Για την ποιητική σύνθεση του Δημήτρη Αγγελή «Πάντα βρέχει στο κεφάλι του σκύλου» (εκδ. Πόλις).
Γράφει ο Διογένης Σακκάς
Η ποιητική συλλογή Πάντα βρέχει στο κεφάλι του σκύλου του Δημήτρη Αγγελή εκτείνεται σε είκοσι εννέα ποιήματα, χωρισμένα σε τἐσσερις ενότητες: «Αν ήμουν η νύχτα σου», «Οι καθ’ ημέραν λύπες», «Στη Χώρα του ποτέ», «Τα άλογα του Ταρκόφσκι». Κάθε ένα από τα ποιήματα θα μπορούσε να διαβαστεί αυτόνομα, χωρίς οργανική σχέση με τα υπόλοιπα υπό το πρίσμα μιας σύνθεσης. Στη δε τελευταία ενότητα, ορισμένα ποιήματα εἰναι ομότιτλα με ταινίες του Ταρκόφσκι.
Η πρώτη ενότητα περιλαμβάνει ποιήματα με ερωτική διάθεση, γραμμένα σε δεύτερο πρόσωπο, με μια διάθεση ερωτικής αναπόλησης μα και προσμονής, ή σαν ερωτικές επιστολές, ενδεχομένως ανεπίδοτες, γι’ αυτό και αποπνέουν μια μελαγχολία. Κάπου αχνοφαίνεται η μέση ηλικία και ο χρόνος που λιγοστεύει:
«Τα μαλλιά μου γκρίζαραν χωρίς τη συγκατάθεσή σου […]
Άναψε ξανά λίγο μέλλον για μένα» (σελ. 9)
«Αλλά και μια αχτίδα ελπίδας να ξεγλιστρά
Κι όμως αν το σκεφτείς
παραμένουμε νέοι κι ίσως ακόμα ευτυχισμένοι». (σελ. 9)
Λαμβάνοντας υπόψη την επικρατούσα τάση της σύγχρονης νεοελληνικής ποίησης, ήτοι της άνευρης πεζολογίας, η ποιητική συλλογή του Αγγελή διαφοροποιείται εμφανώς. Ναι μεν τα ποιήματα έχουν μια αφηγηματικότητα, αλλά τούτη διανθίζεται με μεταφορές, είτε ίσα ίσα να αποσπάσουν τις λέξεις από την πεζολογική τους ροή, είτε έντονες με κάτι υπερρεαλιστικό.
«Χωρίς μνήμη από χθες μ’ ένα παράξενο γεωφυσικό χάρτη
ζωγραφισμένο στην πλάτη μου
γεμάτο ηφαίστεια, ποτάμια και βιαστικά διαβατάρικα σύννεφα». (σελ.10)
Λαμβάνοντας υπόψη την επικρατούσα τάση της σύγχρονης νεοελληνικής ποίησης, ήτοι της άνευρης πεζολογίας, η ποιητική συλλογή του Αγγελή διαφοροποιείται εμφανώς.
Η εικονοποιία είναι πλούσια, σε κάποια σημεία δε οι εικόνες έχουν μια μεταφυσική διάσταση.
«Σκέψου κι αυτό το άλογο που ήρθε στο μπαλκόνι μας χθες το πρωί
και μας χτύπησε την πόρτα, […]
σκέψου κι εμένα
μπροστά σ’ αυτό το επιούσιο ψωμί
γιατί προσεύχομαι». (σελ. 30)
Όσον αφορά το ρυθμό, ο αναγνώστης μπορεί να ανιχνεύσει κατά τόπους έναν ίαμβο, από στίχο σε στίχο, τόσο όσο χρειάζεται να δημιουργηθεί μια ρυθμική ατμόσφαιρα, ένα ούτως ειπείν ρυθμικό «χαλί» στην ποιητική αφήγηση.
«Ακούγονταν κι οι πλεκτομήχανες που τα μαλλιά σου
ηλέκτριζαν
μαζί με τα παραμίλητα ενός
που κυνηγούσε το φεγγαρόφωτο
Για ν’ ανάψει ένα κερί». (σελ. 11)
Κάποια από τα ποιήματα της ενότητας «Στη Χώρα του ποτέ» (εν πολλοίς ταξιδιωτικά) είναι κάπως αμήχανα και σε ορισμένα σημεία φλύαρα. Στην τελευταία ενότητα, ο Αγγελής θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί περισσότερο τα πλούσια κοιτάσματα των ταινιών του Ταρκόφκσι.
Παρά το γεγονός ότι τα ποιήματα του Αγγελή στέκονται αξιοπρεπώς, δεν φαίνεται να κομίζουν κάτι, έστω και κατά το έλαττον, επαναστατικό ή ανατρεπτικό στη μορφή τους. Συντήρηση της υπάρχουσας κατάστασης και προσευχή, μοιάζουν πιο αρμόζοντα.
