Για την ποιητική συλλογή της Ειρήνης Ρηνιώτη «Κόκκινη γραμμή» (εκδ. Άγρα). Στην κεντρική εικόνα, έργο της Chiharu Shiota.
Γράφει η Άλκηστις Σουλογιάννη
Η Ειρήνη Ρηνιώτη ενίσχυσε προσφάτως την καθ’ ημάς πολιτισμική αγορά με ένα εξόχως ενδιαφέρον δείγμα ενιαίου δημιουργικού λόγου που αντιπροσωπεύει η ποιητική συλλογή υπό τον τίτλο Κόκκινη γραμμή (εκδ. Άγρα).
Ήδη, από τη σύνθεση της ποιητικής συλλογής υπό τον τίτλο Η κυρά των άστρων (1997) η λογοτεχνική παραγωγή της Ειρήνης Ρηνιώτη άρχισε να επιδεικνύει ιδιαίτερη όσο και σταθερή σημασιολογική και αισθητική ποιότητα, όπως εξελίχθηκε στις επόμενες ποιητικές συλλογές υπό τους τίτλους Η μέθη των μύθων (2000), Η ανθοφορία της σιωπής (2008), Ίλιγγος (2011), κυρίως στη συλλογή Μια βόλτα μόνο (2016), ενώ στοιχεία που προειδοποιούσαν για την εξέλιξη αυτή εντοπίζονται σε προγενέστερες ποιητικές συλλογές, όπως αυτές υπό τους τίτλους Των ανέμων και της θύελλας (1988) ή Εξόριστο φως (1995).
Ενιαία μορφή κειμένου χωρίς στίχους
Τώρα στη νέα, εντυπωσιακή ποιητική συλλογή υπό τον τίτλο Κόκκινη γραμμή η Ειρήνη Ρηνιώτη συνδέει με ευρηματικό τρόπο την οικονομική διαχείριση της αφηγηματικότητας σε ενιαία μορφή κειμένου με έντονο ρυθμικό χαρακτήρα και χωρίς την αρχιτεκτονική των στίχων, με τη σχεδόν μόνιμη παρουσία του φαινομένου της μεταφοράς σε συνεχή διάλογο με την αφοριστική διατύπωση, με την αδιάλειπτη ανάπτυξη της εσωτερικής πραγματικότητας σε συνδυασμό με τη δημιουργική απόδοση του πραγματικού, ενώ εντυπωσιακές γραμματικές εικόνες με ιδιαίτερη σημασιολογική και αισθητική φόρτιση αποδίδουν το εικαστικό και το συνακόλουθο συνδηλωτικό ισοδύναμο.
Υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις, η ανά χείρας συλλογή φαίνεται να καταργεί τα όρια ανάμεσα σε διαφορετικά (κατά τη γραμματολογική τακτοποίηση) είδη λογοτεχνικής παραγωγής, και ως εκ τούτου είναι σαφές ότι προβάλλει χαρακτήρα ενιαίου δημιουργικού λόγου.
Στη δομή της συλλογής συμμετέχουν είκοσι ένα κείμενα ανεξάρτητα, κείμενα οργανωμένα σε δύο ενότητες (επτά κείμενα και είκοσι τέσσερα κείμενα, αντιστοίχως), ενώ τρεις συνθέσεις οδηγούν προς την έξοδο του κειμενικού κόσμου ως μια μορφή σημασιολογικής και αισθητικής στέψης για την ομολογία εκλεκτικών συγγενειών.
Τα σημαινόμενα της ποιητικής συλλογής διεκπεραιώνει λόγος βιωματικός, πλήρης συναισθήματος ενίοτε πικρού, παραστατικός, αφοριστικός, συνδηλωτικός, συχνά απροσδόκητος και παραβολικός, ρυθμικός, ενισχυμένος με την αμεσότητα της προφορικής, συχνά εξωκειμενικής επικοινωνίας.
