Για την ποιητική συλλογή της Θεώνης Κοτίνης «Με το σώμα» (εκδ. Ενύπνιο). Kεντρική εικόνα: πίνακας του Γιώργου Ρόρρη.
Γράφει ο Γιώργος Βέης
Τα χέρια μου / Τα εργατικά μου ζώα. (από το βιβλίο, σελ. 69)
Πρόκειται για την έβδομη ποιητική συλλογή της κειμενικά ιδιαίτερα έμπειρης, Θεώνης Κοτίνη ( 1967 - ). Τέσσερις ενότητες απαρτίζουν το έργο. Οι εξής κατά σειρά: «Μακριά», «Συνήθεις έρωτες», «Ταυτότητες» και «Σπασμένος καιρός».
Μέτρο των επιμέρους ρηματικών αναπτύξεων φρονώ ότι μας παρέχει το δέκατο τέταρτο, εμφανώς κρίσιμο ποίημα της προαναφερόμενης, τρίτης ενότητας. Φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Γίνε το σώμα σου». Το παραθέτω αυτούσιο για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής:
Τις μέρες που επιστρέφεις πάμφτωχος στο σπίτι
ζήτα το σώμα σου,
γύρνα στην ύλη της στιγμής που το ανέθρεψε.
Σκέψου,
ζυμάρι στα δάχτυλα που αβγαταίνει ζωντανό στην αφή,
σταρένιο δέρμα του ψωμιού όταν το κόβεις στο τραπέζι
να σε χορταίνει πρωινή εγκαρδίωση,
τη συστολή σου μπρος
στην ανθισμένη λύση του ροδόδεντρου,
το χέρι του, απλωμένο απέραντα στον ύπνο.
Θυμήσου,
γαλάζιο χείλος φλιτζανιού γεμάτο γάλα,
άξαφνη μπόρα ξημερώματα κι εσύ σε δροσερά σεντόνια,
το πορτοκάλι ρέοντας στον ουρανό του στόματος
όπως αργός αστερισμός στη φωτεινή του δύση,
καρπούς που ανέβηκαν σαν αναγνώριση στα χείλη.
Τις μέρες που ρακοφορείς
μουντό το φως του δειλινού μες στο γραφείο,
γίνε το σώμα σου,
μάτια
και δέρμα
κι ακοή,
η ηδονή του άπληστου κυττάρου
Η αυτοπραγμάτωση, πάση θυσία, της αναστοχαζόμενης ύπαρξης παραμένει και στην προκειμένη περίπτωση σταθερό, αδιαπραγμάτευτο μάλιστα αίτημα. Η γραφή επείγεται να αποδελτιώσει τις όποιες πρόσφορες συνθήκες, έχοντας υπόψη της τις δυσκολίες του εγχειρήματος.
To προαπαιτούμενο της απόλαυσης
Ένα ανώτερο επίπεδο συνειδητού βίου κρίνεται, ως εκ των πραγμάτων, απαραίτητο. Η Απόλαυση συνιστά, εν τω μεταξύ, προαπαιτούμενο όρο της πλήρους απαρτίωσης του ποιητικού εγώ. Από την άποψη αυτή, το με το σώμα αποτελεί λειτουργικό εγχειρίδιο ερωτικού λόγου. Λαμβάνοντας μάλιστα υπόψιν τις τρέχουσες συνθήκες ζωής, η ποίηση της συγκεκριμένης ειδολογικής απόκλισης διεκδικεί, εκτός των άλλων, και τη διερμηνεία της ταυτότητας του ίδιου του σώματος του ανθρώπου. Η διαρκής, η ασφαλής διατήρηση της ακεραιότητάς του είναι άλλωστε το διαχρονικό έμβλημά της.