Τα ποιήματα του Αγγελή είναι γενικώς εύτακτα, καλοζυγισμένα, με ατμόσφαιρα και διάφανη δομή (πώς ξεκινάνε, πώς ξετυλίγονται και πώς τελειώνουν). Υπάρχει ενότητα ύφους. Όσον αφορά τη θεματολογία τους, αυτή εν πολλοίς κινείται στην ποίηση του προσωπικού στιγμιότυπου, παρά τις αχνές και μεμονωμένες αναφορές σε περιστατικά όπως η καραντίνα. Υπ’ αυτή την έννοια, ευθυγραμμίζεται με το κυρίαρχο ρεύμα της μεταπολιτευτικής ποίησης. Πράγματι, ταιριαστές μοιάζουν εδώ ιμπρεσιονιστικές κριτικές σημειώσεις του τύπου «μια ποίηση χαμηλής φωνητικής κλίμακας που δείχνει καθαρά το τραύμα και τον καημό της». Κάπως έτσι, η φράση σε στίχο του Αγγελή «τις ημιτελείς μας επαναστάσεις» (σελ. 10) μοιάζει κάπως ειρωνική, αν μεταφερθεί στη στιχοποιητική του. Καθόλου ημιτελής· ούτε καν ξεκίνησε. Παρά το γεγονός ότι τα ποιήματα του Αγγελή στέκονται αξιοπρεπώς, δεν φαίνεται να κομίζουν κάτι, έστω και κατά το έλαττον, επαναστατικό ή ανατρεπτικό στη μορφή τους. Συντήρηση της υπάρχουσας κατάστασης και προσευχή, μοιάζουν πιο αρμόζοντα. Η στιχοποιητική του, όσο κι αν διανθίζεται με μεταφορές και εικόνες, έχει φανερούς τους σεφερικούς της αρμούς, και η θεματική παραμένει στη σφαίρα των προσωπικών βιωμάτων και εξομολογήσεων. Λαμβάνοντας δε υπόψη τη διανοητική σκευή του Αγγελή, όπως έχει αποτυπωθεί σε άλλα γραπτά του, θα ήταν κρίμα να μη δοκιμάσει την περιπέτεια μιας πιο εποπτικής αφήγησης.
Κάπως έτσι, η κριτική γραφή που βάζει το χέρι στη φωτιά και αναλαμβάνει την ευθύνη του αισθητικού διακυβεύματος, υποχρεούται να απαντήσει στο ερώτημα «είναι αυτή η ποίηση που πατά γερά στο σήμερα, δείχνοντας μας κάτι από μια κατεύθυνση στο μέλλον;». Και η απάντηση εδώ είναι: μάλλον όχι. Τόσο στιχουργικά όσο και περιεχομενικά. Λέω στιχουργικά, διότι καλώς ή κακώς η ποίηση, σε αντιδιαστολή με την πεζογραφία, συγγενεύει περισσότερο με τη γλυπτική και τη ζωγραφική, όσον αφορά τις μορφικές απαιτήσεις στο σμίλεμα της πρώτης ύλης της, ήτοι των λέξεων. Με την κρίσιμη διαφορά ότι η πρώτη ύλη εδώ, οι λέξεις, είναι εξαρχής βουτηγμένες ενεργά στο νόημα. Σε αντίθεση με τις νότες και τα χρώματα, το νόημα των λέξεων δεν επιδέχεται αναστολής. Ούτε οι ερμηνείες, ούτε οι αναφορές.
Επιστρέφοντας σε συγκεκριμένα ποιήματα, αρκετά στέκονται με επάρκεια. Ξεχωρίζουν τα «Μάρτιος 2020», «Μην έρθεις σήμερα», «Εκείνο το απόγευμα», «Πού κρύβουμε τα πράγματα», «Και πάλι ήρεμα μιλώ», «Θυσία». Τέλος, ας σταθούμε στο ποίημα «Σεκάνς» (σελ. 13).
«Αν ανοίξεις το παράθυρο
Ένα δέντρο θα πάθει φθινόπωρο
Ένας περαστικός θα τινάξει τα κίτρινα φύλλα από το σακκάκι του
και θα γυρίσει απορημένο να κοιτάξει τα κλαδιά του
Μια γάτα θα σκαρφαλώσει απ’ αυτά τα κλαδιά στο δωμάτιο
και θ’ αφήσει στο τραπέζι σου επάνω ένα πεθαμένο καναρίνι
Θα μαλώσεις τη γάτα και θ’ αναστήσεις το καναρίνι
Θα μαλώσεις το δέντρο και θα ρίξεις μια ματιά στον περαστικό
Που τυχαίνει να είμαι εγώ –αν ανοίξεις το παράθυρο
Αχ μόνο ν’ ανοίξεις το παράθυρο
Τόσες ώρες κάθομαι από κάτω και περιμένω
Να με φωτίσεις»
Στο ποίημα αυτό είναι ορατά τα προαναφερθέντα μοτίβα της ποίησης του Αγγελή: αφηγηματικότητα, μεταφορές με αντιμετάθεση ιδιοτήτων (το δέντρο που παθαίνει φθινόπωρο και τα πεσμένα φύλλα), υπερφυσικές εικόνες (το πεθαμένο καναρίνι που αργότερα ανασταίνεται), προσμονή («αχ μόνο ν’ ανοίξεις το παράθυρο»), ελπίδα («να με φωτίσεις»). Εκείνο που ενδιαφέρει στιχουργικά είναι η αλληλουχία των στίχων και πώς «κουμπώνει» ο ένας με τον άλλο, σε μια προσπάθεια να συνομιλήσει με μια κινηματογραφική ροή (εξού και ο τίτλος «σεκάνς») .
* Ο ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΣΑΚΚΑΣ είναι κριτικός ποίησης.