Του Γιώργου Βέη
Ο Κώστας Μαυρουδής (1948, Τήνος), από τους χαρακτηριστικότερους εκπροσώπους της πολύτροπης γενιάς του ΄70, ανήκει στους ποιητές εκείνους οι οποίοι εισέρχονται διακριτικά στο τοπίο της πραγματικότητας, εγκαθίστανται αβίαστα στις παρυφές των αληθειών του και στη συνέχεια αναστοχάζονται.
Χωρίς βεβαίως να απεμπολούν τα δικαιώματά των ως γηγενείς πολίτες της μεγάλης επικράτειας των ονείρων, γράφουν για να ομολογήσουν αιτιώδεις συνάφειες, πεπρωμένες συγγένειες και ιδιάζοντα νοήματα κενού – πληρότητας. Ο ίδιος μάλιστα ο Κώστας Μαυρουδής φαίνεται να γνωρίζει καλώς ότι το φιλέρευνο κειμενικό υποκείμενο, όπως φέρ΄ ειπείν κατά κανόνα συμβαίνει στο παρόν, πέμπτο κατά σειράν ποιητικό του βιβλίο, υπάρχει σχεδόν αποκλειστικά μέσα στο προσφιλές του Πράγμα. Εγκιβωτισμένο και θωρακισμένο για τα καλά εκεί. Έξω και πέρα από αυτό είναι, φευ, μικρότερο κι από μύγα. Μικρότερο κι από σπυράκι μήλου. Σε πείσμα βεβαίως των όσων διαμετρικά αντιθέτων φρονεί και διδάσκει ο Γκέοργκ Βίλχελμ Φρίντριχ Χέγκελ. Ισχυρίζομαι δηλαδή ότι η σχέση, η οποία συνδέει τον καταγραφέα των Τεσσάρων εποχών με το αντικείμενο των ενδελεχών παρατηρήσεών του παράγει αφειδώς ίαση. Ένα δε είδος γνωσιολογικής κάθαρσης, ενίοτε επείγουσας, προσδίδει στο τελικό προϊόν των παρατεταμένων δοκιμών λόγου μιαν ιδιάζουσα λεκτική λάμψη.
Το περιώνυμο Μάρα, ήτοι τα πάθη μας, όπως τα ορίζει συλλήβδην η ινδουιστική συλλογιστική, παρίστανται βεβαιότατα ως απώτεροι ανιόντες της κειμενικής πρότασης. Τη δεσμεύουν εννοιολογικά, αλλά δεν την κατατρύχουν. Τα αίτια και τα αιτιατά τους φιλτράρονται διαδοχικά, διερμηνεύονται και ταξινομούνται με τη δέουσα νηφαλιότητα. Το Κακό δεν ξορκίζεται, όπως συνήθως συμβαίνει στις ανάλογες περιπτώσεις, αλλά απωθείται συναινετικά. Οι εναντιωματικές σχέσεις με την ετερότητα ενδέχεται να οδηγήσουν σε μια πρόσκαιρη καταλλαγή. Ή ακόμη και σε μια διαρκείας. Αυτή η κομψή διαχείριση του ζέοντος συναισθηματικού – ψυχικού φορτίου συμβάλλει αποφασιστικά στη φραστική αναπαράσταση μιας ήπιας δύναμης, η οποία συνέχει το σύνολο των εκφορών. Παραθέτω για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής τα εξής ενδεικτικά: «τα γεγονότα έχουν γεράσει αποφασιστικά – επιπλέον αρχαίες φράσεις – που κάποτε ακούστηκαν εδώ – ζητούν πάλι παρόν και ακροατήριο […] προς το παρόν επιστρέφω στο μαξιλάρι μου – το τεράστιο ζώο-χειμώνας – (με μακρύ κασκόλ σαν διάδρομο υποδοχής) – με συνοδεύει με αφοσίωση – μου δείχνει το αρχαίο φαρμακείο – το φωτεινό θερμόμετρο – που επαναλαμβάνει σαν ψυχαναγκασμός το-3 - η τελευταία εικόνα της ημέρας λέει – η έξοδος που ζητάει το ποίημα: - σαν παραμύθι σε πάγους – βγήκε απ΄ το μικρό εστιατόριο – με φόρμες χιονιού ένα ζευγάρι – (μέχρι το απόγευμα βρισκόταν στο βουνό) – ανηφορίζουν μπροστά μας αργά – χωρίς να ακούγονται – εκείνος σκυμμένος λίγο – με το φορτίο των σκι στον ώμο – ένας Ναζωραίος των σπορ που ευδαιμονεί – κάτω απ΄ τον αλπικό του σταυρό».(Ιδέτε σελ. 34. επ.). Αν όντως «ο χρόνος είναι αυτό που μεταμορφώνεται και διαφοροποιείται, αιωνιότητα είναι αυτό που διατηρείται μέσα στην απλότητα», όπως όρισε προσφυώς ο Μάιστερ Έκχαρτ, τότε οι κειμενικές εμπεδώσεις των Τεσσάρων εποχών συναποτελούν τεκμήρια μιας όλως έντιμης αναζήτησης των ουσιών μέσα στο απτό, το σαφές, το συγκεκριμένο των καθημερινών διαβημάτων μας. Τα ίχνη της πραγματικότητας αρκούν δηλαδή για να μας οδηγήσουν στην – όποια – Αρχή των όντων. Αρκεί η προσοχή που θα τους προσφερθεί από το βλέμμα του νου να είναι η αρμόζουσα. Εξ ου και η διαρκής αυτή αίσθηση, ότι δηλαδή ο ποιητής εν προκειμένω δεν σκοτώνει, δεν εκφυλίζει το χρόνο σε ήττα βίου, αλλά αντιθέτως τον προσεταιρίζεται, τον εξανθρωπίζει. Εν τέλει, τον ενδύεται. Η πατίνα του χρόνου καθίσταται εν ολίγοις ο οίνος και ο άρτος του στίχου.
Κατά τα άλλα, η μετωνυμική διασύνδεση φύσης και πολιτισμού παραμένει η σταθερά εκείνη παράμετρος των ποιητικών αναδιπλώσεων περί τα ινδάλματα, όπως ακριβώς την εξακριβώσαμε και στα προηγούμενα έργα του Κώστα Μαυρουδή, δηλαδή στο κρίσιμο Δάνειο του χρόνου («Κέδρος», 1989) και στην υφολογικά προσωποπαγή, υποδειγματική για τα αισθητικά της ολοκληρώματα Επίσκεψη σε γέροντα με άνοια («Κέδρος», 2001). Η λεπτή ειρωνεία δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να μας ειδοποιεί αρμοδίως για τα όσα αφορούν στη ματαιότητα των πράξεων μας, στην αβελτηρία της δυιστικής αντίληψης και της δήθεν ορθολογικής αξιοποίησης των πολιτισμικών αγαθών του παρελθόντος. Η ενιαία του γραφή, δρώντας συνδυαστικά στο μεταίχμιο χαρισματικής πρόζας-ευθύβολης ποίησης, ως συνειδητό, αύταρκες κι αυτόφωτο υβρίδιο, κατακτά ένα μετά το άλλο τα όσα έταξε ως άμεσους στόχους υλοποίησης. Οι συναρθρώσεις αυτές αποφέρουν ασφαλούς καλούς καρπούς: το κείμενο καθίσταται πρωτίστως μάρτυς διάσωσης των καίριων φαινομένων.
Τέσσερις εποχές
ΣΕΛ. 59
Εκδόσεις «Κέδρος»