Για τον τόμο του Ovidius (43 π.Χ. – 17 μ.Χ.) «Ηρωίδες» (1-15) με εισαγωγή - κείμενο - μετάφραση - σχόλια από τους: Βάιο Βαϊόπουλο, Ανδρέα Μιχαλόπουλο και Χαρίλαο Μιχαλόπουλο (εκδ. Gutenberg).
Του Σπύρου Κιοσσέ
Μια από τις διαδικασίες που επηρεάζουν καθοριστικά τις τύχες ενός λογοτεχνικού έργου σε γλωσσικά και πολιτισμικά συμφραζόμενα διαφορετικά από αυτά της πρώτης σύνθεσής του είναι αναμφίβολα αυτή της μετάφρασης. Στην περίπτωση, ειδικότερα, της λογοτεχνίας τού ελληνορωμαϊκού παρελθόντος η ύπαρξη «προσιτών», ήτοι «φιλικών» προς τον σύγχρονο αναγνώστη, μεταφράσεων είναι απαραίτητη προϋπόθεση, ώστε να διασφαλιστεί η πρόσληψή της από ευρύτερο κοινό, και να μην περιοριστεί σε αυτό των λίγων –όλο και λιγότερων, στις μέρες μας– ειδικών. Πρόκειται, βεβαίως, για ένα δύσκολο εγχείρημα. Ακόμη, όμως, δυσκολότερο καθίσταται όταν ως προγραμματική στόχευση αυτών που μεσολαβούν το έργο ενός κλασικού συγγραφέα, όπως ο Οβίδιος, εν προκειμένω, τίθεται ένας διττός στόχος: μια έγκυρη και επιστημονικά τεκμηριωμένη παρουσίαση του έργου του, και συνάμα ένα κείμενο που θα μπορεί να διαβαστεί με ευκολία και ενδιαφέρον από τον «μέσο» αναγνώστη, ο οποίος δεν έχει εντρυφήσει στις κλασικές σπουδές.
Οι συγγραφείς του παρόντος τόμου κατάφεραν να ισορροπήσουν ανάμεσα στα δύο απαιτητικά αυτά ζητούμενα. Συγκεκριμένα, οι καθηγητές Λατινικής Φιλολογίας Βάιος Βαϊόπουλος, Ανδρέας Μιχαλόπουλος και Χαρίλαος Μιχαλόπουλος παρέχουν μια άρτια φιλολογική έκδοση των Ηρωίδων του Οβίδιου, υψηλής επιστημονικής αξίας. Πρόκειται για ένα έργο το πρώτο μέρος τού οποίου αποτελείται από ένα σύνολο επιστολών που υποτίθεται ότι έγραψαν μυθικές γυναικείες μορφές (και μία «ιστορική», η ποιήτρια Σαπφώ) προς τους αγαπημένους τους. Οι γυναίκες αυτές (ανάμεσά τους η Πηνελόπη, η Φαίδρα, η Διδώ, η Διηάνειρα, η Αριάδνη, κ.ά.) επιχειρούν να πείσουν τους ερωμένους τους να επιστρέψουν, διεκδικώντας μια θέση στη ζωή τους. Το δεύτερο μέρος απαρτίζεται από τρία ζεύγη επιστολών που ανταλλάσσουν οι ερωμένες με τους ερωμένους τους (οι λεγόμενες «διπλές επιστολές»).
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η συζήτηση που ακολουθεί για θέματα ειδολογικού προσδιορισμού και διακειμενικών σχέσεων του έργου, καθώς ο Οβίδιος αξιοποιεί γυναικείους χαρακτήρες που εμφανίζονται και σε άλλα λογοτεχνικά έργα και είδη, με τα οποία μάλιστα αναπτύσσεται συχνά ένας περισσότερο ή λιγότερο εμφανής διάλογος.
Στον τόμο αυτό, στον οποίο περιλαμβάνονται οι «μονές επιστολές» (1-15), προτάσσεται μια κατατοπιστική εισαγωγή για τον βίο του ποιητή Publius Ovidius Naso, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, και για το σύνολο της συγγραφικής παραγωγής του, με λεπτομερέστερη αναφορά στις Ηρωίδες και σε ζητήματα που αφορούν το περιεχόμενο, τον τίτλο, τη χρονολόγηση και τη γνησιότητα του κειμένου. Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η συζήτηση που ακολουθεί για θέματα ειδολογικού προσδιορισμού και διακειμενικών σχέσεων του έργου, καθώς ο Οβίδιος αξιοποιεί γυναικείους χαρακτήρες που εμφανίζονται και σε άλλα λογοτεχνικά έργα και είδη (έπος, τραγωδία, επύλλιο, λυρική ποίηση κ.ά.), με τα οποία μάλιστα αναπτύσσεται συχνά ένας περισσότερο ή λιγότερο εμφανής διάλογος.
