Για τη μελέτη της Έρης Σταυροπούλου «Η νεοελληνική ποίηση και το Eικοσιένα. Διάλογος με την ιστορία», Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών / Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, Ιστορική Βιβλιοθήκη 1821.
Της Άντας Κατσίκη-Γκίβαλου
Η σχέση λογοτεχνίας ιστορίας είναι διαχρονικά βεβαιωμένη και μελετημένη ήδη από την αρχαιότητα. Η ιστορική πλέον φράση του Αριστοτέλη στο Περί Ποιητικής «διὸ καὶ φιλοσοφώτερον καὶ σπουδαιότερον ποίησις ἱστορίας ἐστίν· ἡ μὲν γὰρ ποίησις μᾶλλον τὰ καθόλου, ἡ δ᾽ ἱστορία τὰ καθ᾽ ἕκαστον λέγει»(ΙΧ,1451a- b) αναδεικνύει την ανωτερότητα της ποίησης έναντι της ιστορίας με συγκεκριμένα παραδείγματα στα οποία αναφέρεται ο φιλόσοφος. H αλληλόδραση των εννοιών ποίησης και ιστορίας είναι ο πυλώνας της εργασίας αυτής της ομότιμης καθηγήτριας του ΕΚΠΑ, γνωστής νεοελληνίστριας, Έρης Σταυροπούλου.
Η αξία της μελέτης δεν έγκειται απλά στην αποδελτίωση ή και τον σχολιασμό όλων των ποιητικών έργων (αυτοτελών ποιημάτων ή και αποσπασμάτων) που αναφέρονται στο Εικοσιένα, σε γεγονότα, σε ήρωες ή σε τόπους. Το ποιητικό υλικό προσεγγίζεται πολυεστιακά, με γνώση και αισθητική θέαση, σε συνάρτηση με τα λογοτεχνικά ρεύματα, τα ιστορικά γεγονότα, το ευρύτερο κοινωνικό - πολιτικό περιβάλλον του χρόνου παραγωγής του ποιητικού έργου, καθώς και του χρόνου πρόσληψής του που μπορεί να απέχει και δύο αιώνες.
Το ποιητικό υλικό προσεγγίζεται πολυεστιακά, με γνώση και αισθητική θέαση, σε συνάρτηση με τα λογοτεχνικά ρεύματα, τα ιστορικά γεγονότα, το ευρύτερο κοινωνικό - πολιτικό περιβάλλον του χρόνου παραγωγής του ποιητικού έργου...
Το βιβλίο αποτελείται από το εκδοτικό σημείωμα της Μαρίας Χριστίνας Χατζηιωάννου, υπεύθυνης της σειράς του ΕΙΕ «Ιστορική Βιβλιοθήκη 1821», από την Εισαγωγή της συγγραφέως, τα πέντε κεφάλαια της μελέτης, τα επιλεγόμενα, τη βιβλιογραφία και τέλος από το ευρετήριο προσώπων και τόπων. Τα κεφάλαια καθορίζονται από έναν ιστορικό και ένα λογοτεχνικό-ποιητικό τίτλο που προσδιορίζουν την διπλή οπτική της μελέτης αυτής, ενώ οι εντός παρενθέσεως χρονολογίες ορίζουν την χρονική περίοδο κάθε κεφαλαίου. Χωρίς χρονολογίες είναι το πρώτο κεφάλαιο που αναφέρεται στην ποίηση που γράφτηκε κατά τα χρόνια της επανάστασης και ορίζεται ποιητικά από τον πρώτο στίχο του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν» του Σολωμού: «Σε γνωρίζω από την κόψη».
