σπας τα δόντια σου».
Εντέλει τα Δείπνα σημαίνουν πείνα και δίψα γι’ αυτό που δεν μπορούμε να είμαστε, γι’ αυτό που μας λείπει, για την αθανασία, για την κραταιά ως θάνατος αγάπη, για το «άλλο μας πρόσωπο», θέμα με το οποίο ερωτοτροπεί ο Λαδάς εδώ και αρκετά χρόνια. Το «άλλο πρόσωπο» δεν αναζητούσε άραγε και στο βιβλίο του Η Ασώματος κεφαλή (το απο-κομμένο κεφάλι ως μη πρόσωπο) ή στο Μουσαφεράτ (το άλλο πρόσωπο, ο ξένος); Εδώ να θυμίσω το βιβλίο που εξέδωσε το 1994 και περιλαμβάνει τις πέντε πρώτες ποιητικές του συλλογές με τίτλο «Το άλλο πρόσωπο». Επίσης να αναφέρω μια εμμονή του με την Αποκριά (ως παιχνίδι με τις μάσκες), την οποία τιμά σε διάφορα σημεία των Δείπνων, αλλά και σε προηγούμενη ομώνυμη συλλογή.
Τα Δείπνα θέλουν τα πιάτα και τα ποτήρια γεμάτα, με επαφή και αγάπη για τους επιφανείς της Ιστορίας αλλά και για τους αφανείς πλησίον μας, μα πάνω απ’ όλα θέλουν τις ψυχές σε αναζήτηση πληρότητας, στάση που προϋποθέτει μια μορφή ιερότητας, χωρίς την οποία όμως τα δείπνα δεν είναι άλλο παρά ένα μανιακό φούσκωμα της σάρκας, μια αντι-πνευματική κραιπάλη. Ας μην ξεχνάμε ότι ακολουθώντας αυτή τη δίαιτα ζωής, τελικά θα φάμε, θα πιούμε και νηστικοί θα κοιμηθούμε…
Τα Δείπνα αξιώνουν μια τελετουργική υπέρβαση των ορίων και στους δύο άξονες: και στον οριζόντιο (επαφή με τον άλλο στην κλίμακα του ανθρώπινου) και στον κάθετο (επαφή με τον άλλο στην κλίμακα του ιερού).
Εν κατακλείδι, θεωρώ ότι ο Βασίλης Λαδάς, στη διαδρομή του βιβλίου του, αυτήν ακριβώς την τελετουργική ισορροπία ανάμεσα στους δύο κόσμους επιζήτησε, με πολλή καρδιά ομολογουμένως, και αν κανείς από εσάς ψάχνει πίσω από ποια μάσκα τελικά κρύβεται ο ποιητής, αυτή η μάσκα σίγουρα είναι ο σερβιτόρος.