Στο πλαίσιο αυτό αναγνωρίζουμε ευρηματική αξιοποίηση εννοιών, όπως είναι το ευρύ φάσμα διαπροσωπικών σχέσεων στη διάσταση της επικοινωνίας και της αντιπαράθεσης, το τρίπτυχο έρως-αγάπη-φιλία και το τρίπτυχο σώμα-ψυχή-νους, ο εσωτερικός άνθρωπος και το κοινωνικό προσωπείο του, η συνάντηση της αντικειμενικής και της υποκειμενικής πραγματικότητας με την εμπλοκή του ονείρου και της φαντασίας, η μνήμη ως περιεχόμενο του προσωπικού χωροχρόνου και οι κύκλοι του γενικού χρόνου, ακόμα: πόθοι και πάθη, ελπίδα και φόβος, οδύνη και συντριβή, άνοδος και πτώση, φως και σκιά, μορφές ύλης που συγκρατούν και διασώζουν όσα ανήκουν στις διαστάσεις της άυλης πραγματικότητας (του θανάτου συμπεριλαμβανομένου), επίσης: η βιωματική και συνδηλωτική σχέση ανάμεσα στον εσωτερικό άνθρωπο και στο φυσικό περιβάλλον.
Οι έννοιες αυτές συγκλίνουν στην παραβίαση των ορίων ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο ως μια δεσπόζουσα κοινή συνισταμένη και σταθερή εστίαση ενδιαφέροντος κατά την οργάνωση του κειμενικού κόσμου, με τη διαρκή συνύπαρξη/συμβίωση ζώντων και νεκρών, έστω και αν οι νεκροί έχουν εξορισθεί σε περιοχές της άυλης πραγματικότητας.
Και υπ’ αυτές τις συνθήκες, έχουμε τη δυνατότητα να ανιχνεύσουμε διαύλους για τη δημιουργική πρόσληψη του τίτλου της ποιητικής συλλογής, αξιοποιώντας μάλιστα ως «συναισθηματικόν οδοδείκτη» (χρήσιμη η παραπομπή στον Ρίχαρντ Βάγκνερ) την εικαστική επιλογή που προσδιορίζει τη σύνθεση του εξωφύλλου.
Τα σημαινόμενα της ποιητικής συλλογής διεκπεραιώνει λόγος βιωματικός, πλήρης συναισθήματος ενίοτε πικρού, παραστατικός, αφοριστικός, συνδηλωτικός, συχνά απροσδόκητος και παραβολικός, ρυθμικός, ενισχυμένος με την αμεσότητα της προφορικής, συχνά εξωκειμενικής επικοινωνίας.
Έχει ενδιαφέρον να επιμείνουμε σε αποσπάσματα δηλωτικά ύφους για τη λογοτεχνική γραφή της Ειρήνης Ρηνιώτη, όπου εντοπίζουμε ευρηματική αξιοποίηση του φαινομένου της μεταφοράς, ανεξάρτητα από περιβάλλοντα συμφραζομένων, π.χ.:
«Θεριεύει στο νου το χορτάρι της θύμησης»,
«Ας επιστρέψουν τα κουρέλια τους οι ασπόνδυλες ώρες»,
«Ένα αραβικό άλογο καλπάζει στο μυαλό μου. […]. Η χαίτη του, μια ολόμαυρη εσάρπα στιλπνή που με τυλίγει»,
«η μοναξιά της πλώρης τον χτυπούσε αλύπητα»,
«Μόνο στο βλέμμα της βρυχάται η τρικυμία»,
«Ο ήχος της πραγματικότητας, οξύς και συνεχής, όπως ο ήχος ενός πριονιού, τεμαχίζει τις στιγμές δημιουργώντας ρινίσματα εντυπώσεων, εικόνων και λόγων»,
«Στο βάθος του ορίζοντα οι καμπύλες των δελφινιών σχεδιάζουν αναπάντεχα τόξα ζωής στις ράχες των κυμάτων»,
«Με συντροφεύουν οι νεκροί, ατάραχοι στη συμφορά, απαθείς στη φθορά, συνεπείς στην απουσία»,
«Ο χρόνος τυλίγει το σώμα μου, όπως η καταχνιά τα κλαδιά πριν πέσει η ομίχλη», «σπάζουν τα ελατήρια της μνήμης»,
«Η οδύνη γλιστρά αθόρυβα στις κυλιόμενες σκάλες της θλίψης»,
«Αντηχεί στο σώμα μου η βροχή»,
«Στις θημωνιές της ύπαρξης στρώνει μετάξι ο πόνος».
