Για την ποιητική σύνθεση «Θυρίδα 1821», της Σοφίας Διονυσοπούλου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Το Ροδακιό.
Της Τιτίκας Δημητρούλια
«Στην ποίηση οι στίχοι είναι σφαίρες», διαβάζαμε στην προηγούμενη ποιητική σύνθεση της Σοφίας Διονυσοπούλου, Σε ονομάζω Χιουρρέμ (2019). Στη Θυρίδα 1821, η σφαίρα είναι ποίηση: η σφαίρα που σκότωσε τον Ιωάννη Καποδίστρια έναν Οκτώβρη πριν από εκατόν ενενήντα χρόνια, μαζί κι η βουβή μαχαιριά, βρίσκονται στο επίκεντρο μιας ποιητικής σύνθεσης στην οποία ένας ηθοποιός που θα υποδυθεί τον Κυβερνήτη προσπαθεί να συλλάβει τη μορφή του. Από τον τίτλο ως το σώμα του ποιήματος, δέκα χρόνια δρόμος για αρχή, 1821-1831, κι άλλα διακόσια μετά, όσο κι αν «του μαραθώνιου η γη δεν πιάνει διακοσάρι» (σ. 10): από τα ασκέρια, τα γιουρούσια και τους εμφύλιους της επανάστασης ως τους αγώνες για ελευθερία, τους δωσιλόγους, τους σημερινούς άστεγους, τη φραπεδιά, την τσικουδιά και τη ληγμένη δουλειά.
Ο πυροβολισμός που σκοτώνει τον Καποδίστρια ορίζει την εκκίνηση του λόγου ως αγώνα δρόμου εθνικής αυτοσυνειδησίας. Σε ένα αντεστραμμένο εγκώμιο, με ραψωδιακές αντηχήσεις, το έθνος και ο λαός έρχονται εξαρχής στο προσκήνιο μέσα στις αντιφάσεις τους:
«Χολή θα χύσω για ένα έθνος λαμπερό
Χλωμό Κι επαίσχυντο
Χολή ωμή για ένα λαό
Μωρό κι ανεύθυνο
Αγωνιστή τρανό Άριστο λουφαδόρο
Άμετρο ποιητή Κομπιναδόρο
Προδότη Φωτοδότη Δειλό και Κατσαπλιά»
Από τη μια ο Καποδίστριας κι από την άλλη ο ηθοποιός, άνθρωπος σημερινός που, προσπαθώντας να κατανοήσει τα πρόσωπα και τα γεγονότα για να τα αναπαραστήσει, χάνεται στους λαβυρίνθους της ιστορίας και της δικής του πραγματικότητας. Το εσύ ενιαίο κι ασύλληπτο:
«Πώς να το πιάσω αυτό το μεγαλείο / Της πονεμένης σου ψυχής το εκμαγείο / Δίχως να φτιάξω έναΚόμη προσωπείο».
Το εγώ διαμελισμένο, σπαρασσόμενο, παρακαλεί, εν γνώσει του ματαίως εντέλει, την Ιστορία να του χαρίσει την ενότητα που απεγνωσμένα χρειάζεται, το κλειδί της θυρίδας 1821 που κλείνει μέσα της τον θησαυρό της ταυτότητάς του. Ο Καποδίστριας το παίρνει από τον κόρφο μιας μελανειμονούσας με λεβάντες που τις θάβει στις θίνες σα λεβέντες και του το δίνει. Κι ο ηθοποιός αποποιείται τελικά τον ρόλο, καλεί τον Καποδίστρια να ενσαρκώσει ο ίδιος τον εαυτό του, ανοίγει τη θυρίδα και καλεί τον άνεμο να πάρει την πνοή του ’21. Με την επίγνωση ότι ο ίδιος θα παραμείνει στην κερκίδα κι εκεί θα αφήσει την τελευταία του πνοή.
