Για την ποιητική συλλογή της Αγγελικής Πεχλιβάνη «Οι γάτες του τρίτου και άλλοι ζωντανοί» (εκδ. Κίχλη).
Της Ευσταθίας Δήμου
Η πρόσφατη ποιητική συλλογή της Αγγελικής Πεχλιβάνη προϊδεάζει τον αναγνώστη, ευθύς εξ αρχής από τον τίτλο της, Οι γάτες του τρίτου και άλλοι ζωντανοί, για την ταλάντευση της δημιουργικής σκέψης και έκφρασης της ποιήτριας ανάμεσα σε δύο πόλους, τη μορφή της γάτας και τη μορφή του θανάτου. Τα ποιήματα του βιβλίου, που παρουσιάζονται με διάφορες μορφές και μορφοποιήσεις οι οποίες έχουν, στο ένα τους άκρο, τον ελεύθερο στίχο και στο άλλο την πεζολογική έκφραση, διαμορφώνουν ένα ενδιαφέρον ποιητικό σκηνικό που προσφέρει και προσφέρεται ως ευκαιρία διερεύνησης των τρόπων και τόπων γραφής όταν αυτοί απέχουν κατά πολύ από την ομοιομορφία και την ομοιογένεια.
Αυτό, ωστόσο, δεν θα πρέπει να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι τα ποιήματα δεν συνέχονται από μια κοινή γραμμή, από μια κεντρική ιδέα, μόνο που αυτή θα πρέπει να εντοπιστεί πολύ περισσότερο στη θεματική και το περιεχόμενο, παρά στη σχηματοποίηση των συνθέσεων. Γιατί, πράγματι, αυτό που γίνεται άμεσα και αμέσως αντιληπτό είναι ότι η αφορμή και η αφόρμηση των ποιημάτων εντοπίζεται στην απώλεια της μητέρας και σε όλα όσα η απώλεια αυτή προκάλεσε σε κάθε πτυχή της εξωτερικής και εσωτερικής ζωής της ποιήτριας. Δεν πρόκειται ακριβώς για ποιήματα που επιχειρούν να ανιχνεύσουν το γεγονός του θανάτου, αμετάκλητου και οριστικού, όσο για ποιήματα που επιχειρούν να ανιχνεύσουν το γεγονός της ζωής, όπως αυτή συνεχίζει και συνεχίζεται για να βρει τελικά την κατάληξη και το καταφύγιό της μέσα στην ποίηση.
Δεν πρόκειται ακριβώς για ποιήματα που επιχειρούν να ανιχνεύσουν το γεγονός του θανάτου, αμετάκλητου και οριστικού, όσο για ποιήματα που επιχειρούν να ανιχνεύσουν το γεγονός της ζωής, όπως αυτή συνεχίζει και συνεχίζεται για να βρει τελικά την κατάληξη και το καταφύγιό της μέσα στην ποίηση.
Το στοιχείο εκείνο που προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση είναι ο τρόπος και η μέθοδος της ποιήτριας να διαφοροποιείται από ποίημα σε ποίημα, να γυρίζει, στην κυριολεξία, σελίδα και να ανοίγει έναν νέο ορίζοντα και μια νέα προοπτική πάνω στον ίδιο κάθε φορά καμβά. Πρόκειται για μια τεχνική που κάνει την ποιητική συλλογή να προσιδιάζει σε ένα είδος ημερολογίου, χωρίς βεβαίως τις σημάνσεις του χρόνου, στο οποίο εναποτίθενται όλες οι σκέψεις, κυρίως, όμως, οι στιγμές της ποιήτριας, όπως αυτές έχουν μορφοποιηθεί μέσα στο «εδώ» και το «τώρα» υπό την καίρια και καταλυτική επενέργεια της παντοτινής φυγής της μητέρας.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο εντοπίζεται ένας ιδιαίτερος χειρισμός του χρόνου καθώς μέσα στα ποιήματα μοιάζει να υπάρχει και να λειτουργεί ένα εκκρεμές που έχει στο ένα άκρο του το «πριν» και στο άλλο το «μετά», το παρελθόν και το παρόν που πλέκονται αξεδιάλυτα και διαμορφώνουν ένα όλον μέσα στο οποίο, κατά τρόπο άκρως παράδοξο, επικρατεί η στασιμότητα και η στάση, η ακινησία και η αμηχανία. Έτσι, ενώ το παρελθόν περιγράφεται και αποτυπώνεται στην κίνησή του, ενώ συνέχεται και εμφορείται από την κινητικότητα της ζωντανής –τότε– μητέρας και, παράλληλα, ενώ το παρόν μοιάζει να εξακολουθεί και να εξελίσσεται, στην πραγματικότητα έχει «παγώσει», έχει ακινητοποιηθεί και έχει μετακυλήσει στον σταματημένο χρόνο της δημιουργίας, της ποίησης και της δούλεψής της.