Ακολουθεί σε κάθε κεφάλαιο εισαγωγή, πολύτιμη για τον αναγνώστη, που προσφέρει όλο το ιστορικό, κοινωνικό, αισθητικό και πολιτισμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο δημιουργήθηκαν τα ποιήματα κάθε χρονικής περιόδου και συμβάλλει, με τα στοιχεία που παραθέτει η Σταυροπούλου, στην προσέγγιση τους μέσα από ένα ολιστικό πνεύμα. Η ύπαρξη σε όλα τα κεφάλαια από το 2 – 5 του υποκεφαλαίου «Άνθρωποι και τόποι» προσανατολίζει τον αναγνώστη στα διαχρονικά στοιχεία που έχουν απασχολήσει τους ποιητές. Τα πρόσωπα, οι ήρωες της Επανάστασης με κυρίαρχους τον Μακρυγιάννη, τον Καραϊσκάκη, τον Ανδρούτσο, τον Διάκο, τον Ρήγα, τον Κανάρη κ.ά. και οι τόποι, όπως το Μεσολόγγι ή το Σούλι, αποκαλύπτουν τις σταθερές πηγές έμπνευσης και το διαρκή και ανανεούμενο συμβολισμό τους στη διάρκεια των διακοσίων χρόνων.
Με την μεθοδική αυτή εξέταση της επαναστατικής ποίησης η Σταυροπούλου αναδεικνύει την κριτική αντιμετώπιση της ιστορίας, την αλλαγή των αντιλήψεων για το ιστορικό παρελθόν, ακόμη και την αμφισβήτηση της επίσημης εκδοχής των γεγονότων που αποτυπώνεται σταδιακά στο έργο των νεοελλήνων δημιουργών.
Από την άλλη το υποκεφάλαιο «Διαμαρτυρία και σάτιρα» που υπάρχει σε όλα τα κεφάλαια (2-5) (εκτός από το 4ο που αντιστοιχεί στην περίοδο του πολέμου του 40, της Κατοχής και του Εμφύλιου), αποκαλύπτει κάποια διαχρονικά αισθητικά χαρακτηριστικά και τρόπους σχολιασμού ιστορικών γεγονότων. Με την μεθοδική αυτή εξέταση της επαναστατικής ποίησης η Σταυροπούλου αναδεικνύει την κριτική αντιμετώπιση της ιστορίας, την αλλαγή των αντιλήψεων για το ιστορικό παρελθόν, ακόμη και την αμφισβήτηση της επίσημης εκδοχής των γεγονότων που αποτυπώνεται σταδιακά στο έργο των νεοελλήνων δημιουργών. Παρά τη χρονική διαδοχή της επαναστατικής ποίησης, η μελέτη της επανάστασης στο έργο κάθε ποιητή δεν εξαντλείται σε ένα κεφάλαιο. Η συγγραφέας επανέρχεται σε επόμενα κεφάλαια στο έργο των ίδιων δημιουργών, διερευνώντας τις επιδράσεις που έχουν άλλα γεγονότα, ιστορικά, πολιτικά και κοινωνικά, τα οποία μεσολαβούν και επηρεάζουν το μεταγενέστερο έργο τους. Έτσι, π.χ. αναφερόμενη στο έργο του Κ. Παλαμά στο κεφ.1., που πραγματεύεται τις έννοιες ιστορία - ποίηση και μυθοποίηση, σχολιάζει τις απόψεις του ποιητή για τον ρόλο του «στην αποτύπωση και την προβολή των πατριωτικών αγώνων» με αναφορά στον «Γυρισμό» (Ασάλευτη ζωή), στον «Πρόλογο» του Δωδεκάλογου του γύφτου, στο ποίημά του για τον Σολωμό (1902)(σσ.28-29), ενώ στο δεύτερο κεφ., στην ενότητα 2.6 «Άνθρωποι και τόποι» αναφερόμενη στην επίδραση του Α. Βαλαωρίτη στο έργο του, επισημαίνει ότι ο Παλαμάς τον θεωρεί και αυτόν έναν από τους ήρωες που τον ενέπνευσαν και τον εξυμνεί όχι μόνο ως πνευματικό πρόγονο αλλά και ως αγωνιστή με τον ρυθμό και τη συγκίνηση του δημοτικού τραγουδιού που ο Βαλαωρίτης είχε κατά κόρον χρησιμοποιήσει (σσ.123-124). Στο κεφ.3., που ασχολείται με την πρόσληψη της επανάστασης και των αγώνων από το 1880 – 1940, η Έρη Σταυροπούλου στο εισαγωγικό υποκεφ.1, όπου εξετάζει τα χαρακτηριστικά της ποίησης εκείνης της περιόδου, αναδεικνύει την κριτική και δοκιμιακή συμβολή του Παλαμά στις έννοιες της πατρίδας και της τέχνης, ενώ επισημαίνει την διαφοροποιημένη αισθητικά εμφάνιση ποιημάτων ή στίχων που αναφέρονται στην επανάσταση του 1821. Ο ρομαντισμός υποχωρεί και τα σχετικά ποιήματα, σαφώς λιγότερα, χαρακτηρίζονται από το πνεύμα της «διαμαρτυρίας και της σάτιρας». Έτσι, στα Σατιρικά γυμνάσματα, οι ήρωες του Εικοσιένα χάνουν την αχλή της μυθοποίησης και εναρμονίζονται στο ιστορικό και κοινωνικό παρόν. Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί η Σταυροπούλου: «Αυτή είναι η επιτυχία του ποιητή, να τοποθετήσει την Επανάσταση όχι μόνο απέναντι σε σύγχρονους πολέμους αλλά στην καρδιά της σύγχρονής του κοινωνίας και πολιτικής, αφού ο Αγώνας εκείνος υπήρξε η βάση πάνω στην οποία στηρίχτηκε, με όλες τις πιθανές στρεβλώσεις, ολόκληρο το οικοδόμημα της χώρας» (σ.207).
