Κάθε μήνα, μια ποιητική συλλογή, μπαίνει στο μικροσκόπιο και εξετάζεται με πάθος και χωρίς κανέναν φόβο. Σήμερα, η ποιητική συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη «Θάνατος ο Δεύτερος» (εκδ. Καστανιώτη).
Του Διογένη Σακκά
Η ποιητική συλλογή Θάνατος ο Δεύτερος του Αντώνη Φωστιέρη μας φέρνει ενώπιων κεντρικών υπαρξιακών ερωτημάτων, όπως το νόημα της ζωής ενώπιον του θανάτου. Η ποιητική τεχνοτροπία ξεδιπλώνεται με ολιγοσύλλαβους στίχους, επτά ως δέκα συλλαβών κατά μέσο όρο, ή και λιγότερων αν απαιτείται ν’ αναδειχθούν συγκεκριμένες λέξεις. Οι στίχοι είναι εν πολλοίς στοχαστικοί με μια προφορικότητα, η οποία μεταστοιχειώνεται στον ποιητικό χώρο χάρη σε μεταφορές και κυρίως χάρη στον ρυθμό. Κυρίαρχο χαρακτηριστικό της ποιητικής του Φωστιέρη είναι η ιαμβική άρθρωση, όχι με αυστηρή προσήλωση στον μετρικό κανόνα, αλλά τόσο όσο χρειάζεται για να δημιουργηθεί ο τόνος σε ένα ποίημα.
«Πόσο στ’ αλήθεια βαρετή
Ολόκληρη αιωνιότητα.
Και πόση πλήξη
Ένα πνεύμα ολόγυμνο
Να κολυμπάει στα χάη διαρκώς
Χωρίς την άχαρη
Φροντίδα ενός κορμιού»
«Η Αιωνιότητα», σελ. 14
H ποιητική τεχνοτροπία του Φωστιέρη χαρακτηρίζεται από μετρημένες αναλογίες: προσεγμένες λέξεις, μεταφορές, ελκυστικά ρήματα, ρυθμός. Περιορισμένη η εικονοποιία, τα ποιήματα κυλάνε περισσότερο σαν έμμετρος στοχασμός. Αισθητή είναι η απουσία τολμηρών επιθέτων, κάτι που χαρακτηρίζει γενικότερα τους ποιητές της γενιάς του ’70. Ναι μεν τα επίθετα έχουν στοχοποιηθεί συχνά ως περιττά στολίδια που φορτώνουν ένα ποίημα, αλλά είναι εκείνα που μπορούν να το απογειώσουν, να αποτινάξουν από πάνω του κάτι το υποτονικό, οδηγώντας το ποίημα σε μία έξαρση, χωρίς απαραίτητα να είναι υπερρεαλιστικών καταβολών.
Ναι μεν τα επίθετα έχουν στοχοποιηθεί συχνά ως περιττά στολίδια που φορτώνουν ένα ποίημα, αλλά είναι εκείνα που μπορούν να το απογειώσουν, να αποτινάξουν από πάνω του κάτι το υποτονικό, οδηγώντας το ποίημα σε μία έξαρση, χωρίς απαραίτητα να είναι υπερρεαλιστικών καταβολών.
Περνώντας στη θεματολογία, άραγε τι έχει να πει ο Φωστιέρης στον υποτιθέμενο αναγνώστη που θα στραφεί σε μια ποιητική συλλογή αναζητώντας, όχι την αποτύπωση ιδιωτικών στιγμών, αλλά μια ερμηνεία για τον πνεύμα της εποχής ή το πνεύμα του τόπου; Ο Φωστιέρης απομακρύνεται από τη σύγχρονη πεπατημένη της ιδιωτικότητας, θέτοντας από το πρώτο ποίημα το ερώτημα για το νόημα της ζωής. Συνδιαλέγεται με φιλοσοφικά δάνεια, κυρίως από τους προσωκρατικούς: Πρωταγόρας, Δημόκριτος, Αναξαγόρας. Είναι γεγονός ότι οι προσωκρατικοί ασκούν έλξη σε σύγχρονους ποιητές (Πρατικάκης, Γώτης, και άλλοι) κάτι που ίσως οφείλεται στις συμπυκνωμένες και ποιητικές διατυπώσεις τους, ίσως και στο ότι είναι σχετικά προσιτοί συγκριτικά με το έργο άλλων φιλοσόφων, περισσότερο στριφνών και απαιτητικών.
