Για την ποιητική σύνθεση του Γιάννη Πάσχου «Ο Χριστός παρακαλάει το σώμα του να κατέβει απ' τον σταυρό» (εκδ. Περισπωμένη). Κεντρική εικόνα: Μέρος από τον πίνακα του Σαλβαδόρ Νταλί Christ of Saint John of the Cross (1951).
Γράφει η Άσπα Χασιώτη
Από τον τίτλο αντιλαμβανόμαστε ότι ο εσταυρωμένος Χριστός είναι ο λογοτεχνικός ήρωας του νέου βιβλίου του Γιάννη Πάσχου. Του αρέσει του συγγραφέα να μας εκπλήσσει, όπως και με την παιδική του φωτογραφία στο εξώφυλλο του προηγούμενου βιβλίου, Χρονικό ενός δυσλεκτικού ή με τις Μαγικές Ιστορίες του Δον Ντομίγκο.
Γνωρίζοντας βέβαια τον Γιάννη Πάσχο το σίγουρο είναι ότι δεν πρόκειται για μια στροφή στη θεολογία, μία ακόμη ενδιαφέρουσα ενασχόληση σε ώριμη πια ηλικία, αντίστοιχη εκείνης με τη βιολογία και πιο συγκεκριμένα με την ιχθυολογία. Απλά ο εσταυρωμένος αποτελεί μία καλή αφορμή για να εκφράσει τα υπαρξιακά του ερωτήματα, να αναρωτηθεί και να οδηγήσει τον αναγνώστη στην αναζήτηση των απαντήσεων.
Ο Χριστός βέβαια δεν είναι η πρώτη φορά που πρωταγωνιστεί στη λογοτεχνία. Φαίνεται πως ακόμη παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον ως χαρακτήρας, επιδέχεται πολλές προσεγγίσεις και ερμηνείες, δίνει το έναυσμα για διαφορετικές αφηγήσεις και ανοίγει την όρεξη για περαιτέρω συζητήσεις. Από τον Νίκο Καζαντζάκη που έκανε σπουδή στον Χριστό μέχρι τον Ρίτσο και τον Σαραμάγκου το πρόσωπό του ασκεί μία μεγάλη γοητεία και όχι μόνο στους πιστούς. Η ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ιστορία του, ο προφητικός του ρόλος, η αυτοθυσία του, η δυαδική του υπόσταση, η για κάποιους επαναστατική πορεία του αλλά και το στενό του περιβάλλον, η μητέρα του αλλά και οι μαθητές του, του δίνουν μια σημαίνουσα θέση και τον καθιστούν ήρωα του μύθου.
Στην Αναφορά στον Γκρέκο συγκεκριμένα διαβάζουμε σχετικά:
«Η δυαδική αυτή υπόσταση του Χριστού στάθηκε για μένα πάντα βαθύ ανεξερεύνητο μυστήριο, η λαχτάρα η τόσο ανθρώπινη, η τόσο υπεράνθρωπη να φτάσει ο άνθρωπος ως το Θεό ή πιο σωστά να επιστρέψει ο άνθρωπος στον Θεό και να ταυτιστεί μαζί του. Η νοσταλγία αυτή, η τόσο μυστική και συνάμα τόσο πραγματική άνοιγε μέσα μου πληγές και πηγές μεγάλες».
Το βιβλίο δεν γράφτηκε τώρα. Άρχισε να γράφεται το 2003 και μια πρώιμη εκδοχή του δημοσιεύτηκε το 2005 στο περιοδικό Οδός Πανός. Στη συνέχεια ο συγγραφέας το ολοκλήρωσε και τελευταία προχώρησε στην έκδοσή του.
Ποίημα σε μορφή διαλόγου, θίγει την εναγώνια σύγκρουση της ψυχής και του σώματος μπροστά στον επερχόμενο θάνατο του Χριστού. Δεν είναι τυχαία η επιλογή της χρονικής στιγμής. Μεσολάβησε μια σκληρή πανδημία, μια παράξενη εποχή που δίνει μια άλλη αξία στην ποιητική αυτή αφήγηση κι έναν τόνο πιο προσωπικό, πιο εξομολογητικό, πιο εσωτερικό.
Ποίημα σε μορφή διαλόγου, θίγει την εναγώνια σύγκρουση της ψυχής και του σώματος μπροστά στον επερχόμενο θάνατο του Χριστού. Δεν είναι τυχαία η επιλογή της χρονικής στιγμής. Μεσολάβησε μια σκληρή πανδημία, μια παράξενη εποχή που δίνει μια άλλη αξία στην ποιητική αυτή αφήγηση κι έναν τόνο πιο προσωπικό, πιο εξομολογητικό, πιο εσωτερικό. Ο καθένας μας μπορεί να νιώσει αυτήν την ανάγκη του σώματος να ξεκουραστεί. Να ολοκληρώσει. Να κλείσει ίσως έναν κύκλο ζωής. Να ανοίξει κάποιον άλλον, όχι απαραίτητα σε άλλη διάσταση, αλλά με άλλες διαστάσεις.
