Της Μάρως Τριανταφύλλου
Εντύπωση στην ποίηση του Γιώργου Χ. Θεοχάρη μου κάνει πώς κυκλώνει συλλογή τη συλλογή την έννοια της μνήμης. Από την πρώτη ακόμη συλλογή του, το Πτωχόν Μετάλλευμα, αλλά πολύ περισσότερο στις δύο τελευταίες, το Ενθύμιον και πιο έντονα τώρα, στο Από μνήμης (Mελάνι), η έννοια της μνήμης γίνεται κραταιά και κυβερνήτρα της ποίησής του.
Άλλωστε αυτό φαίνεται και από την παρουσία της έννοιας στους τίτλους των συλλογών, πιο στατικός ο πρώτος, ενθύμιο, αυτό που βοηθά τη μνήμη, που εγκλείει και διαφυλάσσει την ανάμνηση και λειτουργεί υπομνηστικά. με μεγαλύτερη προφάνεια στην τελευταία, όπου φαίνεται πως το ποίημα πηγάζει από τη μνήμη, διατηρεί τη μνήμη και διαφυλάσσει το γεγονός ως θεματοφύλακας του προσωπικού ή του ιστορικού βιώματος.
Η μνήμη είναι μια παράξενη λέξη. Η ρίζα της συνδέεται με έννοιες σπουδαίες, μάθηση ας πούμε. Πώς θα μαθαίναμε, αν δεν θυμόμασταν; Τα πανάρχαια χρόνια, όταν οι άνθρωποι ζούσαν ακόμα μέσα σε σπηλιές, οι γραίες, οι γυναίκες που δεν ήταν πια σε παραγωγική ηλικία, μάζευαν στο νου τις γνώσεις μιας ζωής –για τα σημαντικά βότανα που γιάτρευαν τις πληγές, για τις τεχνικές του τοκετού, για τα ξόρκια που απόδιωχναν τα θεριά αλλά έφερναν πλούσιο κυνήγι για τις ανάγκες της μικρής κοινωνίας της σπηλιάς, τους θρήνους για τους νεκρούς (γιατί τους ‘θάβαν τους νεκρούς από πολύ παλιά, μες στις σπηλιές της παλαιολιθικής εποχής βρίσκουμε ταφές, κουκουβισμένα υπολείμματα σκελετών και γύρη από λουλούδια και κόκκαλα και καρπούς σαν προσφορές σ’ αυτούς που έφυγαν). Θυμόντουσαν και μετέφεραν τις μνήμες τους στους νεότερους, ως γνώσεις απαραίτητες για την επιβίωση της ομάδας, οι γραίες, που μετά τις είπαν μάγισσες. Η αρχαία θρησκεία έχει στρώματα για τα οποία ξέρουμε πολύ λίγα πράγματα. Πριν έρθουν οι Ολύμπιοι θεοί, θεοί μιας πατριαρχικής κοινωνίας, υπήρχαν, λένε οι ειδικοί, οι ιστορικοί των θρησκειών, άλλες θρησκείες στη Μεσόγειο, στις οποίες κυριαρχούσαν γυναικείες θεότητες. Μια τέτοια ήταν η πάνσοφη, η πονηρή Μήτις. Θεά της σοφίας και της πανουργίας, της πάσης γνώσης. Και το δικό της όνομα την ίδια ρίζα έχει με τη μνήμη και η μάθηση. Έγκυος στο παιδί του Διός, που ο χρησμός είπε ότι θα πάρει του πατέρα του τη θέση, ο Δίας κατάπιε τη θεά και, πραγματοποιώντας το όνειρο του αρσενικού, γέννησε αυτός απ’ το κεφάλι του το παιδί της πάνσοφης, ένα αντροκόριτσο, την Αθηνά, που πήρε τη σοφία της μάνας της. Η μνήμη έχει επίσης κοινή ρίζα με την μήνιν, το θυμό δηλαδή, «βόηθα με, Μούσα, να ψάλλω του Αχιλλέα το θυμό» δεν λέει ο Όμηρος στο Προοίμιο της Ιλιάδας; Αλλά έχει σχέση και με την τρέλα, την μανία, όπως την έλεγαν οι αρχαίοι και δεν είναι τυχαίο που σιγά-σιγά θεώρησαν οι άνθρωποι πως το στόμα των τρελών ξεστομίζει αλήθειες μεγάλες και δύσκολες.
