Μια περιδιάβαση στον ποιητικό κόσμο της Μαρίας Πατακιά με αφορμή την τελευταία της ποιητική συλλογή «Περί έρωτος ως μόνου δαιμονίου» (εκδ. Μελάνι).
Του Χρήστου Κεφαλή
Τρεις ποιητικές συλλογές της Μαρίας Πατακιά έπεσαν στα χέρια μας τελευταία: Βηματιστές του Χρόνου (εκδ. Μελάνι, 2016), Ζυγός Ψυχοστασίας (εκδ. Μελάνι, 2018) και Περί Έρωτος ως μόνου Δαιμονίου (εκδ. Μελάνι, 2020). Προερχόμενες όλες από την τελευταία πενταετία, χαράσσουν ήδη μια θετική πορεία στο χώρο της ποίησης.
Η Μαρία Πατακιά εργάστηκε ως δικηγόρος στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις Βρυξέλλες, ενώ είναι και Γραμματέας του ελληνικού πολιτιστικού συλλόγου Κύκλος στο Βέλγιο. Στην πορεία και στο πέρας αυτών των κύκλων ξεκινά η ενασχόλησή της με την ποίηση, που όμως, όπως έχει πει και η ίδια, ήταν μαζί της από καιρό.
Η ποιητική γραφή της Πατακιά διακρίνεται από ευαισθησία και λεπτότητα, αποβλέποντας σε έναν συγκερασμό αισθήματος και λογικής. Τα θέματα που την απασχολούν αφορούν στον εξωτερικό όσο και στον εσωτερικό ανθρώπινο κόσμο. Περιστρέφονται γύρω από τον χρόνο ως φορέα και εκδιπλωτή του συνόλου των αντιφάσεων της ζωής, τη δημιουργία και τη φθορά, την εκπλήρωση και τη ματαίωση, τη λήθη και την μνήμη, το ειδικό και το γενικό, το εφήμερο και το αιώνιο. Κινείται ανάμεσά τους, ανάλογα με το θέμα, άλλοτε με αίσθηση μελαγχολίας και φυγής να προεξάρχει, άλλοτε με ανησυχία, εγρήγορση ή ανάταση, και τελικά με ένα συνδυασμό και μια εξισορρόπηση όλων αυτών. Μια εξισορρόπηση, συνυφασμένη με τον έρωτα, την οποία επιφέρουν οι περιστάσεις αλλά και ο τρόπος που η ίδια αποκρίνεται σε αυτές, σύμφωνα με την ανήσυχη ιδιοσυγκρασία της.
Η ίδια η ποιήτρια σε μια συνέντευξή της είχε διατυπώσει το πιστεύω της σχετικά με τον χαρακτήρα της ποίησης και της λογοτεχνίας γενικότερα. Σε αυτή την περίσταση είχε τονίσει τη συνύπαρξη του αντικειμενικού και του υποκειμενικού στοιχείου σε κάθε αυθεντική καλλιτεχνική δημιουργία:
«Η ποίηση προκύπτει από την αντιπαράθεση μεταξύ του εξωτερικού περιβάλλοντος και του εσωτερικού κόσμου. Οι ποιητές ζουν στον πραγματικό κόσμο στο παρόν και από εκεί αντλούν την έμπνευσή τους… πράγματα της καθημερινής ζωής καθώς και σκέψεις για πραγματικά γεγονότα και καταστάσεις μπορούν να αποτελέσουν την έμπνευση για τη συγγραφή ενός ποιήματος. Η ποίηση προέρχεται από το συνδυασμό σκέψης και συναισθήματος και πηγαίνει στην ίδια την ουσία των πραγμάτων, συμπεριλαμβανομένων των επίκαιρων υποθέσεων. Η λογοτεχνία δεν έχει στόχο να αλλάξει τον κόσμο ούτε να είναι διδακτική, αλλά να εμβαθύνει στα κύρια ζητήματα της ανθρώπινης κατάστασης και ύπαρξης με ευρηματικό τρόπο. Κάνοντας αυτό, αναγκαστικά κινείται πέρα από τα στερεότυπα, παρέχοντας μια λοξή ματιά σε πράγματα και ιδεολογίες…»
Η ποίηση δεν μπορεί να κινείται αποκλειστικά στη σφαίρα των συναισθημάτων. Τα συναισθήματα ασφαλώς αποτελούν την αφετηρία της, αποτυπώνοντας μια προσωπική διάθεση.
