Για την ποιητική συλλογή του Δημήτρη Αγγελή «Πάντα βρέχει στο κεφάλι του σκύλου» (εκδ. Πόλις). Κεντρική φωτογραφία © Karsten Winegeart / Unsplash.
Του Γιώργου Βέη
«Η αλήθεια είναι απεχθής: έχουμε την τέχνη
για να μη μας καταστρέψει η αλήθεια». Φρίντριχ Νίτσε
Πρόδηλη ανθρωπολογική απόκλιση, σύμμετρη διάχυση βιωματικής και επινοημένης ουσίας, συνειδητή ελλειπτικότητα όπου δει, παροχή απροσδόκητων συνειρμών: ξαναδιαβάζω, ακούω, κατατάσσω τόσο ευκρινείς κλίμακες δράματος, όσο κι εκδιπλώσεις στοχασμών. Αντιγράφω κατά λέξη τα εξής:
«Ἀκόμα κι ἄν φτάσεις ἀργά φορώντας τό κεφάλι τοῦ λαγοῦ καί κρατώντας δυό φλιτζάνια τσαγιοῦ στά χέρια ἤ τή γνωστή χάλκινη τρομπέτα σου. Ἀκόμα κι ἄν πλατσουρίζουμε μέ τίς κίτρινες γαλότσες στά νερά τῆς παλίρροιας, ἐνῶ δίπλα καλπάζουν κοπαδιαστά Κένταυροι κι ἐλάφια. Ἀκόμα κι ἄν κοιμηθοῦμε ἀπόψε στό πάτωμα τσαλακώνοντας τίς φτεροῦγες μας, ἀκόμα κι ἄν δέν κρατήσουμε αἰχμαλώτους ὥς τό πρωί πού τό ἀποξηραμένο στόν κῆπο μας κλαδί θ’ ἀνθίσει πάλι. Ἀκόμα κι ἄν ἔρθεις. Ἀκόμα κι ἄν ἔρθεις τώρα κάτω ἀπ’ τόν ἴσκιο τοῦ φάρου καί μοῦ πεῖς ὄχι ξανά, ἀκόμα καί τότε ἐγώ, ὥς τό τέλος τοῦ κόσμου γιά σένα θά καίγομαι».
Πρόκειται για το επιλογικό πεζόμορφο, πλην όμως ασφαλέστατο ρυθμικά ποίημα της ως άνω συλλογής. Φέρει τον πολύσημο τίτλο «Θυσία», προβάλλοντας, εκτός των άλλων, την εξαιρετικά γόνιμη σχέση, η οποία συνδέει τον ποιητή με το επιβλητικό αισθητικό μόρφωμα της γνωστής κινηματογραφικής πρότασης του Αντρέι Ταρκόφσκι. Φρονώ ότι συνιστά αντιπροσωπευτικό δείγμα τόσο του κατάλληλα επεξεργασμένου ύφους του παρόντος λεκτικού εγχειρήματος, όσο και του πολύπτυχου συγκινησιακού υλικού.
...συνιστά αντιπροσωπευτικό δείγμα τόσο του κατάλληλα επεξεργασμένου ύφους του παρόντος λεκτικού εγχειρήματος, όσο και του πολύπτυχου συγκινησιακού υλικού.
Η άρθρωση του λόγου παραπέμπει ευθέως στην κίνηση εκκρεμούς. Η νύξη, ο στοχασμός, το πόρισμα άγεται από το αμιγώς συμβολικό δεδομένο στη σφαίρα του απτού. Η κίνηση παραμένει σταθερή. Το δίπολο απόλαυση / απώλεια έλκει κατά αποκλειστικότητα το σύνολο των αναφορών και αυτοαναφορών. Συγκρατώ ότι στους αντίποδες του έντονου μανιχαϊσμού που επιμένει να διαχωρίζει κατά τρόπο κάθετο τις κατηγορίες του δημιουργικού λόγου, η πρόταση του Πάντα βρέχει στο κεφάλι του σκύλου συμβάλλει κι αυτή από την πλευρά της στη φίλια, εννοείται, αναθεώρηση μέτρων και σταθμών, ούτως ώστε να αντιμετωπίζονται με διαφορετικό τρόπο οι διαφοροποιήσεις των λογοτεχνικών έργων. Κοντολογίς, το τελικό αισθητικό αποτέλεσμα μαρτυρεί εμπράκτως την πολύπειρη κειμενική ευστροφία του Δημήτρη Αγγελή.