Η ποίηση έλεγε ο Αριστοτέλης συγκρίνοντας την με την Ιστορία είναι φιλοσοφότερη, γιατί η ποίηση παρουσιάζει τα γενικά και τα μεγάλα ενώ η ιστορία τα καθ’ έκαστον. Δεν θα σχολιάσουμε περαιτέρω την αποστροφή του φιλοσόφου, αλλά πήγε κατά κει ο νους μας, γιατί στη δημιουργία του Θεοχάρη η ποίηση χαμογελά στην ιστορία, την αγκαλιάζει και τη διασώζει. Πρόκειται, όπως το λέει ο ίδιος στο εναρκτήριο ποίημα της συλλογής, το μότο αν θέλετε όλης της δουλειάς του, με τον τίτλο «μνημόσυνα»: «Γράφουμε ποιήματα,/ βότσαλα μνήμης ρίχνουμε / στον σιωπηλό βυθό/ του χρόνου». Το ποίημα για τον Θεοχάρη διαφυλάσσει μια μνήμη, μιλά γι’ αυτό που έγινε ως ένα διαρκές «τώρα» που αναταράσσει με την αμεσότητα και την ξαφνιαστική ίσως επιλογή στη θάλασσα των αδιαβάθμητων γεγονότων.
Η ιστορία που απασχολεί το Γιώργο Χ. Θεοχάρη αρθρώνεται σε δυο επίπεδα: το ένα είναι η μικροϊστορία, το οικογενειακό μυθιστόρημα, το προσωπικό αγιολόγιο των ανθρώπων, το ταξίδι σε πρόσωπα που γνώρισε και αγάπησε ως φυσικές οντότητες ή ως συμβολικές παρουσίες και που επέδρασαν στη διαμόρφωση της προσωπικότητας, της ιδεολογίας και της ευαισθησίας του. Το άλλο είναι η μεγάλη Ιστορία, αυτή που γράφεται στα βιβλία από τους νικητές και που τις μυστικές πλευρές της, τις αόρατες, τις μουρμουράνε οι ηττημένοι σαν παραμύθι στα παιδιά τους. Η ποίησή του λειτουργεί ως ενωτικό έμβολο ανάμεσα στα δύο επίπεδα. Διαλέγει να μιλήσει για τα μέρη που γεννήθηκε και μεγάλωσε, για τους ανθρώπους που γνώρισε ή έμαθε για τους μύθους τους από τους παλιότερους. Τους ξεκολλάει από τη λήθη, ξεριζώνει το βασίλειο του θανάτου και της σιωπής. Προσπαθεί με αγωνία και νοσταλγία να κρατήσει στη μνήμη των ανθρώπων αυτό που η δική του μνήμη επέλεξε να κρατήσει και κατά κάποιο τρόπο συναντά τον Ηρόδοτο που στο προοίμιο της Ιστορίης του ήθελε να γράψει ώστε «τα γενόμενα εξ ανθρώπων τω χρόνω εξίτηλα γένηται». Συναντά επίσης τον πόνο των Ιρλανδών, σαν τον Φρίελ των Ονομάτων και του Θαυματοποιού. Ταξιδεύοντας στα ρουμάνια της Στερεάς Ελλάδας, στα χωριά της Φωκίδας, στα μονοπάτια του Παρνασσού, αφουγκράζεται μια ταυτότητα που χάνεται και αγωνίζεται να κρατηθεί όχι ως εμμονική παράδοση αλλά ως υπόστρωμα νέων συναντήσεων και γόνιμων γεννημάτων.
«Μαζεύω ελιές με τη μάνα μου. Τα λιόδεντρα είναι μέρος της προίκας της. Όλα κάποτε αλλάζουν, σκέπτομαι. Η μνήμη μόνο επιμένει. Το πατρικό μου σπίτι πουλήθηκε όταν ήμουνα έφηβος. Άνθρωποι που αγάπησα φεύγουν από τη ζωή. Πόσοι νεκροί… πόσοι λησμονημένοι… Τα δέντρα τούτα ριζωμένα εδώ αιώνες. Πόσοι πριν από μένα έσκυψαν κάτω από το δασύ φύλλωμά τους. Πόσοι με ευλαβικές μετάνοιες μάζεψαν τον καρπό τους. Πού είναι ο πατέρας μου που τα περιποιήθηκε; Πού ο παππούλης μου που έφτιαξε τους αναβαθμούς και τις ξερολιθιές των συνόρων τους; Πού θα βρίσκεται η μάνα μου αύριο; Πού εγώ;» («Σημειώσεις για ένα κείμενο»)
Για το Γιώργο Χ. Θεοχάρη, η ιστορία είναι μια συνεχής αλυσίδα ανθρώπων και των έργων τους, μέρος της οποίας αποτελεί τόσο ο ίδιος όσο και το μέλλον που δεν υπάρχει ως κυριολεκτική στο έργο του –σπάνιοι οι μελλοντικοί χρόνοι και εκφράσεις στη δουλειά του- αλλά υπονοείται έντονα από την έννοια της συνέχειας.
