
Για τη συλλογή με σονέτα των Ευριπίδη Γαραντούδη και Σοφίας Κολοτούρου «Ευτοπία» (εκδ. Gutenberg). Στην κεντρική εικόνα, έργο του Πάμπλο Πικάσο.
Γράφει η Ευσταθία Δήμου
Οι συναντήσεις μεταξύ λογοτεχνών δεν είναι σπάνιο φαινόμενο στην ιστορία της τέχνης, συνιστούν μάλιστα μια ξεχωριστή στιγμή που αποδεικνύει την πνευματική συγγένεια, τη συγγραφική εγγύτητα και, γι’ αυτό ακριβώς, μπορεί και πρέπει να λειτουργήσει ως πρότυπο και οδηγός για τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να υπηρετείται η τέχνη και ο λόγος, για την ανάγκη δηλαδή να μεθοδεύονται συνευρέσεις και συζεύξεις που πλουτίζουν το μονότονο πεδίο της κατά μόνας εργασίας, παρουσίας και έκθεσης του καλλιτέχνη στο κοινό. Μια τέτοια συνάντηση, με έντονα διακριτό τον παιγνιώδη χαρακτήρα και τη στόχευση, πραγματοποίησαν οι Ευριπίδης Γαραντούδης και Σοφία Κολοτούρου έχοντας ως κέντρο και πυρήνα της δημιουργίας και της διαλεκτικής σχέσης την οποία τεχνούργησαν και στην οποία ενεπλάκησαν την ποιητική μορφή του σονέτου, ως σημείου αναφοράς της ποίησης και της ποιητικής τους, της έκφρασης και της εκφραστικής τους. Η επιλογή δεν είναι τυχαία. Το σονέτο, από μόνο του, έχει συνδεθεί με την δοκιμή και την δοκιμασία στην τέχνη του στίχου, έχει προσλάβει τον χαρακτήρα και τα χαρακτηριστικά μιας άσκησης που προσφέρεται και ανοίγει σαν ένα πεδίο δοκιμής και δοκιμασίας του καλλιτέχνη στον ποιητικό «αυτοέλεγχο», στην λογοτεχνική οριοθέτηση, στον σεβασμό των όρων και των ορίων που η ίδια η τέχνη προϋποθέτει και απαιτεί.
Ο ποιητής γράφει για την ποιήτρια και η ποιήτρια για τον ποιητή και αυτό ακριβώς είναι που δίνει στο όλο εγχείρημα τη μορφή και τον χαρακτήρα μιας δυναμικής, δημιουργικής πράξης...
Στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση η επίδοση στο σονέτο εξυπηρετεί και την επί ίσοις όροις παρουσία των δύο ποιητών, την εμπλοκή τους σε ένα παιχνίδι οι κανόνες του οποίου είναι εκ των προτέρων προσδιορισμένοι και συμφωνημένοι, ακριβώς για να μπορέσει να προσλάβει τη μορφή ενός ισόρροπου και ισορροπημένου ποιητικού διαλόγου ή, πιο σωστά, μιας «μονομαχίας» στην οποία οι μετέχοντες ενοποιούνται, εισδύουν και προσλαμβάνουν το σώμα και τη μορφή των δημιουργημάτων τους. Το σονέτο έρχεται έτσι σε πρώτο πλάνο και οι δημιουργοί μοιάζουν να απεκδύονται, να αγνοούν ή να παρακάμπτουν την ταυτότητά τους ακριβώς για να μπορέσουν να διεκδικήσουν τη «νίκη» τους που είναι, ταυτόχρονα, και «νίκη» του άλλου. Εδώ ο ποιητής γράφει για την ποιήτρια και η ποιήτρια για τον ποιητή και αυτό ακριβώς είναι που δίνει στο όλο εγχείρημα τη μορφή και τον χαρακτήρα μιας δυναμικής, δημιουργικής πράξης που παρουσιάζεται εν τη γενέσει της, μιας εξελικτικής πορείας και διαδρομής και όχι απαραίτητα ενός τελειωμένου και αποκρυσταλλωμένου έργου.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει, πέραν των άλλων, ο τρόπος με τον οποίο εκδηλώνεται καθεμιά από τις δύο ποιητικές φωνές, η απόχρωση που προσλαμβάνει και ο βαθμός στον οποίο η κοινά επιλεγμένη φόρμα του σονέτου, αλλά και αυτή η ίδια η συν-μετοχή στο ποιητικό αυτό «δούναι και λαβείν» επηρέασε ενδεχομένως ή λείανε τη διαφορετική χροιά και υφή του στίχου καθενός από τους δύο δημιουργούς, διαφορά και διαφοροποίηση η οποία κατά πάσα πιθανότητα θα ήταν περισσότερο και εντονότερα διακριτή στην περίπτωση της μοναχικής και μεμονωμένηςεμφάνισής τους. Ο προβληματισμός και η διερώτηση αυτή ανοίγει ένα ευρύ πεδίο έρευνας και μελέτης και πυροδοτεί ακόμα περισσότερο τον προβληματισμό σχετικά με τον βαθμό στον οποίο η στιχουργική επιλογή της φόρμας, του προδιαγεγραμμένου και παγιωμένου μέσα στην παράδοση καλουπιού στο οποίο ο ποιητής θα επιλέξει να διοχετεύσει την ποιητική του σκέψη λειτουργεί προς την κατεύθυνση της εξομοίωσης των ποιητικών φωνών, της κλίσης τους προς έναν ορίζοντα όπου η μορφή απαλύνει ή θολώνει την ιδιομορφία, όπου το σχήμα αμβλύνει ή καταργεί τις ιδιαιτερότητες.