Πολύ περισσότερο από υποκατάστατο, η μορφή και η φιγούρα της γάτας έρχεται για να υπερτονίσει την απουσία, την απώλεια και, συνακόλουθα, τη θλίψη και τον πόνο που αυτή προκαλεί.
Κεντρική θέση μέσα στη συλλογή έχει η μορφή της γάτας η οποία εμφανίζεται μέσα στα σκηνικά που πλάθει η ποιήτρια και αναλαμβάνει τον ρόλο του κομπάρσου ο οποίος, όμως, αποκτά και φέρει μια ιδιαίτερη φόρτιση, καθώς μοιάζει να υποκαθιστά τη νεκρή, να αναπληρώνει την απουσία της. Αυτή όμως η πρώτη εντύπωση είναι μάλλον βεβιασμένη. Γιατί πολύ περισσότερο από υποκατάστατο, η μορφή και η φιγούρα της γάτας έρχεται για να υπερτονίσει την απουσία, την απώλεια και, συνακόλουθα, τη θλίψη και τον πόνο που αυτή προκαλεί.
«Ούτε ο άνεμος
που με φωνάζεις
-
τίποτα
δεν με παρηγορεί
Απόψε».
«Ούτε»
Η Αγγελική Πεχλιβάνη γεννήθηκε στον Πειραιά το 1965 και σπούδασε Ιστορία-Αρχαιολογία και Νεοελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Είναι απόφοιτος του προγράμματος μεταπτυχιακών σπουδών «Δημιουργική Γραφή» του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας και εργάζεται ως φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση. Έχει συμμετάσχει σε συνέδρια με εισηγήσεις για τη λογοτεχνία (Χ. Βλαβιανός, Μ. Γκανάς, Ι. Καρυστιάνη, Γ. Σκαμπαρδώνης, Μ. Σουλιώτης κ.ά.) και έχει δημοσιεύσει φιλολογικά κείμενα και ποιήματα στα περιοδικά «Πόρφυρας, «Ποιητική», «Παρέμβαση», «Νέα Εστία», «Στέπα», «Νέα Ευθύνη» κ.ά. Συμμετείχε στο βιβλίο Η δημιουργική γραφή στο σχολείο (Μεταίχμιο, 2015) σε επιμέλεια της Σοφίας Νικολαΐδου. Από τις εκδόσεις Κίχλη κυκλοφορεί και η προηγούμενη ποιητική της συλλογή με τον τίτλο Πεζή οχούμενη. |
Η γάτα, εν τέλει, έτσι όπως και το ίδιο το σώμα της μοιάζει να μπορεί, μετατρέπεται σε γέφυρα, στη συνδετική εκείνη οδό ανάμεσα στους ζωντανούς και τους νεκρούς, στην κόρη και τη μητέρα, έτσι όπως αυτές μοιάζουν να έρχονται κοντά σε μια ματαιωμένη πια –και για πάντα– συνάντηση. Γιατί, ουσιαστικά, αυτό που τεχνουργείται στα ποιήματα του βιβλίου αυτού είναι ακριβώς η αποτύπωση της ματαίωσης, της ακυρωμένης επιθυμίας να ποιήτριας να σπάσει τους φυσικούς νόμους, κυρίως όμως η βούλησή της να συμφιλιωθεί και να αντέξει, να περάσει τη δοκιμή και τη δοκιμασία αναμέτρησης με τον θάνατο, αναμέτρησης με την απώλεια, αναμέτρησης, τελικά, με την ίδια της την ύπαρξη, έτσι όπως αυτή κενώθηκε και κενώνεται καθημερινά από την ανυπαρξία της μητέρας της:
«Είμαστε μόνες τώρα.
Η καθεμιά με τα ενδιαφέροντά της.
Εσύ με το χώμα σου
κι εγώ με το χώμα σου.
Νομίζω ότι μιλάμε γελώντας.
Νομίζω όπως παλιά.