Σε ομόλογο υφολογικό κλίμα εντοπίζουμε την αφοριστική διατύπωση, π. χ.:
«Τράβηξα μια κόκκινη γραμμή ανάμεσα σ’ εμένα και στους ζωντανούς που πενθώ», «Πενθώ μ’ αγκάθια θρύψαλα»,
«Ο κατακερματισμένος χρόνος πάλλεται»,
«Όταν σου μιλώ, νιώθω πως είμαι εσύ που διαρκώς μου διαφεύγεις»,
«Δυσεπίλυτα τα δεσμά εκεί όπου αγάπησα ή ήλπισα, έστω».
Οι γραμματικές εικόνες
Από τα αποσπάσματα αυτά καθίσταται φανερή η ποιότητα των γραμματικών εικόνων, όπως άλλωστε εντοπίζουμε σε περαιτέρω συγγενή παραθέματα, όπως:
«Όπου κι αν την αγγίξω, σκιρτά η μνήμη, […]. Αφήνει ένα ράγισμα στα μάτια. Μεταμορφώνει σε καταρράκτη το αίμα. Γίνεται γκρεμός. Γίνομαι πέτρα. Γλιστράω στα βάθη του»,
«Προσηλωμένοι μονομερώς στην ύπαρξή μας, αναζητούμε σε ημιτελείς αυτοπροσωπογραφίες το πρόσωπό μας, ζωγραφίζοντας πιθανές εκδοχές του εαυτού μας σε πορτραίτα μελλοθανάτων»,
«Με διεσταλμένο το μάτι της αυτεπίγνωσης, κρατώ το κομμένο κεφάλι μου αποφασισμένη να δω το πρόσωπό μου»,
«Γέρνει, διαρκώς γέρνει το κυπαρίσσι. Ραγίζει τον μαντρότοιχο σχεδιάζοντας ρωγμές πάνω στην πέτρα. Πήραν οι ρίζες τον ανήφορο. […]. Διασχίζουν το σκοτάδι, […]. Όσοι αναπαύονται στον ίσκιο του κυπαρισσιού δεν ησυχάζουν. Τεντώνουν τ’ ακροδάχτυλα, σηκώνονται στις μύτες των ποδιών, σκαρφαλώνουν αδιάκοπα, ώσπου κάποτε ξεμυτίζουν στο φως. Σήμερα σκόνταψα στους κόμπους των μαλλιών τους που είναι άναρχα πλεγμένα με τις ρίζες»,
«Με αφυπνίζουν τ’ αγκάθια του πρωινού που – σαν άγριο τριαντάφυλλο – προεξέχουν στην κορφή της μέρας».
Η Ειρήνη Ρηνιώτη γεννήθηκε το 1964 στην Αθήνα. Σπούδασε στη Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, στο Πρόγραμμα Σπουδών «Ελληνικός Πολιτισμός», και ολοκλήρωσε με επιτυχία τις Μεταπτυχιακές σπουδές της στο Μ.Π.Σ. «Δημιουργική Γραφή» του ιδίου Πανεπιστημίου. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, του Κύκλου Ποιητών, καθώς και του Ελληνικού Κέντρου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου ως ηθοποιός. Έχει εκδώσει δέκα ποιητικές συλλογές. Οι τέσσερις τελευταίες, Η ανθοφορία της σιωπής (2008), Ίλιγγος (2011), Μια βόλτα μόνο (2016), Κόκκινη γραμμή (2023), κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Άγρα. Η ποιητική συλλογή της Μια βόλτα μόνο (2016) έλαβε το Βραβείο Αικατερίνης Σταθοπούλου της Ακαδημίας Αθηνών το 2017. Ποιήματά της έχουν περιληφθεί σε ανθολογίες και έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες, ενώ ορισμένα μελοποιήθηκαν από τον Θάνο Μικρούτσικο, τον Μάνο Αβαράκη και τον Παναγιώτη Κωνσταντακόπουλο. |
Ενώ γραμματικές εικόνες ως σημαντικά παραδείγματα για τη δημιουργική απόδοση του πραγματικού με την εμπλοκή του φαινομένου της μεταφοράς αντιπροσωπεύουν ολόκληρα τα κείμενα υπό του τίτλους «Εμφύλιος», «Ηλιοτρόπιο», «Αναρρίχηση», «Bergamo».
