Για την ποιητική συλλογή του Θανάση Χατζόπουλου «Υπό κατασκευήν σημαίες» (εκδ. Πόλις). Η φωτογραφία, από τους εορτασμούς στο Σύνταγμα για την 25η Μαρτίου, φέτος, στα 200 χρόνια από την Επανάσταση.
Της Άλκηστης Σουλογιάννη
Η λογοτεχνική παραγωγή του Θανάση Χατζόπουλου στον χώρο κυρίως της ποίησης αλλά και στον χώρο της πεζογραφίας διαθέτει σημαντικά στοιχεία, τα οποία είναι δυνατόν να εκτιμηθούν ως ενδιαφέρουσες προτάσεις για τη δημιουργική απόδοση του πραγματικού, εκ των βασικών διεργασιών σε ό,τι αφορά τη δομή του κειμενικού κόσμου και τη συνακόλουθη οργάνωση γραμματικών εικόνων, με τη σταθερή εμπλοκή του φαινομένου της μεταφοράς, ως κωδικοποίηση της επικοινωνίας ανάμεσα στην εξωτερική/αντικειμενική και την υπο-/κειμενική πραγματικότητα.
Με αυτή την προϋπόθεση, και για να επιμείνουμε στην πλέον πρόσφατη παραγωγή του Θανάση Χατζόπουλου, δημιουργική αξιοποίηση π.χ. τόπων και τοπόσημων από τον αντικειμενικό κόσμο που έχουν μετεξελιχθεί σε τοπία της υποκειμενικής πραγματικότητας κάτω από το βάρος βιωματικού υλικού και έχουν αποκτήσει μια μυθική διάσταση μέσα στις δομές του κειμενικού κόσμου, εντοπίσαμε στην ποιητική συλλογή με τον τίτλο Πρόσωπο με τη γη (2012) όπου κτήρια, δρόμοι, πεζοδρόμια, ακάλυπτοι χώροι πολυκατοικιών, μοναστήρια, μνημεία, μια αυλή σχολείου κατά τη διάρκεια των θερινών διακοπών, προσφυγικές πολυκατοικίες στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, ενώ δυναμική εμπλοκή στοιχείων και φαινομένων της φύσης σε διαρκή διαλεκτική ή και αντιστικτική σχέση με τον εσωτερικό άνθρωπο, ενίοτε ως προσωπεία αυτού, συναντήσαμε στην ποιητική συλλογή με τον τίτλο Φιλί της ζωής (2016) όπου πανσέληνο σκοτάδι και ελάχιστο φως του φεγγαριού, αντάρα, μπουρίνια και καταιγίδες, λαμπρή λιακάδα και καταχείμωνο.
Παράλληλα, δημιουργική αξιοποίηση πραγμάτων, καταστάσεων, γεγονότων από τον δημόσιο και τον ιδιωτικό βίο εντοπίσαμε στις δύο νουβέλες του Θανάση Χατζόπουλου υπό τον κοινό τίτλο Οι λησμονημένοι (2014) όπου η ισορροπία ανάμεσα στον εσωτερικό άνθρωπο και στο κοινωνικό προσωπείο του, ή η συνάντηση του εσωτερικού ανθρώπου με το κοινωνικό, ιστορικό, πολιτισμικό περιβάλλον σύμφωνα με όσα η ροή του προσωπικού και του γενικού χρόνου επιτάσσει με σκοπό την κατανόηση του εξωτερικού, αντικειμενικού κόσμου, όπως και στη συλλογή αφηγηματικών κειμένων υπό τον τίτλο Ιστορικός ενεστώς (2020) όπου το έγκλημα και η τιμωρία αλλά και η τιμωρία χωρίς έγκλημα, η κοινωνική διαστρωμάτωση, το βάρος της γενικής Ιστορίας επάνω στον προσωπικό χρόνο, οικονομική ανάπτυξη σε ατομικό και σε συλλογικό επίπεδο.