H Θεώνη Κοτίνη γεννήθηκε στη Μυρσίνη Ηλείας το 1967. Σπούδασε ελληνική φιλολογία και θεατρολογία στο ΕΚΠΑ. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές: Μικρογραφία, Πλανόδιον 1999, Αθώα τη νύχτα, Πλανόδιον 2003, Ανίδεοι πάλι, Πλανόδιον 2006 (βραβείο «Διαβάζω»), Θεός ή Αγάπη, Γαβριηλίδης 2010, Ωσεί κήπος, Γαβριηλίδης 2014, Ο χρόνος είναι, Μελάνι, 2020, καθώς και την ανθολογία Ζωή Καρέλλη. Κάθεται μοναχός ο διπλός τούτος άνθρωπος, Γαβριηλίδης, 2019. Ασχολείται με την κριτική ποίησης στο λογοτεχνικό περιοδικό Νέον Πλανόδιον. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και του Κύκλου Ποιητών. |
Να θυμίσω τι απαντά σήμερα στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα, απομονώνοντας ενδεικτικά τα παρακάτω πορίσματα κατά λέξη: «Το να ισχυριζόμαστε, όπως κάνουν κάποιοι πανεπιστημιακοί ακτιβιστές, ότι το σώμα είναι μια “κοινωνική κατασκευή” αυτό σημαίνει ότι τασσόμαστε, όπως γράφει η κοινωνιολόγος Ναταλί Εῑνίκ (Natalie Heinich) υπέρ του κορυφαίου στην ιεραρχία “ψευδοεπιστημονικού συνθήματος”.
Εξάλλου, μήπως η ιατρική μπορεί να κάνει τα πάντα, ακόμη και να απαντήσει καταφατικά σε αιτήματα που υπόκεινται σε μια ιδεολογία; Μια ιατρική που λαμβάνει υπόψη μόνο το σύνθημα ενός ασθενή, ο οποίος ζητά επιτακτικά επιθετικές πράξεις, παραπέμπει σε επιθυμία παντοδυναμίας του ίδιου του ασθενή». (Βλ. Καρολίν Ελιασέφ – Σελίν Μασόν, Η κατασκευή του διεμφυλικού παιδιού, μετάφραση: Μαρίνα Κουντζή, θεώρηση μετάφρασης: Ελισάβετ Κούκη, εκδόσεις Κουκκίδα, σελ.194).
Στους αντίποδες της ως άνω λεγόμενης κοινωνικής κατασκευής, η οποία δήθεν συνιστά σώμα, η ποιητική αλήθεια της Θεώνης Κοτίνη ενεργεί με τη δέουσα ρηματική συνέπεια.
Παραβάλλω τα εξής:
«Το σώμα
τραυματικά υπάρχοντας
στην περατότητά του
αγωνίζεται να γίνει άλλο.
Σε παίρνει μαζί του στο μόχθο του χρόνου
να πληρωθεί ταυτοτικά γαλήνιο
ή να παροξυνθεί οριακά στο άγνωστο.
Γι’ αυτό και τόσο αγαπημένο
στη μοναξιά, στη συντροφιά,
στην τόση φθορά του.
Ας πούμε,
όλα τα πράγματα που γίνεται ένα χάδι:
το χέρι
και η μικρή του κίνηση στο μάγουλο,
η σιγανή ρωγμή σε όλα τα άλλοθι,
μνήμη μόλις κομμένου τριαντάφυλλου
αβάσταχτα κόκκινου, η φιλότητα της στιγμής.
(Βλ. δεύτερη ενότητα, «Σώμα», σελ. 45).
Κοντολογίς, το σώμα αντιλαμβάνεται, ακούει ποίηση με το σώμα. Η καθόλα εμπράγματη αυτή αίσθηση, γειωμένη στο πεδίο του εξ αντικειμένου πραγματικού, δικαιώνει απολύτως την αρχική πρόθεση της ποιήτριας. Εξ ου και η ομολογούμενη απόλαυση της απρόσκοπτης πρόσληψης. Διαπιστώνω ότι κατατίθενται ορισμένα αναπάντητα ερωτήματα.
Μερικά ποιήματα, όπως φέρ’ ειπείν το τελευταίο του βιβλίου, κλείνουν εμφατικά με ερωτηματικό. Η ανάγνωση καλείται προφανώς να συμμετάσχει στο παρόν σημασιολογικό παιχνίδι.
