Για το μυθιστόρημα της Μαρώς Κάργα «Ο κήπος μας στην άκρη της ερήμου» (εκδ. Τόπος)
Γράφει ο Βασίλης Ρούβαλης
Η Ιστορία αλλάζει ή τα πρόσωπα αλλάζουν; Μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι ο τόπος είναι δυνατότερος από τον ψυχισμό του ανθρώπου που τον αντικρίζει; Επιβάλλεται το συναίσθημα ή μήπως η λογική στη ζωή; Ιδού μερικά ερωτήματα για τον αναγνώστη αυτού του βιβλίου. Η συγγραφέας του δοκίμασε ν’ απαντήσει έμμεσα είτε καθάρια στα αιώνια ερωτήματα που η λογοτεχνία δύναται να θέτει…
Το σκηνικό του βιβλίου, τρίτου σε μια σειρά πεζογραφημένων εξυφάνσεων και διαπλοκών μεταξύ προσώπων και χρονικών συνθηκών, μεταξύ ρόλων και αντιρόλων, μεταξύ ουσίας και χαμένης ενέργειας για τους πρωταγωνιστές του, είναι μια ολόκληρη χωροχρονική συγκυρία που μπορεί να τιτλοποιηθεί –απλά– «Αλεξανδρινό όνειρο ακόμη δημιουργικό»… Ας σημειωθούν εδώ οι τίτλοι των δύο προηγούμενων: Αχγιάτ Ανχάρ και Η Αλεξάνδρεια σε ακολουθεί.
Σ’ ετούτο το τρίτο και τελευταίο, με τίτλο Ο κήπος μας στην άκρη της ερήμου, η συγγραφέας εκτυλίσσει την αφηγηματική δεινότητά της περαιτέρω. Φέρνει την αφηγούμενη συνθήκη μερικά βήματα εμπρός: Πρώτον, όλα τώρα διαδραματίζονται μέσα σε διάστημα μίας τριακονταετίας. Δεύτερον, όλα συμβαίνουν με φυσική ροή, δηλαδή με μιαν εξέλιξη που ο σύγχρονος αναγνώστης μπορεί να την αναγνωρίσει καλύτερα αφού ήδη η πραγματική πραγματικότητα, η ρεαλιστική πορεία του κόσμου, έχει συμβεί και έχει επηρεάσει τη μυθοπλαστική συνθήκη των ηρώων. Τρίτον, η ωρίμανση των ηρώων (με προεξάρχουσα τη Νινέτα, το κεντρικό πρόσωπο) συναρτάται από την ωρίμανση της ματιάς της ίδιας της συγγραφέα.
Εξηγώ αυτό το τελευταίο αναλυτικότερα: Αν μη τι άλλο, όπως κάθε λογοτέχνης οφείλει, στην προκείμενη περίπτωση η Μαρώ Κάργα «συντρέχει» με τα πάθη, τις αδυναμίες, τα προτερήματα, τις αναζητήσεις, τις ανασχέσεις, τις αποτυχίες, τα μικρά επιτεύγματα και τη γλυκόπικρη αίσθηση της ζωής συνολικότερα όλων αυτών των προσώπων… Δεν είναι απλή η διαχείρισή τους. Όπως δεν είναι ανεπηρεάστη η ψυχική ενέργεια που οφείλει η δημιουργός να προσφέρει κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας και γραφής του βιβλίου, εντός του οποίου ο αναγνώστης καλείται να εισχωρήσει και να πραγματευτεί τα δεδομένα των ηρώων όσο και να ξετυλίξει ο ίδιος το νήμα της αφήγησης μέσα από την πλοκή, το ύφος και τις διαπλεκόμενες εξελίξεις στις ζωές τους. Επομένως, η αφηγούμενη συνθήκη έρχεται όντως μερικά βήματα εμπρός, με την απόλυτη στόχευση να δοθεί πνοή στο μικρό σύμπαν με τα συστατικά της Ιστορίας, του χώρου, των ανθρώπων που βίωσαν –ρεαλιστικά– καταστάσεις ως προσωπικά ή συλλογικά δράματα παράλληλα ακριβώς με την πορεία της σύγχρονης αραβικής αιγυπτιακής συνθήκης από τα τέλη του δεκάτου ενάτου έως τα μέσα του εικοστού αιώνα.
