Του Γιώργου Βέη
«Η ποίηση είναι ένα όπλο απ' την ανάποδη ∙ ζωογονεί ό, τι πετυχαίνει».
Γιώργος Βαρθαλίτης, Ο καθρέφτης της Ηρωδιάδος
Είναι το πέμπτο ποιητικό βιβλίο του. Προηγήθηκαν τα εξής: Όρθρου βαθέος (1988), Φυσική ιστορία (1991), Κρυμμένη εικόνα (1999) και η βραβευμένη από το περιοδικό «Διαβάζω» Χρονογραφία (2007). Πάντα από τις εκδόσεις «στιγμή».
Όπως έχω ήδη επισημάνει (βλ. «Βιβλιοθήκη», εφ. «Ελευθεροτυπία», 18 Σεπτεμβρίου 2009) από την πρώτη του εμφάνιση στο πεδίο των απαιτητικών κειμενικών εφαρμογών έως σήμερα, ο στίχος του Γιώργου Γώτη επιμένει να αποτυπώνει τις διακυμάνσεις, τις ευρύτερες ανακατατάξεις και τις συναφείς ρήξεις, οι οποίες παρατηρούνται στην εξέλιξη των σχέσεων Εγώ – Εκείνο. Δεν ενδίδει στους ισχυρούς πειρασμούς της επιφανειακής παράθεσης δεδομένων, στους οποίους υποκύπτουν οι πολλοί, επαληθεύοντας έτσι τις εκτιμήσεις όλων εκείνων, οι οποίοι διέγνωσαν εγκαίρως την ικανότητά του να αποδελτιώνει με νηφαλιότητα μοιραία πάθη και οριακές ανυψώσεις – φωτίσεις του καθημαγμένου προσώπου της καθημερινότητας. Πιθανότατα η ιατρική του παιδεία να έχει παίξει αποφασιστικό ρόλο στην πολύπτυχη, πάντως ακριβοδίκαιη μελέτη της παθογένειας του χρόνου, της αλληγορίας των γενέθλιων τόπων, της μυθολογίας των ερώτων, της μεταφυσικής του ονείρου, της αβελτηρίας του υποκειμένου να επανεκτιμήσει τον άλλον, και όχι μόνον. Πρόκειται για μια μη προβλέψιμη γραφή, η οποία σαφώς έχει ασκηθεί να παρακολουθεί με ιδιαίτερη άνεση τόσο τις αποφασιστικές εμπειρίες του σώματος, όσο και τις καίριες επινοήσεις του εποπτικού ποιητικού νου. Συγκρατώ ότι ο Γιώργος Γώτης, χωρίς να παύει να ενδιαφέρεται ενεργά για την ειδικότερη αναγνωστική πρόσληψη, διατηρεί συστηματικά σε υψηλά επίπεδα την ποιότητα «του παιχνιδιού του σημαίνοντος».
Από το ποίημα, το οποίο έδωσε τον τίτλο στην κρινόμενη σήμερα συλλογή, συνάγεται εξ όνυχος η ειδικότερη πρόθεση της γραφής, το πάγιο λεκτικό ήθος, οι υποβλητικοί τρόποι ανάπτυξης του πρωταρχικού σχεδίου, ο εντοπισμός και η περαιτέρω αβίαστη διερμηνεία της κρίσιμης λεπτομέρειας, η διεξοδική αξιοποίηση του ζοφερού ή μη φορτίου της καθημερινότητας, η εμμονή στην ακριβολογία της κεκραμένης σήμανσης και βεβαίως η αφομοιωμένη εικονοφιλική παράδοση της δημιουργικής μας γραφής. Οι σεφερικοί απόηχοι είναι ευδιάκριτοι, ενώ ο συγχρωτισμός με τα τοπία του Τάσου Λειβαδίτη ή τους ένδον λειμώνες της Κικής Δημουλά υποδηλώνουν ασφαλώς αγχιστείες, ενσωματωμένες επιρροές στον κυρίως ποιητικό κορμό και πρόσφορες εκλεκτικές στάσεις. Εδώ επίσης ακούγεται καθαρά και η διδαχή του βιβλικού Εκκλησιαστή. Ως μια καλώς συγκερασμένη παραλλαγή του θέματος της αυταπάτης και της ματαιότητας των ματαιοτήτων, οι οποίες είθισται να κατατρύχουν το ανθρώπινο είδος από την αρχή του σχηματισμού του, το «Δίχως χάρτη» έρχεται να μας υποδείξει απαντοχή και σθένος κατά την οριστική πτώση. Αυτό το στοιχείο του ηρωικού στωικισμού φρονώ ότι διακρίνει τα περισσότερα ποιήματα του βιβλίου. Παραθέτω για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής αυτούσιο το εν λόγω ποίημα: «Περνά ο καιρός και της μικρής ζωής η ιστορία / χώρα γίνεται. Δικό της χάρτη αποκτά / που μεγαλώνει διαρκώς μέχρι να την σκεπάσει. / Την ταξιδεύουμε μόνοι. / Μέσα της επικάθονται των ημερών οι πεδιάδες. / Των εποχών