«Καραϊσκάκης; Σκεντέρμπεης; Όχι. Ο μάγος
πλάστης απ΄ άλλη ρίζα θα υψωθεί·
θ΄αστράψ’ η λεφτεριά κι ο τουρκοφάγος
θα θερίσει· μα είν’ άλλο το σπαθί.
Γεια σας κλέφτες, κουρσάροι, ασλάνια, λύκοι!
Άλλοι καιροί με νέους θεούς. Ορθοί!
(Σατιρικά γυμνάσματα αρ. Β’ 16,Άπαντα, τ. Ε,’ σ.266)
Στη διαδοχή των κεφαλαίων εξετάζεται εμβριθώς η επιρροή της Επανάστασης του 1821 όχι μόνο στο έργο του ίδιου ποιητή, αλλά σε διάφορους ποιητές οι οποίοι, υμνούντες νεότερα ιστορικά γεγονότα, αναβιώνουν τη μυθολογία, την ιδεολογία, τα συναισθήματα, το κλίμα που τροφοδοτούσε την επαναστατική ποίηση. Στα δύο τελευταία κεφάλαια (κεφ.4 και κεφ.5), που αναφέρονται στα χρόνια του Πολέμου και της Αντίστασης, το 4ο και στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, τα χρόνια της δικτατορίας μέχρι τις μέρες μας, το 5ο,η ποίηση του Πολέμου του Σαράντα και της Αντίστασης υμνείται συχνά με ανάκληση φράσεων, μνημόνευση ηρώων, γενικότερα με αποτύπωση ενός κλίματος που συνδέει τα γεγονότα της Επανάστασης με το ιστορικό παρόν. Χαρακτηριστικό δείγμα το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου «Το υστερόγραφο της δόξας» (Τα επικαιρικά) στο οποίο ο ποιητής υμνώντας τον Άρη Βελουχιώτη τον συνδέει άμεσα με το Εικοσιένα, χαρακτηρίζοντάς τον «αγγόνι του Κολοκοτρώνη» που «στην κηδεία του θα ‘αντιβουίξουν οι σπηλιές του 21’» (246-247). Άλλες φορές, όπως στην περίπτωση των Γ. Σεφέρη, Μ. Αυγέρη, Β. Ρώτα, Γ. Κοτζιούλα, Ν. Καββαδία, αρκούσαν μόνο κάποιοι στίχοι ή ποιητικές φράσεις ή και η χρήση του δεκαπεντασύλλαβου για να συνδέσουν τα σύγχρονα γεγονότα με τα παλαιότερα. Οι στίχοι: «Αδέρφια τούτ’ την άνοιξη» του Βασίλη Ρώτα(σ.232) και «Ακόμα τούτ’ η άνοιξη» του Νικ. Βρεττάκου(σ.236) που παραπέμπουν στο γνωστό δημοτικό τραγούδι ή ο τελευταίος στίχος του Σεφέρη στο ποίημα «Ο Στρατής θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους», που δεν είναι άλλος από τον πρώτο του επιγράμματος του Σολωμού «Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη», είναι χαρακτηριστικά δείγματα από τα πάμπολλα που αναφέρει η ‘Ερη Σταυροπούλου. Η παρουσία του Σολωμού αποτελεί τον άξονα σύνδεσης του πολέμου του 40 με την Επανάσταση και στο Άξιον εστί του Ελύτη, ενώ η συγγραφέας δεν παραλείπει να αναφερθεί και σε άλλες συλλογές του ποιητή που μαρτυρούν την επαναφορά στη μνήμη συμβόλων του επαναστατικού παρελθόντος.