Από εδώ προκύπτει ότι η ποίηση δεν μπορεί να κινείται αποκλειστικά στη σφαίρα των συναισθημάτων. Τα συναισθήματα ασφαλώς αποτελούν την αφετηρία της, αποτυπώνοντας μια προσωπική διάθεση. Μέσα όμως σε αυτά παλεύουν διάφορα στοιχεία, το καθένα διεκδικώντας συχνά ένα δυσανάλογο ρόλο και μια υπεροχή που μπορεί να μην του ανήκει. Είναι έτσι ζωτική η παρέμβαση της λογικής που θα αποσαφηνίσει τη θέση κάθε στοιχείου, θα λειάνει τις αυθαιρεσίες της στιγμής και θα τα ωθήσει σε μια σχέση που ανταποκρίνεται στο όλο της ζωής, διατηρώντας ταυτόχρονα την ιδιαιτερότητα του μέρους. Η προσωπικότητα συντίθεται μέσα από αυτή τη διαλεκτική πορεία και το στίγμα της σύνθεσης στην περίπτωση της ίδιας της ποιήτριας εκφράζεται ίσως καλύτερα στις «Εικονομαχίες», ένα από τα πιο αξιόλογα ποιήματά της, από τη συλλογή Ζυγός Ψυχοστασίας.
Με την εικόνα του έρωτα
εξορκίζω τον θάνατο
Με την εικόνα μου που βλέπω
παίρνω σχήμα,
«καθαρίζω» από τους κόκκους
αθωότητας.
Στην εικόνα του εφήμερου
προσεύχομαι
με ταπεινή απελπισία.
Η εικόνα του κόσμου
ήταν ορατή
όταν το βλέμμα στρεφόταν
προς τα μέσα
Η εικόνα ήταν δυνατή
όταν η καρδιά,
εκτεθειμένη προς τα έξω,
κοίταζε έκθαμβη τα μυστήρια.
Την εικόνα μου βλέπω
να φυγομαχεί.
Την καλώ και πάλι στις επάλξεις.
Την ασπίδα μου κρατώ
Ρευστή μα άθραυστη
όπως τα μελλούμενα.
Η Πατακιά, πιστή στη θεώρησή της, παίρνει συχνά αφορμές από γεγονότα ή πτυχές της καθημερινότητας, τις οποίες άλλοτε χλευάζει, άλλοτε βιώνει με πόνο, και πάντα μας ευαισθητοποιεί σε αυτές.