Εξάλλου, σημαντικά στοιχεία ύφους αποτελούν και ορισμένα δείγματα μεταγλωσσικότητας, στη διάσταση της αξιοποίησης γλωσσικών στοιχείων και φαινομένων ως δομικού υλικού για τη σύνθεση λογοτεχνικού κειμένου, ανεξάρτητα από την κοινή χρήση της γλώσσας ως οχήματος για τη μετάδοση πληροφοριών, π.χ.:
«Όσο κι αν πάσχισα να σε κρατήσω, σκάλιζες με τα νύχια σου τα σπλάχνα μου ώσπου, τελείως τυφλός, πέρασες την κόκκινη γραμμή με μιαν ιδιοτέλεια που κραύγαζε την απληστία επηρμένων φωνηέντων, κι ας ασφυκτιούσαν τα σύμφωνα σφαδάζοντας με συριγμούς»,
«Αχ, το περιπόθητο χ της λαχτάρας καίει μέσα μου χίλια καμίνια»,
«Το αλιευτικό βγήκε στην ακτή κατάφορτο λέξεις. Λέξεις που σπαρταρούσαν αμφισημία. Όλες σε ιριδίζουσες αποχρώσεις […]. Ο ψαράς χαμογέλασε πηδώντας στη στεριά με πόδια γυμνά, […], ενώ τα χέρια του ανίχνευαν σημασίες ψηλαφώντας επιδέξια τα δίχτυα των νοημάτων. Έπιανε μια μια τις λέξεις και, αφού ξερίζωνε τα ασθμαίνοντα βράγχια […], τις απολέπιζε από το ασήμι των εντυπώσεων, τις ξέπλενε με νερό […] και τις τοποθετούσε, έτσι γδαρμένες κι αγνώριστες, σ’ ένα πανέρι εννοιών»,
«Ύστερα, χωρίς δισταγμό, μονώνει τις χαραμάδες στις πόρτες φορώντας τις λέξεις κατάσαρκα, νιώθοντας τα λεπίδια των γιώτα σφηνωμένα στο στήθος και τις καμπύλες των όμικρον να σφίγγουν τον λαιμό, με μια γλώσσα που χαράσσει τα λάθη μας στις αναπάντεχες ρωγμές της».
Αυτοαναφορικότητα
Εντοπίζουμε ωσαύτως και ορισμένα δείγματα για την αυτοαναφορικότητα της λογοτεχνικής γραφής, όπως:
«όπου κι αν την αγγίξεις σκιρτά η μνήμη, σου λέω, γιατί ανένδοτη αντιστέκομαι στο μένος της αρθρώνοντας στίχους παλιούς που επιμένουν, γράφοντας το ίδιο ποίημα διαρκώς»,
«Είμαι μια πινελιά της Guernica, ένα κόκκινο που διέφυγε από τον πίνακα για να πυρακτώσει το ποίημα»,
«Βλέποντας τον φθόνο να παραβιάζει το υπόγειο του αντικρινού […] μισοφωτισμένου σπιτιού και να εισβάλλει στις καρδιές των ενοίκων προκαλώντας μίσος και διχόνοια, δύο σκέψεις μού πέρασαν από το νου. Να βάλω τις φωνές για τον κίνδυνο, έτσι ώστε ν’ αποφευχθεί το έγκλημα, ή να παραμείνω στο παράθυρο για να δω τη συνέχεια […], ελπίζοντας ότι η σύγκρουση, η οδύνη και η συντριβή θα πυροδοτήσουν ένα μελλοντικό ποίημα»,
«Ας υποθέσουμε ότι φτάνουμε κάποτε εκεί, στο έσχατο σημείο της ιστορίας, στις ακροτελεύτιες επάλξεις της ύπαρξης. […]. Τότε, μέσα στο βλέμμα της απόγνωσης, θα γεννηθεί ο κόσμος από την αρχή και θα γραφτεί με φως το νέο ποίημα»,
«Οι στρατιές του εφήμερου παρελαύνουν μπροστά στο ποίημα που σπαρταράει στην αγχόνη».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα μικρά κείμενα-μινιατούρες με μεγάλη πυκνότητα λόγου, όπως ισχύει στην ενότητα υπό τον τίτλο «Στιγμιότυπα».