(Δηλώνω απερίφραστα ότι αυτό
δεν συμβαίνει.)
Τίποτα δεν νομίζω.
Στίχοι να γίνονται.
Στάχτη γίνονται.
Απλώς σε έχω στη γλώσσα μου».
«Απλώς»
Αυτή η σαφής και δεδηλωμένη τοποθέτηση των ποιημάτων της συλλογής ως προς τη θεματική τους και η εκκίνηση της ποιήτριας από το συγκεκριμένο γεγονός της απώλειας της μητέρας, δημιουργεί ίσως την αίσθηση ή τη βεβαιότητα ότι το βιβλίο εντάσσεται και αντιπροσωπεύει το γνωστό είδος της ποίησης και της ποιητικής του θανάτου, αποτελεί δηλαδή μια ακόμη εκδοχή σε αυτό το τόσο αγαπημένο διαχρονικά θέμα που εξέθρεψε τους στίχους της πλειονότητας των δημιουργών από τις πρώτες αρχές της τέχνης του ποιητικού λόγου.
Η ποιήτρια, με το συγκεκριμένο εγχείρημα, επιχειρεί την ανασύνταξη των δυνάμεών της, τον απολογισμό του παρελθόντος και τον υπολογισμό του μέλλοντος μέσα στο οποίο ήδη πορεύεται έχοντας ενωθεί πια οριστικά με τη μητέρα της.
Η Πεχλιβάνη φαίνεται πράγματι πως εντάσσεται με το συγκεκριμένο βιβλίο στη χορεία αυτών των ποιητών, καθώς προσφέρει με τη γραφή της μια διαφορετική προσέγγιση στον τρόπο που αποτιμάται ποιητικά ο θάνατος, μια προσέγγιση που είναι εμφανώς περισσότερο γήινη, ειλικρινής, ανθρώπινη. Μοιάζει, πραγματικά, να καταγράφει στο χαρτί όλα όσα αναβλύζουν από μέσα της και διεκδικούν την διαμόρφωσή τους από την άμορφη ύλη του θρήνου που έχει έδρα του το θυμικό σε λέξεις, σε ποίηση, σε ρυθμό, σε ένα «τραγούδι» που έρχεται για να την συντροφεύσει αυτές τις δύσκολες, οριακές στιγμές.
Πολύ περισσότερο όμως και από θρήνος, η συλλογή αυτή, όπως αποδεικνύεται από την αίσθηση που αφήνει στον αναγνώστη, μετατρέπεται τελικά σε ύμνο, σε ύμνο της μητέρας, της κατεξοχήν πρωταγωνίστριας στη ζωή κάθε ανθρώπου, αλλά και της ίδιας της ζωής, όπως αυτή εκτυλίχθηκε μέσα σε ένα περιβάλλον συναισθηματικής ασφάλειας. Προεκτείνοντας μάλιστα κανείς αυτή την παρατήρηση θα μπορούσε να υποθέσει πως η ποιήτρια, με το συγκεκριμένο εγχείρημα, επιχειρεί την ανασύνταξη των δυνάμεών της, τον απολογισμό του παρελθόντος και τον υπολογισμό του μέλλοντος μέσα στο οποίο ήδη πορεύεται έχοντας ενωθεί πια οριστικά με τη μητέρα της.
Γιατί η απώλειά της φαίνεται πως οδήγησε σε αυτήν ακριβώς την εξέλιξη, το πέρασμα της φυσιογνωμίας της, δηλαδή, ως ενέργειας πλέον και όχι ως εν-σώματης παρουσίας μέσα στην ύπαρξη της κόρης της. Και η ποίηση έρχεται για να μορφοποιήσει αυτήν την ενέργεια, να την κάνει ύλη, ύλη της ομορφιάς, της αλήθειας, της ζωής:
«Ξέρεις (το ξέρεις, δεν μπορεί), μετήλθα όλους τους τρόπους για να σε κρατώ. Μα πρέπει να σε αφήσω. Άλλωστε το ξέρουμε κι οι δυο πως δεν νικιέται ο γαμημένος θάνατος και πως κουράστηκα –παιδί μικρό– μετά από τόσες μάχες». «Κάποιες νύχτες»
* Η ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ είναι φιλόλογος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο της, η μελέτη «Η Ποιητική Της Άπω Ανατολής – Ψήγματα χρυσού σε νεοελλήνων την εμφάνεια» (εκδ. Κουκκίδα).