Τα ονόματα του Κωνσταντίνου Καβάφη και του Στρατή Τσίρκα είναι μόνον μια αιχμή του πνευματικού δόρατος για τους Αιγυπτιώτες.
Κι εδώ αξίζει να γίνει μια εκτενέστερη παρένθεση, η οποία αναδεικνύει ή επισκιάζει προσεγγίσεις του Ελληνισμού στην Αίγυπτο μέσα από τη λογοτεχνική σφαίρα. Τα ονόματα του Κωνσταντίνου Καβάφη και του Στρατή Τσίρκα είναι μόνον μια αιχμή του πνευματικού δόρατος για τους Αιγυπτιώτες. Οι οποίοι, ειρήσθω εν παρόδω, δεν έχουν πάψει, ακόμη κι όντες στην Αλεξάνδρεια, στο Κάιρο, στο Πορτ Σάιντ, στη Μανσούρα και βεβαίως στο Σουέζ, να προσφέρουν στον μητροπολιτικό Ελληνισμό τα μέγιστα σ’ όλους τους τομείς του πολιτισμού και των επιστημών. Μέσα σ’ αυτό το φάσμα, η πεζογραφική παραγωγή συνεχίζει να προσεγγίζει την «αλήθεια» και τη «σύμβαση αλήθειας» που έζησαν και ζουν ακόμη οι γεννημένοι ή καταγόμενοι από την κοντινή αραβική χώρα. Οι τίτλοι βιβλίων που επικεντρώνονται ή εμμέσως αναφέρονται στην Αίγυπτο των ελληνικών αναμνήσεων είναι πάμπολλοι. Όπως σαφώς και η ποιοτική διαβάθμιση της θεματικής προσέγγισής τους, αναλόγως των συγγραφικών προθέσεων (δηλαδή, καθαρή μυθοπλασία είτε συγκινησιακή καταγραφή ατομικών δεδομένων).
Επαναφέροντας τον συλλογισμό στο τελευταίο μέρος της τριλογίας της Μαρώς Κάργα, αξίζει να σημειωθεί η ευελιξία της στη συγγραφική μέθοδο που επέλεξε. Κατ’ αρχάς, τα πρόσωπα που διατρέχουν τις σελίδες του βιβλίου δίνουν την αίσθηση μιας νοτισμένης γνώσης του χωροχρόνου τους. Ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται την «ανάσα» της εποχής αλλά και το «πρόσημο» της ζωής των Ελλήνων παροίκων, πρώτης-δεύτερης-τρίτης γενιάς στην Αίγυπτο. Η σκιαγράφησή τους γίνεται με αμεσότητα και διαρκή εντρύφηση στα στοιχεία που τους δίνουν ζωή. Ερωτεύονται, παραληρούν, θυμώνουν, τρομάζουν, αδιαφορούν, αδικούν, καταστρατηγούν τον εαυτό τους, επιμένουν στα λάθη ή σιωπούν στο δίκιο τους. Είναι αληθινοί, οικείοι, διαθέτουν υφή.
Η σκιαγράφησή τους γίνεται με αμεσότητα και διαρκή εντρύφηση στα στοιχεία που τους δίνουν ζωή. Ερωτεύονται, παραληρούν, θυμώνουν, τρομάζουν, αδιαφορούν, αδικούν, καταστρατηγούν τον εαυτό τους, επιμένουν στα λάθη ή σιωπούν στο δίκιο τους.
Πολλές φορές, κατά δεύτερον, γίνεται εμφανέστερη η συγγραφική στόχευση στον παλμό όλων των ηρώων που παρελαύνουν με μικρότερους, σημαντικότερους ή όχι ρόλους. Η διαπλοκή τους προαπαιτεί μια σοβαρή, μελετημένη άσκηση διαχείρισης, μια σκαλέτα με ακριβή έλεγχο του τι κάνει ποιος και πότε. Με αυτόν τον παλμό «χτίζεται» εμφανώς ο καμβάς του μυθιστορήματος, με ανατροπές και κορυφώσεις, αφηγηματική ταχύτητα ή βραδύτητα, μονολόγους εσωτερικούς, εγκιβωτισμούς, διαλόγους έντονους ή νωχελικούς, παλίμψηστα περιγραφών και σχολιασμών. Στόχος απλός: το σύνθετο σμάρι της ζωής στην πιο διαυγή καταγραφή του. Και αποτέλεσμα: η πυκνή, απαιτητική ενδοκειμενική ροή.