Οι αναπλαισιωμένες Ηρωίδες του Οβίδιου αρθρώνουν έναν πολυεπίπεδο λόγο: προς τους παραλήπτες των επιστολών, προς τον (εκάστοτε) εξωτερικό αναγνώστη του οβιδιακού έργου, αλλά και εις διακειμενικόν εαυτόν: προς τη μυθοπλαστική ταυτότητα που έχει κατασκευαστεί γι’ αυτές στον πρότερο λογοτεχνικό τους βίο. Με τον τρόπο αυτό, εκφέρουν λόγο συμπληρωματικό σε σχέση με τον λόγο που «επιτράπηκε» στις ίδιες ηρωίδες να αρθρώσουν στη μέχρι τότε λογοτεχνική παράδοση, κυρίως στο πλαίσιο των «μεγάλων» επικών αφηγήσεων του παρελθόντος. Οι συγκεκριμένες ηρωίδες, με άλλα λόγια, διεκδικούν να «γράψουν» μόνες εαυτάς, καθιστώντας τες μυθοπλαστικές ηρωίδες των αφήγησεών τους. Ο επιστολικός λόγος, έτσι, των γυναικών, λόγος «ιδιωτικός» και ταυτόχρονα «δημόσιος», στη συγκεκριμένη λογοτεχνική σκευή του οβιδιακού έργου, επιφέρει συχνά –ή τουλάχιστον επιχειρεί– μια συμπλήρωση, αναθεώρηση ή και ανατροπή τού κανόνα, μυθικού, λογοτεχνικού και, κυρίως, αξιακού. Γράφει, λόγου χάρη, η Πηνελόπη στον Οδυσσέα (στην πρώτη, σε σειρά, επιστολή της συλλογής), αμφισβητώντας εμφανώς τη σημασία του τρωικού πολέμου και την αξία τής πτώσης τής Τροίας:
«Όμως, εμένα τι ωφελεί που έγινε από τα χέρια σας το Ίλιο συντρίμμια, / και ό,τι ήταν τείχος κάποτε έχει απομείνει σκέτο χώμα τώρα, / αν περιμένω έτσι όπως περίμενα, όσο άντεχε η Τροία ακόμη, / κι αν πρέπει να μου λείπει ο άντρας μου που η απουσία του δεν παίρνει τέλος; / Για όλους τους άλλους έπεσαν τα Πέργαμα, για μένα μοναχά όρθια μένουν, / και τα οργώνουν οι κατακτητές με τα δαμάλια που έχουν αρπάξει».
Οι προτεραιότητες, τα ενδιαφέροντα, το σύστημα ιεράρχησης των προσώπων και των πραγμάτων, και οι ερμηνείες τους από τις ηρωίδες προβάλλουν έντονα τη γυναικεία στάση, εστίαση και λόγο. Κατά τους συγγραφείς τού τόμου, «καθώς η ιστορία επιφυλάσσει χώρο μόνο στους νικητές, η συλλογή μοιάζει να αποτελεί μοναδική ευκαιρία να ακουστεί –επιτέλους– και ο λόγος των απόλεμων, των θυμάτων, αυτών που η “επίσημη” ιστορία έχει ωθήσει στο περιθώριο. Υπ’ αυτή την έννοια, ο λόγος των γυναικών στις Ηρωίδες θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως λόγος της σιωπής». (σ. 77)
Ο επιστολικός λόγος, έτσι, των γυναικών, λόγος «ιδιωτικός» και ταυτόχρονα «δημόσιος», στη συγκεκριμένη λογοτεχνική σκευή του οβιδιακού έργου, επιφέρει συχνά –ή τουλάχιστον επιχειρεί– μια συμπλήρωση, αναθεώρηση ή και ανατροπή τού κανόνα, μυθικού, λογοτεχνικού και, κυρίως, αξιακού.
Ο γυναικείος αυτός λόγος των επιστολογράφων συνυπάρχει, βεβαίως, αναγκαστικά με τον κυρίαρχο ανδρικό λόγο του Οβίδιου, ενίοτε, ωστόσο, σε αντιπαράθεση προς αυτόν. Όπως παρατηρείται, μάλιστα, στην Εισαγωγή, «η σχεδόν εμμονική προσήλωση των ηρωίδων στη σωματικότητα της γραφής τους καθιστά τις επιστολές των ηρωίδων ένα από τα πρωιμότερα δείγματα της écriture féminine» (σ. 79).
Οι επιμέρους εισαγωγές σε κάθε επιστολή, όπως και τα εκτενή ερμηνευτικά σχόλια που τις συνοδεύουν, δεν είναι χρήσιμες μόνο για τους ειδικούς, αλλά παρέχουν, επίσης, πρόσβαση σε γλωσσικές και πολιτισμικές συμβάσεις που είναι απαραίτητες για την πληρέστερη και βαθύτερη κατανόηση του κειμένου. Η σημαντικότερη, ωστόσο, συνεισφορά των συγγραφέων στο ευρύτερο κοινό των Ελλήνων αναγνωστών είναι, κατά τη γνώμη μου, η μετάφραση του λατινικού κειμένου όχι απλά σε στρωτά ελληνικά (που δεν είναι πάντα αυτονόητο), αλλά σε ύφος πλούσιο και παραστατικό, διατηρώντας τόσο την πολυσημία τού αρχικού κειμένου όσο και το στοιχείο τού μέτρου (πρόκειται για την πρώτη έμμετρη μετάφραση στη νέα ελληνική, κατά την οποία το αρχαίο ελεγειακό δίστιχο αποδίδεται εύστοχα και πολύ λειτουργικά σε ιαμβικό ρυθμό).
Εν ολίγοις, οι συγγραφείς του τόμου μάς προσφέρουν τη δυνατότητα να γνωρίσουμε και να απολαύσουμε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα έργα του Ovidius, του εξορισμένου poeta in terra Pontica των μαθητικών μας χρόνων. Κυρίως, όμως, αποδεικνύουν ότι είναι άδικο η έλξη που έχουμε συνδέσει με τη λατινική γλώσσα και τα κείμενα της ρωμαϊκής γραμματείας να περιορίζεται στη γερουνδιακή.
* Ο ΣΠΥΡΟΣ ΚΙΟΣΣΕΣ είναι διδάσκων στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, η νουβέλα «Τα πρωτοβρόχια – Μικρή ιστορία ενηλικίωσης» (εκδ. Μεταίχμιο).