Μιλώντας παραπάνω για την παράδοση, δεν πρέπει να λησμονήσουμε να αναφερθούμε και σε τούτο: η συνέχεια παίρνει τη μορφή και μιας αναφοράς στην παράδοση της ποίησης. Τόσο με την επιλογή ενός έμμετρου ξεκινήματος των μερών της συλλογής («Σονέτο της θερινής απελπισίας», «Μπαλάντα του λυπημένου παραθεριστή»), όπου επεξεργάζεται συγκεκριμένες ποιητικές φόρμες, όσο και με τις φωνές παλαιότερων ποιητών που ακούγονται διακριτικά αλλά με σημασία μέσα στα ποιήματα. Προσωπικά με εντυπωσίασε η παρουσία του Μαλακάση στο ποίημα «Γενικό Νοσοκομείο Λεβαδείας»:
«[…] Φέρνω στο νου ένα σωρό ασπρόμαυρες φωτογραφίες σου. Ιδιαίτερα σ’ εκείνες του στρατού με το κατάμαυρο πυκνό μαλλί και το δασύτριχο μουστάκι, ποζάρεις με τη βεβαιότητα του κεκυρωμένου. Αλλά και σε άλλες, σε άλλο χρόνο, αργότερα, αγέρωχος κανοναρχείς με την κιθάρα και τη φωνή σου την κομπανία. Μιλώ για μια φωτογραφία του 1958 στο κέντρο «Εξοχικόν» της Δεσφίνας. Εσύ με την κιθάρα και δίπλα σου ο Ταξιάρχης Ματζώρος λαούτο, ο Κώστας Παππάς σαντούρι και στο βιολί ο Γιώργης Μαργαρίτης. Γάμος πρέπει να γίνεται. Χορεύουν κάμποσοι κι είναι στο πλάνο αρκετοί από τους καλεσμένους. Και είναι όλοι πεθαμένοι σου λέω. Και χορευτές και νιόπαντροι και θεατές κι οργανοπαίχτες. Κι ο φωτογράφος νεκρός κι αυτός. Μονάχα η οβάλ σφραγίδα του στο πίσω μέρος της φωτογραφίας διατηρεί ζωντανό το μελάνι της: «Φωτο-Μοντέρνο Ευσταθίου Κάτσου». Σε θυμάμαι σε μια φωτογραφία ακόμη. Πάσχα έξω από την ταβέρνα «Χαμομήλια», στην Αντίκυρα. Χορεύει τσάμικο ο Παναγιώτης Καλλιακούδας. Τονε κρατάς με το μαντήλι. Φεγγοβολάτε από βεβαιότητα και οι δυο. Κι ας ξέρατε. Τι κι αν τονε κρατάς! Κι αν έχεις φέρει γύρα το μαντήλι στην παλάμη σου να μη σου φύγει ο χορευτής στο τσάκισμα. Κοντά τριάντα χρόνια ο Παναγιώτης πεθαμένος. […]»
Και γράφει στο «Μπαταριά» του ο Μαλακάσης:
Ενώ το τέλος του «Τάκη Πλούμα» συναντά τον νεκρό Παναγιώτη:
Στα όσα είπαμε παραπάνω για την σχέση της ποίησης του Θεοχάρη με την Ιστορία ας προσθέσουμε και τούτο: την επιμονή στα ονόματα. Σε ολόκληρα τα ονόματα. Βαφτιστικό και επώνυμο και όπου μπορεί επάγγελμα ή μεράκι. Να κρατηθεί το πρόσωπο και η εικόνα του, να μείνει ανεξίτηλο στη μνήμη των ανθρώπων. Κατά το σεφερικό «Μη μας ξεχνάτε».