Με τον τρόπο αυτόν, τα κείμενα αποκαλύπτουν αφενός δυνατότητες αξιοποίησης της γλώσσας ως σημαίνοντος και ως σημαινομένου, και αφετέρου διεργασίες που προσδιορίζουν τη λειτουργία ενός εργαστηρίου δημιουργικής γραφής, σύμφωνα με τις αποδεδειγμένα οριστικοποιημένες απόψεις και τις επιλογές της Ειρήνης Ρηνιώτη.
Καθώς ακολουθούμε υπ’ αυτές τις συνθήκες την ανάπτυξη της δημιουργικής γραφής της Ειρήνης Ρηνιώτη, επισκεπτόμαστε κείμενα περισσότερο ή λιγότερο εκτενή με αμέσως προσλαμβανόμενο ρυθμό, ο οποίος παράγεται από τον συνδυασμό του μήκους λέξεων, φράσεων, προτάσεων με τη θέση του τόνου, με ποικίλες παρηχήσεις, καθώς και με τη χρήση της στίξης.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα μικρά κείμενα-μινιατούρες με μεγάλη πυκνότητα λόγου, όπως ισχύει στην ενότητα υπό τον τίτλο «Στιγμιότυπα». Εδώ κατά την ανάπτυξη είκοσι τεσσάρων μικρών κειμένων παρακολουθούμε σταδιακή και υπό μία έννοια αναλογική μείωση του αριθμού των λέξεων σε κάθε κείμενο, πράγμα που συνεπάγεται αντιστοίχως αυξανόμενη πύκνωση σημαινομένων, με εμβληματική κατάληξη στο εικοστό τέταρτο κείμενο, που αντιστοιχεί σε μία μόνη λέξη («Νυχτώνει»), η οποία συνοψίζει την ποιότητα στη σημασιολογική και αισθητική δομή της ενότητας, λειτουργώντας ταυτόχρονα ως σήμανση εξόδου από αυτήν.
Τη διατύπωση και διεκπεραίωση των σημαινομένων στην προ οφθαλμών ποιητική συλλογή η Ειρήνη Ρηνιώτη έχει αναθέσει σε μια γοητευτική ομιλούσα φωνή με πολλαπλά προσωπεία [...]
Ακριβώς στο πλαίσιο αυτής της δομής εντοπίζουμε μια πρόταση της Ειρήνης Ρηνιώτη για το χαϊκού, σύμφωνα με την οικονομία της παραδοσιακής μορφής του είδους: «Οι προσδοκίες στήνουν ξόβεργες για να με παγιδεύσουν», καθώς και μια πρωτότυπη εκδοχή για το χαϊκού κατ’ ελάχιστη απόκλιση από την παραδοσιακή μορφή του, σύμφωνα με τη συγκριτική αντίληψη της Ειρήνης Ρηνιώτη: «Το χορτάρι γίνεται καρφί σε ολόγυμνη φτέρνα».
Εξάλλου, η Ειρήνη Ρηνιώτη έχει ενισχύσει την οργάνωση του κειμενικού κόσμου αφενός με στοιχεία από τη δημιουργική ανάγνωση έργων τέχνης (Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, Βίνσεντ βαν Γκογκ, Πάμπλο Πικάσο, Σαλβαδόρ Νταλί), όπου αναγνωρίζουμε τεκμηρίωση κριτικής και συνδηλωτικής αντίληψης, και αφετέρου με διακειμενικές αναφορές (Γιώργος Σεφέρης, Κώστας Γ. Καρυωτάκης, Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Αλμπέρ Καμύ, Τζόζεφ Κόνραντ, Βιρτζίνια Γουλφ, Αρθούρος Ρεμπώ, Σύλβια Πλαθ), όπου αναγνωρίζουμε τεκμηρίωση ομολογίας για εκλεκτικές συγγένειες, για γνωστικό και βιωματικό φορτίο, για ανάπτυξη προσωπικής μυθολογίας με επιλεκτική επισήμανση πληροφοριών.
