Του Γιώργου Χ. Θεοχάρη
Ποιήματα σε πλάγιο ξύλο
Κερδίζει η λογοτεχνία όταν εικαστικοί καλλιτέχνες αποφασίζουν να εκφραστούν με το Λόγο και κατορθώνουν να μεταφέρουν στο κείμενο τη συγκίνηση τόσο έντονα όσο και με το χρωστήρα. Ο χαράκτης Γιάννης Δ. Στεφανάκις με την πρώτη του εμφάνιση στην ποίηση αποδεικνύει πόσο πλεονεκτική είναι η ματιά του εικαστικού και ταυτόχρονα κεφαλαιοποιεί την πολύχρονη γόνιμη ενασχόλησή του με τη σύζευξη λογοτεχνίας και ζωγραφικής-χαρακτικής-γραφικών τεχνών, μέσα από τα περιοδικά που διακόνησε και τις συλλεκτικές εκδόσεις του.
Η συλλογή ποιημάτων ΤΟ ΚΑΡΦΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ, με ένα χαρακτικό και τέσσερα σχέδια του ποιητή, είναι αφιερωμένη στη μάνα του, την Τρυγόνα, και αρμολογείται από τους θεματικούς άξονες: Λόγος - Χρόνος – Μνήμη – Έρωτας – Φθορά – Θάνατος, από τα σταθερά, δηλαδή, δομικά υλικά της ποίησης. Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο ενότητες: η πρώτη δίχως τίτλο, «Εικόνες περιπλάνησης» η δεύτερη.
Το εισαγωγικό ποίημα, με τίτλο «Θυμάμαι», έχει να κάνει με το ριζιμιό λιθάρι της μνήμης και αναφέρεται στον πατέρα του ποιητή, ο οποίος συγκινιόταν με το τραγούδι και σκιρτούσε για το όμορφο αλλά βιάστηκε να φύγει από τις ομορφιές του κόσμου. Βιαζόσουν / σαν σκιά που έφευγε / και εσύ ακολουθούσες, γράφει ο Στεφανάκις και σκέφτομαι πως στο τέλος αυτής της βιαστικής πορείας ο άνθρωπος, ως υλικό σώμα, θα προσπεράσει τη σκιά του και θα περάσει στην ανυπαρξία, όμως το ίχνος της πορείας του παραμένει ως σκιά μνήμης. Έρχεται στον νου μου μια εντύπωση από την ανάγνωση της «Στενογραφίας», του ποιητή Κώστα Μαυρουδή, χρόνια πριν, για εκείνον «που βλέπει τη σκιά ενώ το αντικείμενο πια δεν υπάρχει». Να η ευεργετική λειτουργία της μνήμης. Ένας δρόμος επίσκεψης των προσφιλών μας απόντων.
Ο Στεφανάκις αναπτύσσει την προβληματική του σχετικά με τα σκορπισμένα σαν τα σπυριά του ροδιού χρόνια της χαμοζωής, όταν το άτομο μένει χωρίς απόθεμα άλλου χρόνου, χωρίς άλλη δυνατότητα ύπαρξης, πνιγμένος στον ωκεανό χρόνου των άλλων που συνεχίζουν να υπάρχουν. Αναφέρεται στη μνήμη της παιδικής ηλικίας που αποθηκεύει την ανάμνηση των δυσκολιών της ζωής τυλιγμένη στο ασημόχαρτο της λαχτάρας για ζωή. Δείχνει ότι ο μόνος σίγουρος χρόνος μας είναι το παρελθόν μας, και συχνά πυκνά προσφεύγει στη Φύση. Ζητάει έλεος από τη Φύση κι ελπίζει να μαρτυρήσουν, να μνημονεύσουν, κάποτε, ότι υπήρξε, τα δέντρα, κάτω απ’ τη σκιά των οποίων μεγάλωσε. Να μαρτυρήσουν με τη σιωπή τους. Γιατί φτάνοντας προς το αναπότρεπτο τέλος συνειδητοποιούμε και αναπολούμε τη σοφία της σιωπής των αψύχων.