Το «(Sur)Face Book» είναι, όπως μαρτυρά και ο τίτλος, μια σκωπτική αλλά και πικρή, εν μέρει αυτοσαρκαστική σάτιρα του Facebook, ως ενός υποκατάστατου της πραγματικής επικοινωνίας. Είναι το μέσο για να «Αλλάζεις την εικόνα του προφίλ/ στο βιβλίο των προσωπείων/ – για να κρυφτεί καλύτερα το πρόσωπο./ Εκτοξεύεις στο διαδίκτυο/ –με selfie satisfaction–/ θραύσματα εαυτού ως άλλου./ Προσφέρεις δεκάδες λάικ/ –θυσία της ουσίας–/ στον θεό του εφήμερου./ Ποστάρεις τη μοναξιά σου –με τη λαμπερή της φορεσιά–/ στην αδηφάγα περιέργεια των “φίλων” […]». (Ζυγός Ψυχοστασίας)
Σε ένα ζεύγος ποιημάτων, «Δυο κορίτσια», η Αλίκη των παραμυθιών αντιπαρατίθεται στη μικρή Αμάρ, ένα κορίτσι από τη Συρία. Το δεύτερο ποίημα είναι προφανώς εμπνευσμένο από την ιστορία μιας νεαρής προσφυγοπούλας που αφού έφυγε από τη Συρία το 2014 έμεινε ένα χρόνο στη Σμύρνη και μετά πέρασε στην Ελλάδα μέσω Χίου, γνωρίζοντας τη βαναυσότητα της Ειδομένης, για να φτάσει τελικά στη Γερμανία, όπου αρίστευσε στις σπουδές της στην Κολωνία. Η Αμάρ, όταν ήταν μαζί με τους γονείς της στην Τουρκία, φρόντισε να επιστρέψει στη μαρτυρική πόλη της, το Χαλέπι, εν μέσω των μαχών και αψηφώντας τους κινδύνους, για να δώσει εκεί τις εξετάσεις της Γ΄ Γυμνασίου, καθώς δεν μπορούσε να παρακολουθήσει σχολείο στη Σμύρνη. Στο ποίημα το όνομά της γίνεται ένα σύμβολο για όλα τα βασανισμένα παιδιά του πολέμου:
«Της έδωσαν το όνομα της σελήνης
και με μάτια ολοστρόγγυλα απ’ τη φρίκη
στρέφεται στην ουράνια συνονόματη
ζητώντας συμπαράσταση,
προσμένοντας το θαύμα.
Όμως αυτή, μια λευκή ψυχρή τρύπα […]
Η ίδια φωτίζει τώρα μόνο αγριότητες,
έπαψε να χαρίζει ψευδαισθήσεις.
Χαλεποί καιροί στο Χαλέπι
απελπίσου, μικρή Αμάρ…
στη φέξη οι εκρήξεις τους
στη χάση τα όνειρά σου»
Σε ένα άλλο ποίημα, στην «Αγορά», και πάλι από τη συλλογή Ζυγός Ψυχοστασίας, ανιχνεύεται εμπνευσμένα η ρίζα των σύγχρονων δεινών στην κυριαρχία του άγριου καπιταλισμού της αγοράς, μέσα από μια αντιπαραβολή με το αρχαίο αντίστοιχο της Αθηναϊκής Δημοκρατίας:
«Από την αρχαία αγορά, στη νέα,
παρασάγγας απέχουν οι έννοιες.
Από τα χαλίκια στο στόμα του ρήτορα,
στην άσφαλτο των αγοραπωλησιών. […]
Κατεβάσαμε τους τόνους.
Από πολίτης, πωλητής.
Προσθέσαμε ένα “σ”
(ν’ αποσιωπά την ιστορία.)
Από αγορητής, αγοραστής.
Γλιστράει το νόημα
κατά μήκος των λέξεων
κι αποκαλύπτει γύμνια ιδεών
και τη δύναμη των έξεων.
Δεν πολεμάμε με το λόγο
για την τιμή, για μια Ελένη
μα για ό,τι δεν είναι πια εδώ
για ό,τι λειψό, κι ό,τι χωλαίνει».
Η ποιήτρια δεν ενδιαφέρεται μόνο για ό,τι είναι λειψό και χωλαίνει έξω από εμάς, στους καθορισμούς που δεχόμαστε και στις προσπάθειές μας, αλλά και για εκείνο που είναι λειψό και χωλαίνει μέσα μας, στον τρόπο που ιεραρχούμε τα πράγματα και εσωτερικεύουμε τις εμπειρίες μας. Ίσως μάλιστα εδώ είναι η εστία στη δημιουργική της αναζήτηση, καθώς ξεκινά κατά κανόνα από το εσωτερικό, με όλες του τις αβεβαιότητες και τις αντιθέσεις, για να το επισκοπήσει και να το φέρει σε μια επαφή με το εξωτερικό.