Τέλος, κατά τρίτον, η αληθοφάνεια των γεγονότων, που συνδέουν τους ήρωες του βιβλίου με το πολιτικό και κοινωνικό αλμανάκ αυτής της τριακονταετίας, επιδεικνύονται εμπράγματα στις τελευταίες σελίδες. Εκεί, ο αναγνώστης μαθαίνει την ακρίβεια των ιστορικών αναφορών, όλων όσες ταλανίζουν την πορεία αυτής της πολυπρόσωπης μυθιστορηματικής εμπειρίας. Δεν είναι τυχαία λοιπόν (και πολύ χρήσιμα) ούτε η επεξήγηση με το εκτενές κι αναλυτικό χρονολόγιο ούτε το γενεαλογικό δέντρο και ο κατάλογος των ηρώων.
Κοινός παρονομαστής, θα διαπιστώσει κανείς ολοκληρώνοντας το μυθιστόρημα, εμφανίζεται η ουτοπία. Τόσο για τη συγγραφέα όσο και για τους ήρωές της, η νοσταλγία μαζί με την εξιδανίκευση των αναμνήσεων δημιουργεί μιαν ατμόσφαιρα. Είναι η Αλεξάνδρεια και οι άλλες πόλεις του σκηνικού φόντου που θα μπορούσαν ανεπιφύλακτα, στο πρώτο μισό του αντιφατικού εικοστού αιώνα, να χαρακτηριστούν ονειρικές και ζηλευτές; Η απάντηση δεν υφίσταται ή, μάλλον, ανιχνεύεται από τον κάθε αναγνώστη ειδικότερα, μέσα από τις πραγματολογικές λεπτομέρειες όσο και μέσα από το ψυχοπνευματικό περίγραμμα των ηρώων. Αυτή η ουτοπία πάντως είναι η γενεσιουργός δύναμη της έμπνευσης. Αυτή καθοδηγεί κι αυτή δημιουργεί διαθλάσεις για τη γραφή σ’ ένα επίπεδο ιδεατής θέασης των πραγμάτων του παρελθόντος αυτού.
Η συγγραφέας έχει υπόψη και επίγνωση της «επικίνδυνης» επαφής με τη συγκεκριμένη θεματική. Αλλ’ αυτό που δίνει ενδιαφέρον και στρέφει την προσοχή στην τριλογία που επιδόθηκε, είναι η δική της πεποίθηση για τη δύναμη της λογοτεχνίας ν’ ανατρέπει τα ειωθότα, να εισχωρεί στα δεδομένα, ν’ αναπλάθει και να ετεροκαθορίζει τις ανθρώπινες αλήθειες. Κι αν ο δικός της κήπος στην άκρη της ερήμου είναι συμβατικά αληθινός, εάν πράγματι αποτελεί ένα όνειρο απατηλό ακόμη και για εκείνους που τον βίωσαν ως ερωτική φωλιά, η αναγνωστική διαδικασία συναντιέται σε αυτή την περίπτωση με τη βαθύτερη επιθυμία φυγής από το σημερινό παρόν. Μεγάλη συζήτηση όλο ετούτο… Αρκεί ο καθένας να βρει τις δικές του εσωτερικές αντέννες πρόσληψης του χρόνου και ν’ ανακαλύψει, φευ, μέσω τέτοιων πεζογραφικών δοκιμών, την ταιριαστή πραγματικότητα για τον εαυτό του. Έστω και ως εσωτερική ανάπλαση, φευγαλαία, σαν πολύωρη ταινία.
* Το παραπάνω κείμενο διαβάστηκε σε εκδήλωση στη Χώρα Τήνου, στις 10 Σεπτεμβρίου 2022. Ο Βασίλης Ρούβαλης είναι ποιητής και εκδότης.