Και στο ποίημα «Κι όμως σε αγκάλιασα», το αφιερωμένο Της Μαργαρίτας (πρόκειται για την σύντροφο του ποιητή, ζωγράφο Μαργαρίτα Βασιλάκου), καταλαβαίνουμε ότι η τυραννία του χρόνου αντέχεται επειδή μας χαρίστηκε το δώρημα του έρωτα, που είναι η εικονοποίηση της δίψας του ανθρώπου για ζωή, η θέλησή του ν’ αντιπαλέψει τη φθορά.
Το ομότιτλο με τη συλλογή ποίημα (με αντιμετάθεση των άρθρων) είναι το ακόλουθο:
ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΤΟ ΚΑΡΦΙ
μετράει τα γυαλιά της
και το πετρέλαιο παλιό λερώνει
το φθαρτό τσιμεντένιο πάτωμα
άντεξε – άκουσε πολλά
και είδε περισσότερα
Αυτή η λάμπα που στο φως της
μεγάλωναν οι σκιές κι εγώ φοβόμουν
που ζέσταινα τα χέρια μου
πριν το μολύβι πιάσω
πόνου κραυγή έβγαλε όταν
άφησε
του χρόνου το καρφί
Εδώ το καρφί του χρόνου με διπλή σημασία: ως στερεωτικό της ύπαρξης, με τις επισφάλειες που δημιουργεί η ποιότητα του κονιάματος της ζωής, αλλά και ως τυραννικό εργαλείο, καρφωμένο στην ψυχή των όντων. Όταν κλείνει ο κύκλος της χρηστικότητας, πα’ να πει όταν μειώνεται η αξία της ύπαρξής μας, όταν η ζωή εξηλεκτρίζεται, τότε ο ταπεινός τρόπος ζωής, η λάμπα του πετρελαίου, γίνεται, στην καλύτερη περίπτωση, διακοσμητικό αντικείμενο ή πετιέται στα σκουπίδια με το λαμπόγιαλο θρυμματισμένο.
Αλλά ο χρόνος, λέει ο Στεφανάκις, μπορεί ν’ ακινητοποιηθεί κάθε φορά που μπορούμε να κοιτάζουμε με μάτι που διακρίνει την αέναη ζωγραφική του σύμπαντός μας. Ο χρόνος, που σαρώνει την ύπαρξή μας κι αφήνει Μαύρο σαν μαύρο το πυκνό σκοτάδι της ανυπαρξίας. Σκέπτομαι πως μονάχα ένας ζωγράφος μπορεί να φτάσει, ως ποιητής, σε μια τέτοιας έντασης παρομοίωση και μεταφορά. Από την άλλη όμως οι μικροχαρές της ζωής είναι φάρμακο αισιοδοξίας, αφού, ακόμη και κοντά στη δύση του βίου, αρκεί να πιεις με τη ψυχή σου ένα κρασί για να νιώσεις μικρός θεός / και νικητής του χρόνου.
Ο Στεφανάκις προστρέχει διαρκώς στις αρχέγονες σταθερές της ζωής. Από μικρός μάζευα πέτρες / πέτρες σε σχήμα καρδιάς / μα και φωτιάς και τόξου, γράφει. Η πέτρα έχει υπομονή και διδάσκει καρτερικότητα και σταθερότητα στις απόψεις. Οι ασάλευτες πέτρες γνωρίζουν καλύτερα τον κόσμο / από τον Χόκινγκ, όμως ο ποιητής φοβάται πως δεν (θα) έχουν μέλλον, αφού ο σύγχρονος άνθρωπος οδήγησε τη ζωή σε τέτοια πολιτισμική αθλιότητα που την απομακρύνει από τα ριζιμιά της στηρίγματα.
Η νοσταλγία του Στεφανάκι για το αρχέγονο, το ριζιμιό, το παλιό, το απλό, το απέριττο, δεν έχει φολκλορικό χαρακτήρα ούτε εκπηγάζει από κανενός είδους πριμιτιβισμό, αντίθετα εκφράζει την αγωνία του για την αλλαγή του τρόπου ζωής, των ηθών, και για την εκποίηση των αξιών στις μέρες μας.
Στο ποίημα «Στο αλώνι», που αφιερώνεται στον ποιητή Κώστα Ριζάκη, ένα από τα πολλά ποιήματα αυτοαναφορικότητας, ένα παιδί μετράει τ’ άστρα, ανάσκελα στ’ αλώνι του χωριού του, μιαν εποχή αθωότητας, κι αυτή η μελέτη θα είναι η απαρχή της μαθητείας του στον φυσικό κόσμο, προκειμένου να γίνει ο κατοπινός εικαστικός καλλιτέχνης (αλλά κι ο ποιητής), αφού στο τέλος τα χέρια του / γέμισαν φως.