O «εν δυνάμει άνθρωπος», αυτό «το άγραφο ποίημα της ύπαρξής του», όπως τον αποκαλεί ο Ρόμπερτ Μούζιλ, γνωρίζουμε ότι θα επιζητεί διακαώς την αυτοπραγμάτωσή του. Υφίσταται βεβαίως κι επιβιώνει μέσα στο παρατεταμένο όνειρο της σταδιακής ή ραγδαίας μεταμόρφωσής του ο «εν δυνάμει άνθρωπος», σε ων. Κι είναι το ζείδωρο ποιητικό ρήμα, όπως συμβαίνει φέρ’ ειπείν εδώ, ενισχυμένο, συν τοις άλλοις, με όλον τον αξιωματικό δυναμισμό του μεταφορικού τροπισμού, που μπορεί και ξέρει πώς να μεταγγίζει, πώς να μετουσιώνει από το πεδίο του φαντασιακού στο χωροχρόνο του υποκειμένου, στο προσδιορισμένο βήμα του εγώ εν ολίγοις, τους παλμούς, τους κραδασμούς, τις τριβές, τις ήττες, τους κλυδωνισμούς, αλλά και τις όποιες ανορθώσεις του ίδιου του είναι. Εννοείται στην πληρότητά του.
Ο ηθικός κόσμος, ο λεγόμενος πραγματικός κόσμος «ό,τι είναι το πλέον αδύνατον» κατά τον Ζακ Λακάν και η (ιδιαζόντως νοήμων, ομιλητική) πανίδα επιβεβαιώνουν συν-υπάρξεις, συν-ταυτίσεις, συναντιλήψεις εν τέλει.
Φρονώ ότι οι ομολογουμένως ενδελεχείς διασκελισμοί του νοήματος στο Πάντα βρέχει στο κεφάλι του σκύλου συμβάλλουν αποφασιστικά στην καθόλα επιτυχή διαχείριση του παλλόμενου σημασιολογικού φορτίου. Η δε εμφανής συνπαρουσία του σκύλου ή και άλλων διακριτών στελεχών του ζωικού βασιλείου πιστοποιεί την ασίγαστη ανάγκη της γλώσσας και δη της ποιητικής να αποφανθεί εν είδει. Ο ηθικός κόσμος, ο λεγόμενος πραγματικός κόσμος «ό,τι είναι το πλέον αδύνατον» κατά τον Ζακ Λακάν και η (ιδιαζόντως νοήμων, ομιλητική) πανίδα επιβεβαιώνουν συν-υπάρξεις, συν-ταυτίσεις, συναντιλήψεις εν τέλει. Συνιστούν όρια γνωστικού βάθρου κι όχι ευκαιριακές αντιστίξεις. Δεν υφίσταται επομένως η ποίηση για την ποίηση αλλά, ει δυνατόν, για το όλον.
Άλλο ενδεικτικό παράδειγμα είναι και το εξής, όπως το αποσπώ κατά λέξη από το ποίημα με τίτλο «Παρίσι – Αθήνα» στη σελ. 11:
«Ὅλη τή νύχτα τά μαλλιά σου πάνω στό μαξιλάρι δεν
μ’ ἄφηναν νά κοιμηθῶ
Μέσα τους κρυβόταν μιά ὁλόκληρη χώρα
ἕνας μόνιμος βόμβος ἠχοῦσε ἀπ’ τό φτερούγισμα
χιλιάδων κολιμπρί
Κι ἄναβαν σάν σπίρτα τά κίτρινα ὄνειρα πού βλέπουν
οἱ πεταλοῦδες τῆς Ρόδου τόν Σεπτέμβριο.
Κοντά στόν φεγγίτη τοῦ λαιμοῦ ἔπινε μέ θόρυβο νερό
ἕνας πορτοκαλής σκύλος, τό κυπαρίσσι
παραδίπλα ἀναβόσβηνε».
