Κάθε μήνα, μια ποιητική συλλογή, μπαίνει στο μικροσκόπιο και εξετάζεται με πάθος και χωρίς κανέναν φόβο. Σήμερα, η πρώτη ποιητική συλλογή του Άκη Παπαντώνη «Bildungsroman» (εκδ. Κίχλη).
Του Διογένη Σακκά
Η ποιητική συλλογή Bildungsroman του Άκη Παπαντώνη αποτελεί ένα ποιητικό χρονολόγιο ενηλικίωσης. Οι τίτλοι ποιημάτων φέρουν στον τίτλο και ένα έτος, ξεκινώντας από το 1978 («προσωπική χιροσίμα, 1978») μέχρι το 2019 («τα σύνεργα, 2019»), ενώ το τελευταίο αναφέρεται σε χρόνο μέλλοντα («υστερόγραφο, 2023»). Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη, αποτυπώνοντας βιώματα του αφηγητή: ένα απόγευμα στην Οία, μια βόλτα στο Γιουσουρούμ, παρκάροντας έξω από τον Ευαγγελισμό, κλπ. Τα πρόσωπα που εισέρχονται είναι από το οικογενειακό περιβάλλον (μητέρα, πατέρας, παππούς, αδελφή, γιαγιά), ενώ κυριαρχεί η αναφορά σε ένα δεύτερο πρόσωπο, διαποτισμένη με συναίσθημα ερωτικό. Ο τρόπος των ποιημάτων διαλέγει τη δύσκολη οδό του πεζολογικού τρόπου. Δύσκολη, γιατί τέτοια ποιήματα, για να είναι άξια λόγου, προϋποθέτουν υψηλές δραματουργικές ικανότητες και οικονομία των λέξεων, χωρίς να περισσεύουν δεξιά κι αριστερά, ώστε να υπάρχει φόρτιση και το ποίημα να λειτουργεί σαν οιονεί μονόπρακτο, έστω και μέσα από λίγες αράδες∙ με πύκνωση νοημάτων και δημιουργία αντήχησης που δυναμώνει την ένταση των στίχων στον αναγνώστη.
Όμως ο Παπαντώνης μια τέτοια δυσκολία την έκανε ευκολία. Τα ποιήματα είναι γεμάτα περιγραφικές λεπτομέρειες που ίσως κάτι να προσέδιδαν στην πειστικότητα ενός διηγήματος, όμως εδώ το μόνο που καταφέρνουν είναι να ξεχειλώσουν τη δραματουργική σύνθεση ενός ποιήματος: πώς ξεκινά, πώς αναπτύσσεται, πότε κορυφώνεται, πώς τελειώνει. Διαβάζουμε στο ποίημα «αντισεισμικός οπλισμός, 1999»:
«με σφυρίχτρα και φακό/ και με τα ρούχα της γυμναστικής/ πέφτει για ύπνο η μικρή/ ήδη πιο έτοιμη για την πραγματικότητα, και αντί για παραμύθι, στο μπαλκόνι/ με τα φώτα σβηστά, κρυμμένοι/ ανάμεσα στις ορτανσίες και στον φίκο της μάνας/ τους παρακολουθούμε/ στον ακάλυπτο και στο όμορο οικόπεδο/ που ποτέ δεν έχτισε η χήρα του κυρ τάκη».
Ευτυχώς ή δυστυχώς, για να εκληφθεί ένα γραπτό ως ποίημα, δεν αρκεί το σπάσιμο των προτάσεων με τομές, μήπως και αποκτήσει αέρα ποιητικότητας, ούτε μια δυο ξέμπαρκες μεταφορές. Η ίδια η νεοελληνική ποιητική παράδοση έχει διαμορφώσει δια των έργων της ένα τεράστιο πλούτο εκφραστικών τρόπων, καθώς και τις ανάλογες αναγνωστικές απαιτήσεις όταν εισερχόμαστε στη μικρογραφία ενός ποιήματος.
Ευτυχώς ή δυστυχώς, για να εκληφθεί ένα γραπτό ως ποίημα, δεν αρκεί το σπάσιμο των προτάσεων με τομές, μήπως και αποκτήσει αέρα ποιητικότητας, ούτε μια δυο ξέμπαρκες μεταφορές.