Ο ποιητής ξεκινά συνήθως από τον προσωπικό του χώρο. Ο πατέρας, γλυκιά παρουσία αλλά και κραταιή φιγούρα, ο πατέρας όχι ως τρομακτικό υπερεγώ αλλά ως παρουσία παραμυθένιας σοφίας και καλοσύνης, δουλευτής, κυρίως δουλευτής και η μητέρα, τρυφερή και σταθερή, όχι η ευνουχιστική μητέρα της ψυχανάλυσης αλλά η μάνα ως απαντοχή και λιμάνι. Φιγούρες και οι δυο βγαλμένες λες από την ηθογραφία των αρχών του 20ου αιώνα, με μια πάλλουσα ελληνικότητα, που σε τίποτα όμως δεν ξεπέφτει σε φτηνά εθνικά ιδεολογήματα. Γιατί κι αυτό είναι επίσης ένα σημαντικό σημείο της ποίησης του Θεοχάρη, η αναζήτηση της ελληνικότητας. Άλλωστε με όσα έχουμε ως τώρα πει, αυτό δεν μας ξενίζει. Ξεκινά, λοιπόν, από την οικογένεια και με ομόκεντρους κύκλους όλο και μεγαλύτερης ακτίνας ανοίγεται στον κόσμο: φίλοι, συνεργάτες, ποιητές, νεκροί τοπικοί ήρωες… («Σημειώσεις για ένα άλλο κείμενο», «Εκδρομή στην άλλη μνήμη», «Σ’ εσέ που με ταχύτητα περνάς προς την Αράχωβα», που προσωπικά το θεωρώ ως το χαρακτηριστικότερο αυτής της συλλογής τόσο μορφικά –η επιλογή του πλησιάσματος του πεζού λόγου όπου το μόνο που διαφυλάσσει ακέραια την ποιητικότητα είναι ένας εσωτερικός ρυθμός που κάνει τις λέξεις όχι να περπατούν αλλά να χορεύουν, κατά πως θα ‘λεγε ο Σεφέρης- τόσο μορφικά λοιπόν, όσο και εννοιολογικά, αφού περικλείει το σύνολο των θεμάτων αυτής της συλλογής, μνήμη, ιστορία, θάνατος, οικογένεια, θυσία). Η οικογένεια στο Θεοχάρη δεν είναι η πυρηνική οικογένεια της κοινωνιολογίας και της ανθρωπολογίας. Έχει μια ιδιάζουσα εκτεταμένη μορφή: περιλαμβάνει προνομιακά τους φίλους του ποιητές, στους οποίους αφιερώνει γενναιόδωρα ποιήματα που τους αφορούν, τους περιλαμβάνουν ή τους έχουν ως έναυσμα, αλλά και πρόσωπα της τοπικής ιστορίας που μπορεί να μη γνώρισε ποτέ και απλούς καθημερινούς ανθρώπους που συναπαντήθηκε μαζί τους στο χωράφι και το καφενείο ή στιες σελίδες των βιβλίων.
Μόλις αναφέρθηκα στο θάνατο και δεν μπορώ να μη σταθώ για ένα λεπτό εδώ: τα ποιήματα του Γιώργου Χ. Θεοχάρη είναι ελεγείες κι ανάμεσά τους κάποια είναι νοσταλγικά επιτύμβια. Ο μόνος τρόπος να νικήσεις το θάνατο είναι να μην αφήσεις να ξεχαστούν πρόσωπα και πράγματα κι αυτό ακριβώς επιχειρεί ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης. Παλεύει με το θάνατο και τον νικά επιβάλλοντας την θύμηση. «Τον είδα να έρχεται από το βάθος του δρόμου» γράφει στο ομώνυμο του τίτλου ποίημα «[…] Καλημέρα, Γιώργο, του είπα. Καλημέρα, Γιωργούλη, μ’ αντιχαιρέτησε. Προχώρησε στο χωματόδρομο. Μπήκε στο μαγικό κόσμο του κουρείου. Ο πατέρας του έβαζε ταλκ στο φρεσκοκουρεμένο πελάτη. Κόλλησα το μούτρο για λίγο στο τζάμι του μαγαζιού. Ο Γιώργος πλησίασε και μου ψιθύρισε: «Όταν μεγαλώσουμε θα τα ιστορήσω όλα τούτα. Μην κάθεσαι στο κρύο, θα τα διαβάσεις τότε. Τρέξε κι εσύ να αποταμιεύσεις μνήμες».
Όχι, ο ποιητής δεν ζει για να θυμάται και να γράψει μετά. Δεν ζει για να τα γράψει. Ζει και θυμάται. Ζει και γράφει. Η ζωή προηγείται. Ίσως γι’ αυτό όλο και περισσότερο η ποίησή του γίνεται αφηγηματική, όλο και περισσότερο παρεισφρέει στην αφηγηματικότητα το δραματικό στοιχείο. Πρόσωπα μιλούν και δρουν σε ένα μεγάλο δύσκολο θέατρο, που είναι την ίδια ώρα η ζωή και η αναπαράστασή της.
Μαρώ Τριανταφύλλου