Δεν πρόκειται περί αντικανονιστικών δομών ή εναντιωματικών μηχανισμών σκέψης. Η ποιητική γραφή επείγεται εδώ να αποσπάσει από τα λείψανα της καθημερινότητας ό,τι αρμόζει, προκειμένου να αναπαραχθεί, ει δυνατόν, ένα καθόλα λειτουργικό ενταύθα και νυν. Η συλλογή εστιάζεται εμφανώς και στα αίτια και στα αιτιατά της αναπόφευκτης οδύνης του βίου: ό,τι φαίνεται πως μάλλον στέργει, πως μάλλον εμπιστεύεται κάτι το μείζον μέσα στην παραφορά του ο έρωτας, κατά βάση εκείνο ακριβώς ελλείπει. Το στοιχείο της ψευδαίσθησης, το οποίο, ως γνωστόν, συνέχει καταστατικά τη ζωή, προσεγγίζεται με ρηματική συνέπεια.
Τα εγγενή συναισθήματα με τη σειρά τους, ενώ φαίνεται ότι υπαγορεύουν το σύνολο των ποιημάτων, επιδιώκουν να καλύπτονται, ενίοτε να συνωστίζονται στο περιθώριο των στροφών, να σιγούν μάλιστα την κατάλληλη στιγμή. Οι εννοιολογικές αλληλουχίες, οι παραγωγικές στιχικές διαδράσεις, το ενεργό πλέγμα των δοκίμων συναρμογών υποστηρίζουν συνειδητά, στο πλαίσιο πάντα των απαιτητικών κειμενικών εμπεδώσεων, την εκτέλεση του καθήκοντος της ριζικής απόφανσης. Στο βαθμό δε που «η ζωή είναι η εμμονή να ολοκληρώσει κανείς μια ανάμνηση» (“vivre c’ est s’ obstiner à achever un souvenir”), όπως διακήρυξε ο Ρενέ Σαρ, τότε η ποιητική πράξη δεν είναι τίποτε άλλο παρά η συντονισμένη προσπάθεια για την ανέκκλητη ακύρωση της πείσμονος λήθης.
Σχολιάζοντας παλαιότερα στο περιοδικό «Τα Ποιητικά» (τχ. 42, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2021) το ποίημα με τίτλο «Χθες», που είχε προηγηθεί αυτοτελώς ως αυτοέκδοση και απαντά τώρα στη σελ. 16 του παρόντος, τόνιζα, μεταξύ άλλων, ότι η επαρκώς συγκερασμένη ηχητική του συγκρότηση συνιστά μια καθόλα συναρπαστική περίληψη διαβήματος, αμιγώς οντολογικής υφής, για τη βαθύτερη, την ανεπούλωτη, την απροκάλυπτη εν τέλει ερημία του εγώ. Όπως ανιχνεύεται διαχρονικά. Με αφετηρία το άλγος του προσώπου, η ποιητική γλώσσα, συνειδητά αποκαθαρμένη, δικαιώνει τα σημαινόμενα. Μάλιστα, με ιδιάζουσα πιστότητα. Ο εγνωσμένης επάρκειας, άξια πολυβραβευμένος αυτός ποιητής εξακολουθεί να αποτυπώνει με υποδειγματική οικονομία των εκφραστικών του μέσων ό,τι έχει αποθησαυρίσει η κρίσιμη εμπειρία ως ακαταμάχητη σοφία του τραγικού. Εξ ου και η τεκμηριωμένη αυθεντικότητα του τελικού, ομολογουμένως λειτουργικού αντιλήμματος.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι πρέσβης επί τιμή και ποιητής. Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή κειμένων «Για την ποιητική γραφή – Δοκιμίων Σύνοψις» (εκδ. Ύψιλον).
Απόσπασμα από το βιβλίο
ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΗΡΕΜΑ ΜΙΛΩ
«Εἶμαι ἕνας ἄνθρωπος πολλῶν χωρισμῶν πού θά πεῖ
ἀγαπήθηκα.
Εἶμαι ἕνας ἄνθρωπος πολλῶν προσευχῶν πού θά πεῖ
κατάμονος ἔζησα
χρόνια.
Ἀκούω νά περνοῦν ἔξω ἀπ’ τό δάσος φορτηγά
ἀναρωτιέμαι πῶς ἄντεξα
νά μέ πατᾶτε.
Σβῆσε τό φῶς
καί μή φοβᾶσαι.
Ἕνας ἄνθρωπος
εἶμαι».