σμιλεύουν το ανάγλυφο / ένα κομμάτι μόνο / γίνεται μέρος της αφής μας. / Χρόνων προσχώσεις μας αλλάζουν. / Και περιμένουμε να φτάσει ο γεωγράφος / κρατώντας το αποτύπωμα απ’ τον δικό μας χάρτη». (Βλ. σ. 36). Αρκεί να παραβάλει κανείς τα ανωτέρω με τις ανάλογες εκφορές από προηγούμενες καταθέσεις για να αντιληφθεί τη διαχρονική εμμονή στη συνέπεια του ομιλήματος. Εννοώ τα εξής: «τότε η σκοτεινιά των ημερών θα γίνει / του κρεβατιού μας ο χρυσός / στο στρογγυλό τραγούδι μου / θα κάνει η ζωή σου κύκλους. / Για να μας βγάλει στον αφρό / μια αναγκαία παραμόρφωση απαλή / όπως παίρνει ο βράχος / από το κύμα σχήμα» «Της άνοιξης και ο Απρίλιος που έχει / το εξ ακανθών, πλεγμένο / με της κάθε μέρας / τα σαρκοβόρα θελκτικά φυτά. / Με την ελπίδα σε φρικτήν ερημίαν / και το πολύ αργά και κάτι. / Ένα μαγιάτικο και ένα ακάνθινο στεφάνι / με τη μεταξωτή λευκή κορδέλα του μαζί δεμένα / μεταμορφώνονται μες στην εφήμερη ευτυχία μας / και εναλλάσσονται. / Μας επισκέπτεται ο χρόνος και διατάζει / αλλαγές ενώ εμείς αντιστεκόμαστε / να τον περιφρονούμε επιμένουμε» και το οκτάστιχο «Δρόμοι που παίρνουμε μαζί / στο κάθε μας ταξίδι / για να μπορούνε διαρκώς / πίσω να μας γυρίζουν / να κατοικήσουμε ξανά / τις ίδιες πάντα λέξεις / που είναι η πατρίδα μας / η αληθινά δική μας» (βλ. Χρονογραφία, σσ. 10, 30 και 48 αντιστοίχως).
Το συνήθως χειμαζόμενο ποιητικό υποκείμενο καταβάλλει και σήμερα κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε να περάσει από τον απτό κόσμο της εξ αντικειμένου πραγματικότητας στην ανέκκλητη ανυπαρξία με το κεφάλι ψηλά, ει δυνατόν ψυχικά αλώβητο. Έστω εν προκειμένω τα εξής ενδεικτικά από το μέσον του βιβλίου: «...ανερχόμενη γνώση να γίνει η πτώση / στο άγνωστο χόρτο μιας πλαγιάς / στο χώμα μιας πλατείας όπου / ανεμόσκαλες πλασματικές προσφέρουν / τα φανταστικά τους σκαλοπάτια / για να αποκτά μέχρι τα έγκατα η κάθοδος βηματισμό / κι από παντού να λαχταρούν χωρίς ανάσα / γνώριμοι θεατές ωχροί, που κάποτε ερωτεύτηκαν / και δίπλα μας περπάτησαν, φόρο τιμής να ρίχνουν / το τελευταίο της ανάμνησης κέρμα τους / στης ζωής μας το τρύπιο καπέλο». ( βλ. «Ανεμόσκαλα», σ. 32 επ.). Η παρηγορία των προσωδιακών στίχων, όπως φέρ΄ ειπείν ουσιώνεται στο δεύτερο, στο ένατο και στο εικοστό έκτο κομμάτι της συλλογής, με τίτλο «Οι χτίστες», «Στον Άγιο» και «Ομόκεντροι» αντιστοίχως, φαίνεται εν τέλει να συνιστά ένα είδος υποθήκης εις εαυτόν, υπερασπιζόμενη με το ανάλογο τακτ την καλλιέργεια ενός σαφώς επαναμαγευμένου ποιητικού ιδιώματος. (Βλ. σσ. 12, 26 και 53). Η καλλιέργεια αυτού ακριβώς του φωνήματος καθιστά το βίο άξιο λόγου. Οι συγκυρίες είναι βεβαίως κατά κανόνα εναντιωματικές. Η μετανεωτερική συνθήκη συνήθως εξανδραποδίζει το ποιητικό εγώ. Παρά ταύτα ο Γιώργος Γώτης δείχνει σταθερά προς το δρόμο που «χαράζεται ξεχωριστός, νέα πορεία / σκιά διαβαίνεις σε καθρέφτη αδειανή / των λόγων τη χάρη». (Βλ. «Η ζυγαριά», σ. 52). Το πινδαρικό σκιάς όναρ μπορεί τουλάχιστον να φθέγγεται /γράφει /άδει ακόμη την τόλμη. Ίσως από την άποψη αυτή να επαληθεύεται πλήρως κι εδώ η προοπτική του Ρενέ Σαρ, ήτοι: «Nous n’ avons qu’ une resource avec la mort, / faire de l’ art avant qu’ elle». *
Γιώργος Βέης
* αποδίδω πρόχειρα: «Μόνο έτσι αντιμετωπίζουμε το θάνατο, / προτού μας προλάβει, να κάνουμε τέχνη».