Το συγκεκριμένο εγχείρημα είναι αποκαλυπτικό προς αυτή την κατεύθυνση.
Το συγκεκριμένο εγχείρημα είναι αποκαλυπτικό προς αυτή την κατεύθυνση. Γιατί ενώ η πρώτη εντύπωση είναι πως το σονέτο, επιβάλλοντας τους όρους και τα όρια του «παιχνιδιού», λειτουργεί ενοποιητικά των δύο επιμέρους γραφών, συναιρώντας τες σε ένα ενιαίο όλον, στην πραγματικότητα καθένας από τους δύο δημιουργούς διατηρεί και προασπίζεται την ταυτότητά του κατά τρόπο, όμως, εν τέλει, υπερασπιστικό της τέχνης, της γραφής, της στιχουργίας. Εδώ μάλιστα είναι το ίδιο το σονέτο που προκρίνεται και προεξάρχει όχι μόνο ως ποιητικός τρόπος, αλλά ως ποιητικός τόπος, ως το πεδίο εκείνο στο οποίο στο οποίο εκδηλώνονται οι δημιουργικές δυνάμεις και δυνατότητες του ανθρώπου εκείνου που αναγνωρίζει την ποίηση ως επιλογή και τρόπο ζωής. Αυτό είναι κάτι που συχνά αναδύεται από τους στίχους των δύο ποιητών και, γι’ αυτό ακριβώς, προσλαμβάνει μια ιδιαίτερη ένταση και σημασία στο μέτρο και στον βαθμό που αποκαλύπτει την παραγνωρισμένη ίσως σήμερα πτυχή της έλξης του καλλιτέχνη προς τον ρυθμικό λόγο ή, καλύτερα, την αβίαστη, ανεμπόδιστη, σαν εκ του φυσικού επίδοση στην στιχοπλασία, σε αυτήν την απολαυστική διαδικασία και μέθοδο ένταξης σε μια παράδοση που ζητά και επιδιώκει τη συνέχισή της, την εξέλιξή της μέσα από δημιουργίες που χωνεύουνε τη συγχρονία, το παρόν, το εδώ και τώρα για να το εντάξουν, να το σφηνώσουν στη διαχρονία και στο διηνεκές.
Το στοιχείο εκείνο ωστόσο που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ο τρόπος με τον οποίο οι δύο δημιουργοί υιοθετούν και εφαρμόζουν στο αληθινό τους πρόσωπο μια σειρά προσωπείων τα οποία συνδυάζονται μεταξύ τους σε επιμέρους ποιητικά – διαλογικά δίπολα, σε επιμέρους σκηνές όπου οι δύο πρωταγωνιστές διαλέγονται και αλληλεπιδρούν αφήνοντας, κάθε φορά, και μια διαφορετική πτυχή της σχέσης τους να αναδειχθεί και να κυριαρχήσει. Έτσι, είναι άλλοτε ο ερωτισμός που κυριαρχεί και δίνει τον ρυθμό και τον τόνο, άλλοτε η φιλική διάθεση και σχέση, άλλοτε η μαθητεία της ποιήτριας στον δάσκαλο – ποιητή και άλλοτε η ίδια η ποίηση ως εμπειρία και βίωμα που σφραγίζει και στοιχειώνει την ψυχοσυναισθηματική τους κατάσταση σε τέτοιο μάλιστα βαθμό ώστε να απολήγει σε ιδιοσυγκρασία και ήθος, τα οποία αλληλοδιαδέχονται, εν είδει μονόπρακτων, το ένα το άλλο εκβάλλοντας ουσιαστικά σε μια καθαρά δραματική ή θεατρική εμπειρία που συνυφαίνει και συγκερνά την ποίηση και την υπόκριση μαζί, τη σύνθεση και την σκηνοθεσία.
Αυτή ακριβώς τη μέθοδο και τη λειτουργία μπορεί να αποδώσει η λέξη «ηθοποιία» η οποία, αν αναλυθεί στα δύο συνθετικά της μέρη, καταδεικνύει ακριβώς τη συνύπαρξη του ήθους, ως ρόλου, και της ποίησης, ως εργαλείου και μέσου. Είναι μάλιστα τέτοια η ένταση των ρόλων και της στιχουργίας ώστε, παρά τους αυστηρούς περιορισμούς του σονέτου – περιορισμοί που αίρονται σε κάποιες λίγες περιπτώσεις -, να επιτυγχάνεται με άκρα επιδεξιότητα η υπέρβασή τους και η διαμόρφωση μιας νέας ποιητικής μέσα στην προϋπάρχουσα, μιας ποιητικής που εναποθέτει στο ύφος τους όρους και της αρχές της διαμόρφωσης και της λειτουργίας της. Έτσι, η νοσταλγία, ο σαρκασμός, η αιχμηρότητα, η θλίψη εναλλάσσονται για να δημιουργήσουν ένα πεδίο όπου η ποίηση μετέρχεται διάφορους τρόπους, μετουσιώνεται και αλλάζει αποδεικνύοντας τον πολυδύναμο χαρακτήρα της και την ικανότητά της να σπάει τα καλούπια την ίδια στιγμή που εντάσσεται σε αυτά.