Στο πλαίσιο αυτό, και κατά ρητή δήλωση της Ειρήνης Ρηνιώτη, όπως εντοπίζουμε στις Σημειώσεις που συμπληρώνουν την έκδοση, εμπλέκεται και υλικό από την ποιητική συλλογή της υπό τον τίτλο Η μέθη των μύθων ως ένα δείγμα εσωτερικής διακειμενικότητας, που (φαίνεται να) δηλώνει σημασιολογικό αρμό στη συνοχή ενός πρωτότυπου, προσωπικού λογοτεχνικού σύμπαντος.
Τη διατύπωση και διεκπεραίωση των σημαινομένων στην προ οφθαλμών ποιητική συλλογή η Ειρήνη Ρηνιώτη έχει αναθέσει σε μια γοητευτική ομιλούσα φωνή με πολλαπλά προσωπεία που αποδίδει με ιδιαιτέρως παραστατικό τρόπο λεπτομέρειες από τα προϊόντα των αισθήσεων και από το περιεχόμενο των συναισθημάτων, ενώ παράλληλα λειτουργεί τόσο ως πρωτοπρόσωπος όσο και ως τριτοπρόσωπος αφηγητής που μεταφέρει πληροφορίες για καταστάσεις ιδιαίτερης φόρτισης, όπου εμπλέκεται και η ίδια εξ υποκειμένου και εξ αντικειμένου.
Τούτων δοθέντων λοιπόν, είναι αυτονόητο το ενδιαφέρον για τη συνέχεια, με την προσήκουσα ως απαραίτητη προϋπόθεση συνέπεια, σε ό,τι αφορά τη λογοτεχνική παραγωγή της Ειρήνης Ρηνιώτη, καθώς μάλιστα μέχρι στιγμής (τουλάχιστον) αυτή η παραγωγή προσδιορίζεται από δημιουργική ευρηματικότητα και πρωτοτυπία.
* Η ΑΛΚΗΣΤΙΣ ΣΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ είναι διδάκτωρ Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και κριτικός βιβλίου. Τελευταίο της βιβλίο, η μελέτη «Ο δημιουργικός λόγος του Γιώργου Χειμωνά» (εκδ. Παρατηρητής).
Ποιήματα από την έκδοση
Συναντηθήκαμε στις όχθες τ’ ουρανού. Πλάνιζε τον κορμό μιας λεύκας. Με ροκανίδια ύφαινε διάστικτο ρούχο, όπου επάνω του κεντούσαν οι μοδίστρες των νεφών σκίουρους, πουλιά και φύλλα.
Σαν έρθει η ώρα το φοράς, είπε. Ν’ απλώσεις ρίζες μες στη γη. Να γίνεις δέντρο.
(το ποίημα «Συνάντηση»)
Όπου κι αν την αγγίξεις σκιρτά η μνήμη. Και δεν μιλώ για θάνατο. Μιλώ για αναχωρήσεις, αιφνίδια πετάγματα κι ακούσιους χωρισμούς, γιατί είναι στέρφα πλέον η γη όπου ο εφησυχασμός άνθιζε έναν κήπο.
(το ποίημα Α’ από την ενότητα «Κόκκινη γραμμή»)
Η ζωή κραδαίνει το μαστίγιό της στον αέρα, ιχνογραφώντας χάντρες ματιών στα φτερά μιας πεταλούδας.
(το ποίημα 8 από την ενότητα «Στιγμιότυπα»)
Έστησε τα ξυράφια του ο θάνατος κι έφτιαξε πίστα από γυαλί για να σε πάρει. Όμως δεν τα λογάριασε καλά. Αποδημώντας έγινες πουλί και οι στίχοι σου, μ’ έναν ρυθμό ασύλληπτο, σκαρφάλωσαν στ’ απόκρημνα των λέξεων για ν’ ακουστεί πιο δυνατά η φωνή σου. […]. Στις θημωνιές της ύπαρξης στρώνει μετάξι ο πόνος. Έσπασαν οι χορδές του νου.
(από το ποίημα «Λυγμός»)