Προστρέχει στην ποίηση για «δοκιμές νάρκης του άλγους», ο Γιάννης Πάσχος, με την πεζόμορφη αυτή ποιητική σύνθεση, όπως ο καβαφικός ποιητής Ιάσων Κλέανδρος. Για καταφύγιο και παρηγοριά αλλά και για να αντλήσει δύναμη, να προχωρήσει.
Θυμίζει διάλογο δυο φίλων, δυο αγαπημένων, δυο ισχυρών προσωπικοτήτων ο ποιητικός αυτός διάλογος, που σε κάποιες περιπτώσεις οδηγεί στην αντιπαράθεση ακόμη και στη σύγκρουση, στον απόλυτο διχασμό λίγο πριν την τέλεια ένωση.
Στην αρχή το διχασμένο ποιητικό υποκείμενο, διχασμένο σε σώμα και ψυχή, σε ύλη και πνεύμα, μετά από ένα δυνατό βίωμα νιώθει την ανάγκη να ξεκουραστεί.
«Κουράστηκα,
Τα βλέφαρά μου κλείνουν
Το στόμα μου στέγνωσε.
Θέλω να κοιμηθώ».
Ο Γιάννης Πάσχος, με συναισθηματικά φορτισμένο λόγο, και σε τόνο άλλοτε σπαρακτικό, άλλοτε παρηγορητικό, άλλοτε εξομολογητικό διερωτάται για την υπαρξιακή σχέση ψυχής και σώματος μπροστά στις οριακές δοκιμασίες της ζωής.
«Οι παλάμες σου μάτωσαν
τα πόδια σου δεμένα γδάρθηκαν
το κορμί σου, ισχνό κι αδύναμο, λυγίζει το παρατράβηξες.
Είναι άνοιξη, μη σε ξεγελά η σημερινή μέρα.
Η συννεφιά είναι περαστική
μη σε ξεγελά η σημερινή μέρα
ο ουρανός θα ανοίξει καταγάλανος.
Έλα, κατέβα, οι θάλασσες ζέσταναν τα δένδρα πρασίνισαν, τα άγρια χόρτα θέριεψαν και τα αμπέλια αρχίζουν να δένουν τον καρπό».
Η άνοιξη κάνει ακόμη πιο δύσκολη την απόφαση και τη θυσία πιο σημαντική. Θυμίζει τον στίχο των «Ελεύθερων Πολιορκημένων» του Σολωμού «Μάγεμα η φύσις κι όνειρο σε ομορφιά και χάρη… όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει».
Ο Χριστός αναγνωρίζει τη δύσκολη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το σώμα «το κορμί σου ισχνό και αδύναμο, λυγίζει», αλλά και την ατομική ευθύνη: «το παρατράβηξες». Καταφεύγει στις υποσχέσεις με την επανάληψη του επαναληπτικού μορίου «θα», 9 φορές στους 10 στίχους.
Όμως το σώμα δεν ενδίδει σε καμία υπόσχεση. Εμμένει στην απόφασή του με γενναιότητα, όσο δύσκολη κι αν είναι, γιατί, όπως λέει «φοβερό του θανάτου το ποδοβολητό». Αποζητάει την παρουσία και τη στήριξη του Χριστού, όπως η γυναίκα με τα μαύρα στη Σονάτα του Ρίτσου ή όπως ο Χριστός στον σταυρό: «Μη με αφήνεις μόνο μου. Μη με αφήνεις μόνο μου. Σε ικετεύω, μην με αφήνεις». Τρεις φορές το «μη με αφήνεις».
Η ψυχή αντιστέκεται: «Μαζί σου είμαι, μα όχι εκεί» και λίγο πιο κάτω: «Δεν αξίζει να πεθάνεις στον σταυρό», ρίχνει το φταίξιμο στην ανθρώπινη υπόσταση «φόβοι ανθρώπων σε οδηγούν… » Το σώμα όμως επιμένει: «Θέλω να πεθάνω, κουράστηκα… δεν θέλω άλλη εξέγερση, δεν θέλω άλλον ξεσηκωμό, δεν θέλω τίποτε άλλο».
Αλλά και η ψυχή επιμένει, προκαλεί: «Φοβήθηκες, ναι! Επίδειξη θανάτου κάνεις». Το σώμα αντιγυρίζει την πρόκληση: «Εσύ δεν είσαι που τόσο καιρό μου λες πως είσαι αθάνατος κι εγώ μόνο θνητό». Δύσκολος αντίπαλος. Ανταλλάσσουν πικρές κουβέντες; «μη με απογοητεύεις, λάθος σώμα διάλεξα για συντροφιά;» «Εμένα απογοητεύεις! Φοβάσαι τον θάνατο! Αμετανόητος μου τάζεις και υπόσχεσαι».