Στο ποίημα «Τραγούδι» ο Στεφανάκις αναφέρεται στην νομοτελειακή αλληλοεπιχώρηση που επισυμβαίνει στη ζωή και στη φύση και εκφράζεται πολλαπλασιαστικά και λυτρωτικά μόνο ως ποίηση και, κυρίως, ως ομογενο-ποίηση της πίκρας του καθενός μας.
Στο ακόλουθο ποίημα της πρώτης ενότητας συνομιλεί, μ’ έναν τρόπο, με τον Ανδρέα Εμπειρίκο:
Η ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ
Κρατώ το σχήμα των βουνών
και τη βουή του κόσμου
κρατώ τον ίσκιο της ελιάς
και την οργή τ’ ανέμου
πάνω στο κύμα
που έρχεται να σβήσει
σ’ άλλο κύμα
Τ’ ανοίγω πάλι
κι άλλαξε
η μνήμη των πραγμάτων
Ο Εμπειρίκος στο ποίημά του «Διάφανες αυλαίες» γράφει: Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες / όταν τ’ ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχει / όταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου ό,τι ποθώ.
Σ’ αυτή την πρώτη ενότητα εντάσσεται και το ποίημα «Σαν πετραμύγδαλο» του οποίου οι στίχοι: Θέλω όπως το πετραμύγδαλο / να σπάσω τη λέξη / να μιλήσω απλά, εκτός από το Σεφερικό βάθος τους, εισάγουν στην επόμενη ενότητα του βιβλίου, στην οποία κυριαρχεί η προβληματική για τη λειτουργία του Λόγου στην ανθρώπινη δημιουργία.
Κοίλο καινό χαρακτηρίζει τη Λέξη ο ποιητής και ο παιδεμός του με τα υλικά της γλώσσας και της γραφής αποτυπώνεται ανάγλυφα στο ακόλουθο ποίημα:
ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ ΤΗ ΛΕΞΗ
κι αν γράφονται
πού στ’ αλήθεια νά ‘βρεις
εκείνη τη γαμημένη τη λέξη
μαχαιριά
τη λέξη χάδι
στο τέλος της γραφής
Εδώ καλά καλά δεν είμαι σίγουρος
αν οι ζωγραφιές γίνονται με χρώματα
Ακόμη, στη δεύτερη ενότητα, διαβάζουμε ποιήματα για τη μοναξιά του δημιουργού αλλά και για τη μοναξιά του ευαίσθητου ανθρώπου μέσα στη μιζέρια και την απανθρωπία της μεγαλούπολης. Μια οικολογική διάθεση είναι προφανής σε ποιήματα όπως το «Πορτοκάλι» και «Ελλάδα», ενώ στο τελευταίο ποίημα του βιβλίου η μέρα-ζωή σαν εραστής-χρόνος χάνεται μέσα στη νύχτα-θάνατο κι η λάμψη της ύπαρξης σβήνει μες στο σκοτάδι της ανυπαρξίας. Ας δούμε το κείμενο:
ΕΝΑ
σαν εραστής
χάθηκε μες στη νύκτα
και καθετί χρώμα και φως
στο μαύρο γίναν ένα
Κλείνοντας αυτή την ανάγνωση θα έλεγα για τους εικαστικούς που βηματίζουν στην ποίηση ότι, εξαιρώντας την περίπτωση του Νίκου Εγγονόπουλου η καλλιτεχνική υπόσταση του οποίου συνίσταται ισοδύναμα στη ζωγραφική και στην ποίηση, η εμφάνιση του Γιάννη Δ. Στεφανάκι στη λογοτεχνία, με την πρώτη του ποιητική συλλογή, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, περισσότερο κι από του Γιάννη Τσαρούχη ή του Γιώργου Μαυροΐδη, και μου δημιούργησε ίδιας έντασης συγκίνηση μ’ εκείνη που ένιωσα διαβάζοντας τα πρώτα ποιήματα του Νίκου Χουλιαρά.
Γιώργος Χ. Θεοχάρης