Οι ποιητικές αυτές αναφορές αποδεικνύουν τη σύνδεση και συσχέτιση τόσο στο λόγο των ποιητών όσο και στη συνείδηση του ελληνικού λαού των μακρινών με τα πρόσφατα ιστορικά γεγονότα.
Ακόμη, με πληθώρα παραδειγμάτων, με κριτικό και αισθητικό σχολιασμό η Σταυροπούλου μας αποκαλύπτει τη σχέση ποιημάτων της αντίστασης με την επανάσταση. Η έκφραση του συλλογικού αντιστασιακού αγώνα μνημειώνεται ποιητικά με την αναφορά στον απελευθερωτικό αγώνα του 1821 μέσα από τόπους και ανώνυμους ή επώνυμους ήρωες, όπως διαπιστώνεται από το «αντάρτικο εμβατήριο» του Ν. Καρβούνη: «Ξαναζωντάνεψε τ΄αρματολίκι/ […] Ο Γοργοπόταμος στην Αλαμάνα/ στέλνει περήφανο χαιρετισμό» ή/και από τον «Ύμνο του ΕΛΑΣ» της Σ. Μαυροειδή- Παπαδάκη: «Με χίλια ονόματα μια χάρη/ ακρίτας είτ’ αρματολός/ αντάρτης, κλέφτης, παλικάρι/ πάντα είν’ ο ίδιος ο λαός». (σ.258).
Ορθώς επισημαίνει και αναδεικνύει, με ποιητικές αναφορές και σε έργα ελασσόνων ποιητών, ότι δεν έχουμε μόνον ποιήματα όπου η Επανάσταση είναι το φωτεινό σύμβολο του αγώνα.
Την απήχηση της επανάστασης διαπιστώνει η συγγραφέας και στη μεταπολεμική ποίηση, σε ποιήματα που γράφτηκαν κατά την περίοδο της χούντας και κατά τη μεταπολίτευση ως τις μέρες μας. Ορθώς επισημαίνει και αναδεικνύει, με ποιητικές αναφορές και σε έργα ελασσόνων ποιητών, ότι δεν έχουμε μόνον ποιήματα όπου η Επανάσταση είναι το φωτεινό σύμβολο του αγώνα. Η διαφοροποιημένη από την εποχή του 40 ιστορική, κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική κατάσταση έχει επηρεάσει τους ποιητές οι οποίοι απομυθοποιούν την Επανάσταση, που χρησιμεύει πλέον και ως αξία που τονίζει την έκπτωση της μεταπολεμικής και μεταπολιτευτικής περιόδου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ποίημα του Βάρναλη «Ο λαός δεν πεθαίνει» (1965)από τη συλλογή Ελεύθερος κόσμος(1966),όπου η «Λευτεριά του Σολωμού» και η «Αρετή του Κάλβου» θρηνούν για την αδιαφορία και την κατάντια των Ελλήνων της εποχής εκείνης(σ.274).