Η ψυχή αλλάζει πάλι συμπεριφορά. Μετέρχεται όλων των μέσων. Δεν εγκαταλείπει την προσπάθεια να του αλλάξει γνώμη. Το καλοπιάνει, το κολακεύει… χρησιμοποιεί όλες τις τεχνικές πειθούς, επικαλείται και το συναίσθημα… το σώμα όμως δεν πείθεται. Ακλόνητο και ισχυρό στη θέση του επιχειρεί να τον μεταπείσει: «Έλα μαζί μου, δεν έχεις επιλογή. Ο χριστός θα πούνε, πέθανε, ένας ήρωας αξεπέραστος θα γεννηθεί κι εσαεί θα υπάρχει» και λίγο πιο κάτω: «Για σένα πεθαίνω και για ό,τι μαζί παλέψαμε, για να είσαι πάντα η παρουσία εν τη απουσία σου». Του κάνει και χάρη. Του διασφαλίζει την αθανασία, που την αγάπησαν στον κόσμο βασιλιάδες, ποιητές, όπως λέει κι ο Γκάτσος.
Ο Χριστός αναρωτιέται, χάνοντας την ψυχραιμία του: «Ποτέ δεν φαντάστηκα ότι μπορείς πρωτοβουλίες θανάτου να αναλαμβάνεις» με μία διάθεση υποτιμητική. Για να πάρει την απάντηση: «Μέσα στο πένθος το μεγάλο μήνυμα θα ανθίσει…» Ο θάνατος έτσι γίνεται αποκορύφωση ζωής και οδηγεί στην αθανασία. Το κέντρο βάρους πέφτει στη σταύρωση, καθώς είναι ο μόνος δρόμος της αναστάσεως.
Ο θάνατος έτσι γίνεται αποκορύφωση ζωής και οδηγεί στην αθανασία. Το κέντρο βάρους πέφτει στη σταύρωση, καθώς είναι ο μόνος δρόμος της αναστάσεως.
Μετά όμως έρχεται η αναγνώριση που τόσο ωραία δίνεται με την επανάληψη «μόνο έσυ…», έξι φορές… και την παράκληση: «μη με εγκαταλείπεις, χωρίς εσένα δεν έχω λόγο να υπάρχω».
Αλλά και η διαπίστωση του σώματος, δηλωτική της προνομιακής θέσης της ψυχής: «Η ψυχή κατοικεί, το σώμα άστεγο».
Στη συνέχεια ο Χριστός φαίνεται να υποχωρεί, να αποδέχεται και να σέβεται την απόφαση του σώματος… το οριστικό, όπως είναι αναμενόμενο, οδηγεί στον θρήνο με τη γεύση του αποχαιρετισμού… αποχαιρετά τα μεγάλα και τα μικρά, από τις ηρωικές πράξεις έως τη γεύση του βερύκοκου, από τις κορυφές των δέντρων έως τα σπιτικά γλυκά, από την ένοχη σιωπή των πειρασμών έως την έλλειψη πίστης στην αγάπη. Τέλος ο τόνος γίνεται πιο προσωπικός. Λέει ο Χριστός: «Θρηνώ για όλα αυτά που ήλπιζα. Θρηνώ την αδυναμία μου να σε αποχωριστώ».
Το σώμα αποθεώνει την αγάπη: «ο κόσμος όλος πάντα θα περιγράφεται με ένα φιλί». Εξάλλου πάνω στον σταυρό ψηλώνουν οι ήρωες. Κι η ψυχή οδηγείται στην απόλυτη αποδοχή και ταύτιση με τις ανάγκες του σώματος. Το εγώ γίνεται εμείς, ψυχή και σώμα αδιαίρετα και ομοούσια, συναμφώτερον… η ψυχή υποταγμένη στην ανθρώπινη βούληση, η θεία υπόσταση υποκλίνεται στην ανθρώπινη, το εν γίνεται όλον… ο άνθρωπος δεν εξαφανίζεται μέσα στη θεότητα αλλά καταξιώνεται…
«Ναι, σκεφτόμουν πολλά και πολλά επινόησα για να μη με εγκαταλείψεις. Σαν όμως το σώμα αποφασίζει, η ψυχή τον δρόμο χάνει ή υποτάσσεται. Ας φύγουμε λοιπόν κι ας γνέψουμε σε όσους το ένα τους πόδι κρατούν έξω από τα σκεπάσματα».
Το σώμα πια οδηγείται στην τελευταία πράξη έχοντας τη σύμφωνη γνώμη της ψυχής. «Τέλος, γράψε τη λέξη τέλος, μεγάλη κληρονομιά αφήσαμε», όπως στην Ασκητική του Ν. Καζαντζάκη: «Τετέλεσται! κι ήταν σαν να έλεγα όλα αρχίζουν».
*Η ΑΣΠΑ ΧΑΣΙΩΤΗ είναι Δρ. Φιλολογίας του πανεπιστημίου Ιωαννίνων και γενική διευθύντρια των Εκπαιδευτηρίων Μαντουλίδη.