Σε ένα ολοποιητικό εγχείρημα με σαφή στόχευση, η Διονυσοπούλου αποτυπώνει πέραν κάθε αφαίρεσης την πολυπλοκότητα και τις αντινομίες της εθνικής ταυτότητας, όπως τη βιώνουν τα ιστορικά υποκείμενα. Ενσωματώνοντας το θέατρο στην ποίηση –όπως και την ποίηση στο θέατρο και στην πρόζα της σε άλλα της έργα, με μια αντίληψη που αποδίδει στην ποίηση μια πρωτοκαθεδρία πέραν των ειδολογικών διαχωρισμών–, συναιρεί τα μέσα τους στην πραγμάτωση ενός μοντερνιστικού ποιητικού λόγου που διεκδικεί και κερδίζει τη λαϊκότητά του, χωρίς καμία υποχώρηση σε απλουστεύσεις κι ευκολίες. Διατάσσοντας σε διακριτές σκηνές τους μονολόγους του ηθοποιού, στους οποίους ακούγονται πολλές, διαφορετικές φωνές, χρησιμοποιεί καίρια τη ρίμα αλλά και την ατάκα· την εναλλαγή πεζών και κεφαλαίων – με τα κεφαλαία να υποδεικνύουν αναλόγως τον επιτονισμό, την ένταση της φωνής, αλλά και την πολυσημία· ενίοτε την τεχνική του καλλιγράμματος· την παρένθεση ήχων φυσικών, από το τριζόνι ως τον φλοίσβο· και οπωσδήποτε την αιχμηρή ειρωνεία, στην προσωπική βίωση του παρελθόντος ως άχθους λόγου χάρη:
«Δεν βλέπω εγώ χαντζάρια και πιστόλες
Τρέμω το αίμα Φέρτε μου γλαδιόλες
Μ’ αυτές θα ξιφουλκήσω Μ’ αυτές θ’ ανδραγαθήσω
Κίτρινες θέλω Λαμπερές
Γλώσσες που σελαγίζουν Που πλαταγίζουν
Στιλπνά και Ανθηρά
ΑρωΜατοΠοιά
Πάρτε τις φουστανέλες Τα φέσια Τα σαρίκια
Για μένανε δεν είναι αυτά τα αντριλίκια»
Ή στην ακόλουθη σκηνή, στην οποία υπονοείται και η ύπαρξη ενός απροσδιόριστου χορού, όπου η γνωστή τοις πάσι ερώτηση «Ξέρεις ποιος είμαι ΕΓΩ;» πυροδοτεί ένα πολυφωνικό ταυτοτικό παραλήρημα:
«Ξέρεις ποιος είμ’ Εγώ;
ΠΟΙΟΣ είσαι ΠΟΙΟΣ;
ΠΟΙΟΣ είσαι;
Είμαι ο ταξιτζής πρωθυπουργός
Ο τζαναμπέτης μαστροπός
Η μερσεντές και η Βουλγάρα
Η αμαζόνα κι η φανφάρα
[…]
Είμαι η σπάθη και η αγιαστούρα
Η στείρα ανακατωσούρα
Ο Εφιάλτης Ο εξωμότης
Ο Λεωνίδας κι οι τρακόσιοι
Ο ήρωας κι ο τσιφλικάς
Ο ρατσιστής κι ο χριστιανός
Ο ΑναρχΟΛΑγνος αστός
Μη μου κολλάς γιατί ΕΓΩ
Εγώ είμ’ ΕΓΩ Ευζωνάκι γοργό
Κι η ξιφολόγχη μου ΙΕΡΡΡΗΗΗΗΗ
ΑΕΕΕΕΕΡΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ»
Η ταυτοτική αυτή αναζήτηση συμπορεύεται όμως στο ποίημα με τη διερώτηση για τα όρια του λόγου καθαυτόν, του ποιητικού λόγου – σαν να ψιθυρίζει πίσω από τις λέξεις ο Αντόρνο τη δική του αγωνία μετά το Άουσβιτς. Γιατί οι στίχοι δεν φτιάχνονται με ιδέες, αλλά με λέξεις κι οι λέξεις «Μιλούν Φλυαρούν και τίποτα δεν λένε […] Σκορπώντας μια οσμή Καθαρτηρίου / Κολαστηρίου / Στρατόπεδου εξόντωσης και τα λοιπά»… Γίνονται «λοιμός από μελάνι» και «κατράμι», ως τη στιγμή που ξένες και μαζί δικές σπέρνονται σε πίδακες για να βάψουν με τέμπερες τη μαύρη πόλη. Έτσι, ο λόγος δεν δικαιώνεται ρητά μέσα στο ποίημα, αλλά μέσα από το ποίημα, που αρνείται να δώσει απαντήσεις και αφήνει τα πάντα ανοιχτά. Στη ζωή. Στην οποία εντάσσεται ιδεωδώς και η ίδια η ποίηση, όπως την «κάμει με όλη την κυριολεξία της λέξεως αυτής», για να θυμηθούμε τον Εμπειρίκο, η Διονυσοπούλου. Στις επιλογές του καθενός από μας. Διότι, όπως έλεγε η νεκρή Χιουρρέμ στο κορίτσι με την μπούρκα, «Την Ιστορία την πιάνεις από τα μαλλιά / ΤΗ ΦΤΙΑΧΝΕΙΣ / ΠΡΙΝ ΣΕ ΘΑΨΕΙ / ΠΡΙΝ ΣΕ ΚΛΑΨΕΙ / ΑΝΕΛΕΗΤΑ / ΥΠΟΚΡΙΤΙΚΑ».
* Η ΤΙΤΙΚΑ ΔΗΜΗΤΡΟΥΛΙΑ είναι κριτικός λογοτεχνίας, Καθηγήτρια στο Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ.