Της Παυλίνας Μάρβιν
Το δοκίμιο αυτογνωσίας του Χρίστου Ρουμελιωτάκη, αρχίζει με το ποίημα Δεν είναι τα όνειρα, γραμμένο το 1969: Δεν είναι τα όνειρα/ αυτά και πότε ήταν,/ ούτε ο πρακτικός βίος που ανατράπηκε ξαφνικά,/ τη μάνα μου συλλογίζομαι/ -στρατόπεδο, παραμονή Χριστούγεννα-, που θα γυρίζει μοναχή της μέσ’ στο σπίτι,/ που θα κοιτάζει τα βιβλία μου/ και θα κλαίει.
Το βιβλίο ολοκληρώνεται με ένα ακόμη ποίημα, τον Εξορκισμό, που συνεγράφη μόλις το 2003. Ανάμεσα στα δύο ποιήματα, παρεμβάλλεται μια διήγηση ογδόντα περίπου ευανάγνωστων σελίδων, σε δεύτερο ενικό πρόσωπο: το ταξίδι του ποιητή, που συμμερίσθηκε τη μοίρα της Ελληνικής Αριστεράς, πορεύεται μέσα από μια συνειρμική αφήγηση στιγμών της εξορίας του κατά τη διάρκεια της δικτατορίας στην Ελλάδα, με άξονα τις σκέψεις και τα αισθήματα που προηγήθηκαν αυτής, την πλαισίωσαν και την ακολούθησαν. Στο τέλος του δοκιμίου, ο συγγραφέας μας δίνει το παράδειγμα της αυτογνωσίας που επιδιώκει: και τα θυμάσαι όλα αυτά και τα γράφεις, όπως είπαμε, για τη δική σου και μόνο παραμυθία. «Ήσυχος για τη γνώμη σου αλλ’όχι για τη μοίρα», όπως έλεγε και λέει ο Διονύσιος Σολωμός, που οσημέραι και όσο τον μελετάς, περισσότερο βεβαιώνεσαι για τη μεγαλοσύνη του.
Μαθαίνουμε πως τις Αποθήκες Υφάλων Όπλων τις είχαν χτίσει οι Ιταλοί στο Παρθένι της Λέρου. Εκεί ο ποιητής πέρασε τέσσερα χρόνια, περίκλειστος, κι όπως μας μεταφέρει έμαθε πολλά, που του χρησίμευσαν πολύ στη ζωή του: ασκήθηκε στην σιωπή, στην υπομονή, την (συστηματικώς λογοκριμένη) αλληλογραφία, ασκήθηκε στο να επιλέγει τον δύσκολο δρόμο σε κάθε του δίλημμα. Κυρίως γνώρισε και αγάπησε σπουδαίους ανθρώπους και αναμετρήθηκε πάνω απ’ όλα με τον εαυτό του: Οι μέρες δεν περνούν, οι νύχτες είναι δύσκολες, όμως τα χρόνια περνούν και ξαφνικά (ξαφνικά;) διαπιστώνεις ότι βρίσκεσαι στη φυλακή ή στην εξορία ένα, δύο, δέκα ή και περισσότερα χρόνια (…) Φτιάχνεις καραβάκια ή άλλα χειροτεχνήματα, που απαιτούν υπομονή, προσπαθείς να μάθεις πράγματα –μελισσοκομία, λογιστική- και όλα αυτά είναι καλά αλλά δεν είναι το προσκεφάλι που θα ακουμπήσεις το βράδυ για να δεις τα όνειρά σου ή για ν’αφήσεις τα δάκρυά σου να κυλήσουν χωρίς να ντρέπεσαι γι ’αυτό.
Ο Χρίστος Ρουμελιωτάκης προβαίνει σε μια γενναία, αποσπασματική εξομολόγηση αυτής της ισόβιας αναμέτρησης, ακριβώς επειδή δεν διστάζει να μας φέρει αντιμέτωπους με τις παγιδεύσεις, τις αυταπάτες του, τις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις και αυτήν, ειδικά, την, διαχρονικά και για κάθε άνθρωπο, αναπόφευκτη μάχη με το χρόνο: και βάλε πάνω δεξιά το ανεμολόγιο/ για να γυρίσει ο μπούσουλας στο βορρά/ στα εικοσιοκτώ σου χρόνια τα αδιάλλακτα,/ τώρα που δεν μας λογαριάζει ο καιρός.
Πρόκειται για ένα κείμενο πολυεπίπεδο, λογοτεχνικό (ούτε ένα γράμμα, αγαπητέ μου, ούτε ένα δέμα με σταφίδες), αυτοβιογραφικό ( γιατί δεν είχες ανακαλύψει ακόμη ή δεν είχες συνειδητοποιήσει αρκετά ότι κανένας στον κόσμο δεν ενδιαφέρεται για σένα), ιστορικής σημασίας (διότι, όπως αποδείχθηκε, όταν κινούνται τα τανκς, πρέπει να έχεις κι εσύ τανκς για να τα αντιμετωπίσεις) με πραγματικό διακύβευμα (και τέλος σε είχε σταματήσει το μεγάλο ερώτημα: Τι θέλεις επιτέλους να γράψεις;), με φιλοσοφικό στοχασμό βάθους και βαθειά πολιτική συνείδηση πολύ μακριά από την εκ του ασφαλούς πολιτικοποίηση της εποχής μας. Ο ποιητής έχει εκδώσει, πέραν των τριών ποιητικών συλλογών (Κλειστή Θάλασσα, Ξένος Ειμί και άλλα ποιήματα, Δεν είναι τίποτα και άλλα ποιήματα), και το βιβλίο Ασκήσεις Αυτογνωσίας, για το οποίο απέσπασε το Κρατικό Βραβείο δοκιμίου-κριτικής το 2009.
Ασκήσεις Αυτογνωσίας
Εκδώσεις Τυπωθύτω