Η Σταυροπούλου με αναφορές σε ποιήματα νεότερων και σύγχρονων ποιητών, όπως του Θωμά Γκόρπα, του Ηλία Γκρη, του Γ. Βαρβέρη, του Θεοφ. Φραγκόπουλου, του Γ. Χρονά, Κ. Κρεμμύδα, Κ. Καραχάλιου, Ν. Φωκά κ.ά. αναδεικνύει το τεράστιο χάσμα παρελθόντος – παρόντος. Η παράθεση στίχων από τον «Φρουτομανή» τουρίστα του Χρ. Λιοντάκη από τη συλλογή Υπόγειο γκαράζ εύγλωττα μας το καταδεικνύει: «Ντρέπομαι να μιλήσω για το Μακρυγιάννη // Πλατεία γεμάτη θάματα // πλατεία γεμάτη προφυλακτικά». (σ.275)
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν ακόμη κάποιες επισημάνσεις της που αναφέρονται στις παραπάνω περιόδους (από το Σαράντα μέχρι τις μέρες μας) και χαράσσουν με ευκρίνεια τις ποικίλες επιδράσεις που έχουν μεσολαβήσει από το ιστορικό γεγονός του 1821 στην χρονική εξέλιξη της ποίησης αυτής μέχρι σήμερα. Έτσι, η συγγραφέας παρατηρεί ότι στη μεταπολεμική και σύγχρονη ποίηση οι «μεγάλες συνταγματικές αφηγήσεις» της ρομαντικής περιόδου εγκαταλείπονται και αντικαθίστανται «από μικρές παραδειγματικές αφηγήσεις μεμονωμένων επεισοδίων» (σ.262) και ότι κυριαρχεί η πολιτική θέαση των γεγονότων και των ιστορικών προσώπων. Στην οπτική αυτή συνέβαλε και ο επιστημονικός λόγος της Αριστεράς της εποχής. Ιδιαίτερης σημασίας είναι η παρατήρησή της ότι στους σύγχρονους ποιητές, παρά την απομυθοποίηση του Εικοσιένα και την κριτική επανεξέτασή του, και ίσως και γι’ αυτό το λόγο, η Επανάσταση «γίνεται το μόνο σταθερό έδαφος της ζωής τους» (σ.263).Δεν θα ήθελα να παραλείψω την καίρια παρατήρησή της για την ουσιαστική αισθητική διαφοροποίηση του ποιητικού αυτού λόγου που είναι το πεζολογικό, περισσότερο όμως το «αντιλογοτεχνικό» ύφος που τον διακρίνει από τον ποιητικό λόγο του 19ου και αρχών του 20ού αι.
Το βιβλίο ολοκληρώνεται με αναφορά γεγονότων, κυρίως όμως ηρώων –κυριαρχεί ο Μακρυγιάννης– ακόμη και σε ελαφρά και λαϊκά τραγούδια, σε μελοποιήσεις έργων ποιητών και στιχουργών (Στ. Παναγιωτίδης, Κ. Χ. Μύρης, Λ. Παπαδόπουλος, Ν. Γκάτσος, Η. Ανδριόπουλος, Δ. Σαββόπουλος), οι οποίοι καταφεύγουν στους ήρωες και στους τόπους της Επανάστασης για να εκφράσουν την αντίθεσή τους κυρίως στο χουντικό καθεστώς της Επτάχρονης Δικτατορίας.
Στο βιβλίο αυτό ο ποιητικός διάλογος του ιστορικού γεγονότος της Επανάστασης του Εικοσιένα με την νεοελληνική ποίηση από τα χρόνια του Αγώνα ως τις μέρες μας, που με επιστημονική γνώση, αντικειμενικότητα, πληρότητα και ιδιαίτερη ευαισθησία μελέτησε η Έρη Σταυροπούλου, αναδεικνύει τη δύναμη του ποιητικού λόγου όχι μόνο να συνομιλήσει με τα ιστορικά γεγονότα, αλλά να τα μετουσιώσει και να τα μεταλλάξει στη διάρκεια του χρόνου. Η εργασία αυτή ανέδειξε τη δυνατότητα της ποίησης όχι μόνο να συντηρεί και να καλλιεργεί την εθνική μνήμη ή να αποκαλύπτει τη διαχρονική αξία των ιστορικών γεγονότων, αλλά και να ανατροφοδοτεί δημιουργικά το σύγχρονο ιστορικοκοινωνικό και πολιτικό παρόν, μέσα από τις καινοφανείς καλλιτεχνικές προσεγγίσεις και ιδεολογικές συνομιλίες νεότερων ποιητών με περασμένα γεγονότα.
* Η Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου είναι Ομ. Καθηγήτρια ελληνικής φιλολογίας ΕΚΠΑ.