Ο Φωστιέρης αναγνωρίζει τη ματαιότητα να ειπωθεί κάτι καινούργιο.
«Τι θέλουν και μιλάνε οι νεότεροι;/ Να πούνε τι;/ Για τη ζωή τον θάνατο την αδικία τον έρωτα;/ Όλα πρόλαβαν τα μοίρασαν/ Μεταξύ τους οι παλιοί»
«Αλλότριον φως», σελ. 15
Αλλά ακόμα κι αν έχουν όλα ειπωθεί, ή έστω τα περισσότερα, ας μην απογοητεύονται οι άνθρωποι των γραμμάτων. Πάντα υπάρχει χώρος, έστω και για μια αναδιάταξη στην έμφαση. Κάθε εποχή δίνει τη δική της έμφαση σε όψεις της ανθρώπινης περιπέτειας, και αυτήν εικάζουμε και αναζητούμε. Ο Φωστιέρης πάντως δέχεται την πρόκληση και αναδεικνύει τον μηδενισμό του σήμερα, το κενό και το τίποτα.
«Χοές και πρόσφορα/ Μπροστά στο βάθρο/ Του μεγάλου Τίποτα,/ Πάνω απ’ το βάραθρο/ Του ανέσπερου Κενού»
«Τι Ποίηση», σελ. 19
Εκείνο που αντιπροτείνει είναι η λατρεία του παρόντος, των αισθήσεων και του σώματος, η οποία έχει αξία όταν προέρχεται μέσα από ένα ταξίδι αυτογνωσίας, στο οποίο μπορεί το πρόσωπο να πεθάνει νοερά και ν’ αναστηθεί, ανακαλύπτοντας τον άγνωστο εαυτό του. Χαρακτηριστικό προς αυτή την κατεύθυνση είναι το ομότιτλο της συλλογής ποίημα «Θάνατος ο Δεύτερος»:
«Να προσκυνάει λατρευτικά το εικόνισμα κάθε στιγμής/ Το κάθε κλικ δευτερολέπτου, ανοίγοντας/ Μια τεχνητή αιωνιότητα/ Μες στο πεπερασμένο.»
«Θάνατος ο Δεύτερος», σελ. 23
Σε μια τέτοια προτροπή, εύλογα ίσως ο αναγνώστης μας ν’ ανασηκώσει τους ώμους του και να ψιθυρίσει «Ε, και; Αυτό είναι όλο;». Ο Φωστιέρης τον περιμένει στη γωνία, υποψιασμένος ότι οι απαντήσεις του μπορεί να μην εξάψουν τον αναγνώστη μας, υπενθυμίζοντας, κάπως αυτάρεσκα, ότι την ποίηση την κουβαλάει το «ψέμα της αλήθειας», ένα όνειρο που η φλούδα δεν στεγνώνει στο κουκούτσι, αλλά κρατά καλά κρυμμένο το κουκούτσι (εύστοχη μεταφορά από το ποίημα «Το ψέμα της αλήθειας», σελ. 37). Κάπως έτσι όμως δίνει το ακαταλόγιστο στον ποιητή να λέει ό,τι θέλει, αν φυσικά αποφασίσει κάτι να πει (τότε κι αν κρατιέται καλά κρυμμένο το κουκούτσι), χωρίς τη διακινδύνευση να πάρει θέση, βάζοντας το χέρι στη φωτιά. Τι κρίμα… Όχι τόσο για τον Φωστιέρη, όσο για τη σύγχρονη ποίηση και τον υποτιθέμενο αναγνώστη μας.
Η ανά χείρας ποιητική συλλογή του Φωστιέρη φανερώνει ευφυία και δεξιοτεχνία. Εν τούτοις, ως προς την τεχνοτροπία υποκύπτει στον διανοητισμό του έμμετρου στοχασμού.