Μερικά δε ποιήματα, όπως φέρ’ ειπείν το τελευταίο του βιβλίου, κλείνουν εμφατικά με ερωτηματικό. Η ανάγνωση καλείται προφανώς να συμμετάσχει στο παρόν σημασιολογικό παιχνίδι. Η ώσμωση επιταχύνεται: οι στίχοι δρουν εδώ ως να ήταν εφαλτήρια ουσιαστικής επίγνωσης.
Βέβαια γνωρίζουμε ήδη από το ευρύτερο πνευματικό μας παρελθόν, ότι «ο ανθρώπινος Λόγος έχει σε ένα είδος των γνώσεων του τούτη την ιδιαίτερη μοίρα: να βαρύνεται από ερωτήματα που δεν μπορεί να τα αποφύγει˙ διότι του υπαγορεύονται από την ίδια τη φύση του Λόγου χωρίς όμως και να μπορεί να τα απαντήσει, επειδή υπερβαίνουν κάθε ικανότητα του ανθρώπινου λόγου». (Βλ. Ιμμάνουελ Καντ, Κριτική του καθαρού Λόγου, μετάφραση: Α. Γιανναράς- Μ. Φ. Δημητρακόπουλος, εκδόσεις Παπαζήση, 1977-79).
Η κοινωνική διάσταση είναι, το τονίζω, παρούσα. Πότε εμμέσως, πότε με την κυριολεξία των συνισταμένων της. Όπως συμβαίνει π. χ. στο ένατο κομμάτι της τελευταίας ενότητας. Τιτλοφορείται «Το ψωμί».
Το αντιγράφω, για ευνόητους λόγους, ολόκληρο. Ήτοι:
Παλιά στο σπίτι δεν πετάγαμε ψωμί.
Αν έπεφτε κομμάτι καταγής
έπρεπε να το φιλήσουμε
πριν το αποθέσουμε στον κάδο.
Είναι αμαρτία, έλεγε η μάνα,
το σώμα του Χριστού μες στ’ απορρίμματα.
Παράξενη συνήθεια και ξεχάστηκε
απομεινάρι από τον καιρό της Κατοχής.
Παιδιά της πείνας ήταν άλλωστε οι γέροι μας.
Τώρα που το ψωμί λιγόστεψε και πάλι
παιδιά ψάχνουνε στα σκουπίδια
για κείνο το καρβέλι που πετάξαμε
στα χρόνια που ήρθανε μετά
της αφθονίας τα χρόνια.
Σκύβουνε και το βάζουνε στο στόμα τους
δίνοντας ίσως
το ξεχασμένο εκείνο φίλημα συγγνώμης
στο σκορπισμένο μόχθο των χεριών.
Τώρα, χρόνια μετά
που έγινε πάλι το ψωμί
πεφιλημένος άρτος
το ευλογεί όχι ο Θεός,
μα του ανθρώπου πάντα η γνώση
και η πείνα.
Ο όποιος εμφανής και ηθικά αναγκαίος καταγγελτικός τόνος δεν υπερβάλλει, δεν φωνασκεί. Είναι αρμονικά προσαρμοσμένος στο όλο κλίμα των αισθητικών συγκερασμών. Η εσωτερική ρυθμολογία δεν παύει να υποστηρίζει αποτελεσματικά τη λυσιτελή διαχείριση του συγκινησιακού υλικού.
Σεβόμενη συστηματικά τις πάγιες κειμενικές αρχές της, η στρατηγική των στίχων αποτυπώνει, εκτός των άλλων, τις πλέον σημαίνουσες λεπτομέρειες των ψυχοσωματικών κραδασμών. Η δε ετερότητα προσεγγίζεται με τη δέουσα λεπτότητα ενός σαφώς αλληλέγγυου ανθρωπισμού. Η αυθεντικότητα της προσέγγισης του Άλλου τεκμηριώνεται ευθέως στις αντίστοιχες στιχικές μαρτυρίες. Οι τελευταίες προσδίδουν ιδιαίτερη εννοιολογική αξία στην τελική έκφανση. Συμπέρασμα: από τα αρτιότερα ποιητικά διαβήματα των ημερών μας.
*Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι πρέσβης επί τιμή και ποιητής. Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική συλλογή κειμένων «Καταυλισμός» (εκδ. Ύψιλον).