Η ποιήτρια δεν ενδιαφέρεται μόνο για ό,τι είναι λειψό και χωλαίνει έξω από εμάς, στους καθορισμούς που δεχόμαστε και στις προσπάθειές μας, αλλά και για εκείνο που είναι λειψό και χωλαίνει μέσα μας, στον τρόπο που ιεραρχούμε τα πράγματα και εσωτερικεύουμε τις εμπειρίες μας.
Αυτή η «ενδοσκόπηση» περιστρέφεται διαρκώς γύρω από την ευρύτερη αντίθεση ανάμεσα στις ανθρώπινες βλέψεις για καθολικότητα και μέγιστη δυνατή εκπλήρωση που απορρέουν από την αίσθηση της μοναδικότητας της ζωής από τη μια, και τη μερικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, από την οποία πάντα κάτι διαφεύγει, με συνέπεια, όταν μια τέτοια κατάσταση παγιώνεται, να οδηγείται στη μονομέρεια, τη στρέβλωση και την εκτροπή. Είναι μια σύγκρουση που ασφαλώς υπάρχει και θα υπάρχει πάντα, όντας μέρος του ανθρώπινου πεπρωμένου, επιτείνεται όμως από τις αδιέξοδες κοινωνικές συνθήκες παράγοντας μια ελλειμματική, ενδογενώς προβληματική ζωή. Το ποίημα «Συνέπειες» από τη συλλογή Ζυγός Ψυχοστασίας απηχεί ισχυρά αυτό το αίσθημα, βάζοντας ταυτόχρονα έμμεσα το θέμα της ανθρώπινης ευθύνης:
«Όσα παρέβλεψες σε ακολουθούν
μέχρι να τα ελεήσεις με μια τιμωρία.
Όσα δεν πρόβλεψες σε περιγελούν
με την αναπόφευκτη εκπλήρωσή τους.
Όσα παρέδωσες σε τιμωρούν
με τον διασυρμό τους.
Όσα δεν πρόλαβες σε εκδικούνται
στοιχειώνοντάς σε δια βίου».
Η Μαρία Πατακιά γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών καθώς και Ευρωπαϊκό Δίκαιο στο Πανεπιστήμιο Paris 2, στο Παρίσι. Εργάζεται στις Βρυξέλλες ως Νομική Σύμβουλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και είναι πρόεδρος του ελληνικού πολιτιστικού συλλόγου στο Βέλγιο, «Κύκλος». Μοιράζει τον χρόνο και τα ενδιαφέροντά της μεταξύ Βρυξελλών και Αθήνας. |
Στο ποίημα «Στην πλάστιγγα», εκφράζεται η προσδοκία για την υπέρβαση των αντιφάσεων μέσα στον ιστορικό χρόνο. Είναι μια υπέρβαση που πετυχαίνεται μέσα από οδύνες και επιφέρει τη λύτρωση με την πλάστιγγα να γέρνει τελικά στη μεριά εκείνων που έχουν πονέσει: «Σε λεπτή ισορροπία οι αντιφάσεις θα ζουν./ Το δίκιο τους εις μάτην ψάχνουν άοκνα οι ψυχές./ Στην τελευταία κρίση θα τις ζυγίσει ο χρόνος […]/ Η πλάστιγγα θα γείρει όπου βαρύνει ο πόνος».
Η ποιήτρια σε παρουσίαση των βιβλίων της στη Βέροια είχε αναφερθεί στους θεματικούς άξονες της ποίησής της: «Έχω εμμονές: ο χρόνος, οι αντιφάσεις στα δίπολα και ο έρωτας». Αν στο Ζυγό Ψυχοστασίας, τη συλλογή που συζητήσαμε ως τώρα, η έμφαση πέφτει στα αντιφατικά δίπολα, στις άλλες δύο συλλογές, Βηματιστές του Χρόνου και Περί Έρωτος ως μόνου Δαιμονίου, κυριαρχούν, όπως το μαρτυρούν και οι τίτλοι η πρώτη και η τελευταία «εμμονή». Φαινομενικά όμως, αφού κατά βάση πρόκειται για μια τριάδα αδιαίρετη, έστω και αν όχι εντελώς ομοούσια. Βέβαια, παράλληλα με τη μετατόπιση της έμφασης υπάρχει και μια μετεξέλιξη-ωρίμανση στον ποιητικό λόγο της, που δεν θα τη συζητήσουμε εδώ.
Η διάθεση απηχεί αλλού παραίτηση και αλλού ελπίδα, με μια αισιόδοξη νότα να διαφεύγει μέσα από τη μνήμη, τη νοσταλγία και την ενδοσκόπηση.
Στους Βηματιστές του Χρόνου, τονίζεται η διπλή διάσταση του χρόνου, να δίνει και ταυτόχρονα να αφαιρεί τη ζωή, και κατ’ επέκταση η αντίθεση ανάμεσα στον υποκειμενικό και τον αντικειμενικό χρόνο. Η διάθεση απηχεί αλλού παραίτηση και αλλού ελπίδα, με μια αισιόδοξη νότα να διαφεύγει μέσα από τη μνήμη, τη νοσταλγία και την ενδοσκόπηση. Όπως παρατηρεί σχετικά ο Κ. Τραχανάς, σχολιάζοντας τη συλλογή: «Η ποίησή της είναι αισιόδοξη, φωτεινή ακόμη και όταν νοσταλγικά αναπολεί, όταν υπαρξιακά στοχάζεται. Η ποιήτρια υποβάλλει σκέψεις, αισθήσεις και αισθήματα, χωρίς όμως να εξηγεί, να περιγράφει ή να αφηγείται. Η μνήμη και η εμπειρία γίνονται από την Μαρία Πατακιά ένα υλικό, που μπορεί να το μετασχηματίσει, να το πλάσει, να του δώσει ότι σχήμα θέλει».
Μερικά από τα πιο αντιπροσωπευτικά ποιήματα σε αυτή τη συλλογή είναι η «Θνητότητα», η «Ομορφιά», οι «Φλέβες», το «Ευάλωτο». Συμπυκνώνουν την αντίθεση που υποδείξαμε, ανάμεσα στο ορμητικό ποτάμι του χρόνου και τις ατομικές στιγμές, «αυτές που ’χαν νομίσει/ πως εγκλώβισαν/ μέσα στο εύθραυστο περίβλημά τους/ έναν μικρούλη κόκκο αιωνιότητας». Στο «Με αναστολή», από την άλλη, εκφράζεται έντονα η αίσθηση του να ζούμε στη «λάθος εποχή»:
«Ανέκοψε τον ρου των αισθημάτων
η εγκατάλειψη.
Έμεινε άναυδο το μέλλον.
Με αναστολή –επ’ αόριστον–
οι συγκινήσεις
Με όρο να παρουσιάζεται
άπαξ της εβδομάδας
στ’ αζήτητα η ελπίδα».
Το πνεύμα της άλλης συλλογής, Περί Έρωτος ως μόνου Δαιμονίου, συμπυκνώνεται στο ομότιτλο ποίημα:
«Ο νέος ο έρωτας
ο κάθε… ο πάντα…
Είναι μια πρόκληση
της παντοκρατορίας των αισθήσεων.
Μια επίκληση στην ουσία της ζωής.
Μια κλήση στο άπειρο.
Μια αγρύπνια και μια εξέγερση.
Μια έκρηξη… μια ρήξη…»
Τα ποιήματα εμπνέονται στην πλειοψηφία τους από διάσημα ιστορικά ζευγάρια καθώς και από ζεύγη ή ατομικούς ήρωες και ηρωίδες κλασικών κινηματογραφικών ταινιών και λογοτεχνικών έργων. Μέσα από τις επιμέρους ιστορίες, όπως εύστοχα παρατηρεί η Άννα Γρίβα: «ακολουθούμε το βιβλίο στη δόμηση ενός σύμπαντος που χτίζεται πέτρα πέτρα» με απώτερο ορίζοντα την «καταγραφή της αλλαγής, της βαθιάς “μεταστοιχείωσης” του ανθρώπινου πυρήνα που κατορθώνει ο έρωτας».
Από τα ποιήματα αυτά θα ξεχωρίσουμε, ασφαλώς κάπως υποκειμενικά, τα «Αθανασία», «Έρως χορογραφημένος» (αφιερωμένο στην Ισιδώρα Ντάνκαν), «Η τριλογία της ώρας», «Η βασική αποτυχία» (αφιερωμένο στον Τρέπλιεφ από τον Γλάρο του Τσέχωφ), «Το σώμα» (αφιερωμένο στους εραστές της ταινίας Χιροσίμα Αγάπη μου), «Λευκά σεντόνια» (αφιερωμένο στο ζεύγος από τις Λευκές Νύχτες του Ντοστογιέφσκι). Στο τελευταίο ο οδηγητικός ρόλος της ερωτικής ανάγκης εκφράζεται μέσα από ωραίους στίχους:
«Πιάσε το νήμα της μνήμης
να σε οδηγήσει στον πάτο
των επιθυμιών
για να αναδυθείς
στη λευκή επιφάνεια
της λίμνης του πραγματικού».
Μερικά ποιήματα, όπως «Το καταφύγιο της λογικής» (αφιερωμένο στην Κυρά της Θάλασσας του Ίψεν) και το «Ο διάβολος της ανιστορικότητας» (με αφιέρωση στον έρωτα της ιστορίας και τη μελαγχολία των σατανικών ερώτων), αποπνέουν μια κοσμοθεωρητική αναζήτηση, συνδέοντας τον έρωτα με τα ένστικτα, τη λογική, την ιστορία, για να οριοθετήσουν τις επικράτειές τους.
Η Μαρία Πατακιά προχωρά από τα ατομικά της βιώματα και συναισθήματα και, ενώ εμφανώς αγαπά το μερικό, πασχίζει να βρει τι μέσα σε αυτά έχει ένα αποτύπωμα καθολικότητας.
Μεγάλοι ποιητές όπως ο Καβάφης χρησιμοποίησαν την ιστορία για να εκφράσουν αυτό που είναι γενικό στα βιώματα όλων. Σε μια ποίηση αυτού του είδους το γενικό αποτυπώνεται σε ένα σύνολο στάσεων, συμπεριφορών, αξιολογήσεων που το μεγάλο γεγονός επιτρέπει να αναπαρασταθούν με πληρότητα και στη συνέχεια ο καθένας μπορεί να ανακαλύψει μέσα σε αυτά την ιδιαίτερη εκδοχή τους που ταιριάζει στην ατομικότητά του, τη δική του Ιθάκη.
Η Μαρία Πατακιά ακολουθεί την αντίθετη πορεία. Προχωρά από τα ατομικά της βιώματα και συναισθήματα και, ενώ εμφανώς αγαπά το μερικό, πασχίζει να βρει τι μέσα σε αυτά έχει ένα αποτύπωμα καθολικότητας. Η ματιά της είναι αντικομφορμιστική, ανήσυχη και ανεπιτήδευτη, αλλά ταυτόχρονα ποικίλη και διαστοχασμένη. Εκφράζεται με ένα πλούσιο λεξιλόγιο, με πυκνές εικόνες και σχήματα λόγου, λεκτικά παιχνίδια και συνειρμούς απρόοπτους. Επιδίδεται στην αναζήτηση του νοήματος με σεμνότητα και μέτρο.
* Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΕΦΑΛΗΣ είναι συγγραφέας και μέλος της ΣΕ της Μαρξιστικής Σκέψης. Τελευταίο του βιβλίο «Από τον Οκτώβρη στον Στάλιν» (εκδ. Επίκεντρο).