Όσον αφορά το περιεχόμενο της ποιητικής συλλογής, διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου: «τριάντα τέσσερα ποιήματα που διαβάζονται ως μύχιο ημερολόγιο αλλά και ως συλλογική αυτοβιογραφία μιας γενιάς». Εύλογα διερωτάται κανείς τι το συλλογικό περιέχει μια αποτύπωση ιδιωτικών στιγμών. Ναι μεν διαμορφώνουν έναν αφηγηματικό ιστό, όμως από πλευράς περιεχομένου, τα ποιήματα του Παπαντώνη έχουν την ίδια, χρόνια καθώς φαίνεται, πάθηση της σύγχρονης νεοελληνικής ποίησης, ήτοι τον εσωτερικό μονόλογο βυθισμένο στον μικρόκοσμο προσωπικών βιωμάτων κι εξομολογήσεων, χωρίς δυνατότητα οι λέξεις να αγγίξουν ένα κοινό τόπο ιστορικό, φιλοσοφικό, κοινωνικό. Και φυσικά δεν αποτελεί αναφορά σε κάτι συλλογικό, η ένταξη λέξεων στα ποιήματα όπως: «με είχες ρωτήσει/ με sms», «σου δείχνω κάτι αστείο στο youtube».
Εν πάση περιπτώσει, έχει ενδιαφέρον σε μια ποιητική συλλογή, ακόμα και ως άσκηση αισθητικής, να μπορέσει κανείς να ξεχωρίσει ποιήματα που διασώζονται και να εστιάσει εκεί. Από τα τριάντα τέσσερα ποιήματα της συλλογής, τέσσερα πέντε διασώζονται: «πριν τον ύπνο, 2014», «βαλς, 2008», «ορνιθολογία, 2009», «modes d’ emploi, 1997», «προσωπική χιροσίμα, 1978». Aς σταθούμε στο «ορνιθολογία, 2009»:
«παρκαρισμένος μπροστά στο κοιμητήριο
στην ανηφόρα, ο ήλιος κόντρα
το βεντιλατέρ ακόμα βουίζει
στον ορίζοντα οι παλιές σταφιδαποθήκες
στην ανοιχτή πόρτα του συνοδηγού
ακροβατεί τεράστια
μια αστραφτερή κουρούνα
τσιμπάει από την παλάμη μου σπόρια
δεν τρομάζω
τ’ αφήνω να πέσουν
λίγα λίγα στο χώμα
να κατέβει
να συνεχίσει εκεί
να ξεσκάψει το οικογενειακό μνήμα
να ανασάνουν
–επιτέλους–
τα αναπαυμένα κόκαλα
όλων όσων
τα ονόματα κουβαλάω».
Εναρκτήριος στίχος που υποβάλλει μεταφέροντάς μας στο περιβάλλον ενός κοιμητηρίου, και μαζί με τους τρεις επόμενους στίχους δημιουργεί απέριττα ένα σκηνικό, το οποίο ο αναγνώστης αρχίζει να οπτικοποιεί. Στη συνέχεια γίνεται ομαλά η ενσωμάτωση μιας σκηνής που μοιάζει αφύσικη ή γκροτέσκο, και μπορεί να λειτουργήσει συμβολικά. Υπό μια έννοια αποτελεί το εύρημα του ποιήματος: μια τεράστια αστραφτερή κουρούνα στέκεται στο παράθυρο του συνοδηγού. Τα επίθετα έντονα, υπογραμμίζουν το συμβάν. Η αφήγηση υφαίνεται πέριξ των λέξεων κοιμητήριο, χώμα, σπόρια, ξεσκάβω, μνήμα, να ανασάνουν, τα κόκαλα, τα ονόματα που κουβαλάω. Στον τέταρτο στίχο πριν το τέλος συντελείται η κορύφωση (στο: «–επιτέλους–» ), με καλή επιλογή σημείων στίξης και τομής των στίχων, ώστε να δοθεί η δέουσα έμφαση, ενώ παράλληλα δημιουργείται μια απορία: ποιος ανασαίνει τελικά, τα αναπαυμένα κόκαλα ή ο αφηγητής; Ή και οι δύο μαζί; Ίσως χρήζει περαιτέρω επεξεργασίας η ρυθμική αγωγή του ποιήματος, το πώς τα φωνήεντα συναντάνε τα σύμφωνα. Παράδειγμα προς προβληματισμό: «τα αναπαυμένα», ή «τ’ αναπαυμένα», «να ανασάνουν», ή «ν’ ανασάνουν», ή μήπως «να πάρουν ανάσα»; Χρήσιμη θα ήταν εδώ στον Παπαντώνη η συμβουλή από κάτι παλιούς μαΐστορες της ποιητικής τέχνης: αφού το ποίημα έχει τελειώσει στο χαρτί (ή στην οθόνη, με σημερινούς όρους), προτού δημοσιευτεί, πρέπει να απαγγέλλεται τουλάχιστον είκοσι φορές, στίχο το στίχο. Πάντως παραμένει ένα δυνατό ποίημα που αναδεικνύει με ένταση τη γραμμή της ζωής από γενιά σε γενιά, τo πώς συνεχίζεται μεσ’ από ευθείες και τεθλασμένες, κουβαλώντας το φορτίο όσων έφυγαν, είτε απογειωτικά είτε καθηλωτικά.
* Ο ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΣΑΚΚΑΣ είναι κριτικός ποίησης.