Η ανά χείρας ποιητική συλλογή του Φωστιέρη φανερώνει ευφυία και δεξιοτεχνία. Εν τούτοις, ως προς την τεχνοτροπία υποκύπτει στον διανοητισμό του έμμετρου στοχασμού. Ξανοίγεται σε μια ευρύτερη θεματολογία και είναι υποψιασμένη για τα βαθιά νερά, αλλά την κρίσιμη ώρα, αντί να κάνει ένα μακροβούτι και με κομμένη την ανάσα να ανασύρει κάτι από τον βυθό (μια ασυνήθιστη και γιατί όχι λοξή ματιά), προτιμά τη ναρκισσευόμενη μεταστροφή προς τα ρηχά και το χαλαρωτικό κάλεσμα της παραλίας. Παρόλ’ αυτά, πολλά είναι τα ποιήματα άξια προσοχής, όπως «Ο Πυρήνας του Νοήματος, «Θάνατος ο Δεύτερος, «Η Σάρκα του Χρόνου, «Η Ομορφιά», «Το Ψέμα της Αλήθειας».
Ας σταθούμε στο ποίημα «Φαντάσματα» (σελ. 38).
«Κανένας ρολογάς δεν έχει εμπιστοσύνη
Στο ρολόι του.
Δεν τον ταράζει έγνοια μεταφυσική.
Όμως οι χρόνιες
Φοβίες του επαγγέλματος
Φαντάσματα σηκώνονται τις νύχτες.
Μήπως ο άξονας ξεφύγει από τη θέση του
Μήπως φαγώθηκαν τα δόντια του τροχίσκου
Οι αφανείς βιδούλες μη λασκάρουνε
Της μπαταρίας μια αιφνίδια συγκοπή –
Κι όλο το
Μέλλον
Καρφωθεί
Στους
Λεπτοδείχτες».
Ο πρώτοι δύο στίχοι ξεκινάνε με μια παράδοξη διαπίστωση, τραβώντας την προσοχή: «Κανένας ρολογάς δεν έχει εμπιστοσύνη/ Στο ρολόι του». Ταυτόχρονα, μας εισάγουν πλαγίως στη θεματική του ποιήματος: ο χρόνος. Συνεχίζει ο Φωστιέρης: οι ρολογάδες δεν ταράζονται από έγνοια μεταφυσική. Όμως η έγνοια αυτή αποκαλύπτεται σαν φάντασμα στον ύπνο τους, κι εδώ αρχίζει μια αδιόρατη ένταση στον ποίημα. Αποκαλύπτεται σταδιακά ο φόβος του μέλλοντος. Τεχνοτροπικά, φανερώνονται χαρακτηριστικά που ήδη επισημάνθηκαν: ολιγοσύλλαβος στίχος, προφορικότητα, ιαμβικός ρυθμός σε όλο το ποίημα, εκτός από την έναρξη του τέταρτου, έβδομου και όγδοου στίχου (όμως, μήπως, μήπως). Εκείνο που ξεχωρίζει στο ποίημα είναι ο αφηγηματικός ιστός που εικονοποιείται σταδιακά γύρω από τα ρολόγια (ρολογάς, άξονας, λεπτοδείχτες, βιδούλες, τροχίσκος) συγκεκριμενοποιώντας τους στίχους, και τραβώντας τον Φωστιέρη από την παγίδα του έμμετρου στοχασμού, χωρίς να «φωνασκούν» οι φιλοσοφικές αναφορές. Ο διανοητισμός υποχωρεί χάρη σε λέξεις όπως «λασκάρουνε», ενώ ο στοχασμός είναι καλοχωνεμένος και ταυτόχρονα μπορεί να προκαλέσει έναν αδιόρατο ίλιγγο: το μέλλον καρφωμένο στους ακίνητους λεπτοδείκτες. Ο φόβος (ακριβέστερα, ο τρόμος) μπροστά στην απρόσμενη συγκοπή, το αιφνίδιο τέρμα.
* Ο ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΣΑΚΚΑΣ είναι κριτικός ποίησης.