Εδώ εντοπίζονται ιδιαιτέρως σημαντικοί δείκτες, όπως είναι ο (συναγόμενος) πρωτοπρόσωπος αφηγητής που δεσπόζει στην είσοδο του κειμενικού κόσμου συν-/δηλώνοντας την παρουσία του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου απέναντι στον Πορθητή Μωάμεθ Β’, και ο επίσης πρωτοπρόσωπος αφηγητής που ως παραστατικό προσωπείο για τον Ρήγα Φεραίο ορίζει την έξοδο και κυρίως την προοπτική σε ό,τι αφορά όχι μόνον τον κειμενικό κόσμο της ποιητικής συλλογής αλλά και την αντικειμενική/ιστορική πραγματικότητα σε συγχρονική και σε διαχρονική διάσταση.
Τώρα, στην ανά χείρας νέα ποιητική συλλογή με τον τίτλο Υπό κατασκευήν σημαίες ο Θανάσης Χατζόπουλος με ευρηματικό τρόπο αξιοποιεί ιστορικό γεγονός, σε συνδυασμό με τα παρεπόμενα αυτού, το οποίο δεν μνημονεύεται κατά ρητή αναφορά αλλά πάντως αναγνωρίζεται αμέσως στο πλαίσιο των συμφραζομένων. Εδώ εντοπίζονται ιδιαιτέρως σημαντικοί δείκτες, όπως είναι ο (συναγόμενος) πρωτοπρόσωπος αφηγητής που δεσπόζει στην είσοδο του κειμενικού κόσμου συν-/δηλώνοντας την παρουσία του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου απέναντι στον Πορθητή Μωάμεθ Β’, και ο επίσης πρωτοπρόσωπος αφηγητής που ως παραστατικό προσωπείο για τον Ρήγα Φεραίο ορίζει την έξοδο και κυρίως την προοπτική σε ό,τι αφορά όχι μόνον τον κειμενικό κόσμο της ποιητικής συλλογής αλλά και την αντικειμενική/ιστορική πραγματικότητα σε συγχρονική και σε διαχρονική διάσταση, όπως αυτή η πραγματικότητα υπονοείται ως πρώτη ύλη για τη σύνθεση ενός πρωτότυπου προϊόντος δημιουργικής γραφής.
Ανάμεσα στους δύο αυτούς πυλώνες που προσδιορίζουν την εξέλιξη κατά την ανάπτυξη του υλικού στο βιβλίο, έχουν θέση φωνές ζώντων και νεκρών σε διαρκή σύνοδο πρωτοπρόσωπων αφηγητών απέναντι στις συνθήκες της ζωής και του θανάτου τους, μέσα σε ποικιλόμορφα τοπία με ιδιαίτερο ιστορικό και φυσικό φορτίο, όπου εντοπίζονται ο Κεράτιος Κόλπος, η Μονή της Θεοτόκου Περιβλέπτου, η Χρυσή ή Μεγάλη Πύλη και η Πύλη του Αγίου Ρωμανού στα χερσαία τείχη της Κωνσταντινούπολης, ο Πύργος Νεμπόισα έξω από το φρούριο του Βελιγραδίου, ή ακόμα: ο Εύξεινος Πόντος και η Αδριατική Θάλασσα, ο χείμαρρος Δυοβουνιώτης στη Βοιωτία, το Παλαιόκαστρο Ναυαρίνο, τα βράχια της Πελοποννήσου και το ακρωτήριο Ταίναρο, το Μαυροβούνι της Μάνης, ο Όλυμπος και τα Άγραφα, βουνά της σωτηρίας και βουνά της προδοσίας, ποταμοί-αγωγοί σωμάτων και ψυχών, φύση-ενέδρα και φύση-προστασία.
Αυτά τα δεδομένα χαρακτηρίζουν την οργάνωση της επιφάνειας στα κείμενα που συνθέτουν τις τρεις ενότητες της ανά χείρας ποιητικής συλλογής υπό τους ιδιαίτερους τίτλους: «Χάραμα στον Κεράτιο» (με δώδεκα ποιήματα), «Κοινοί θνητοί» (με είκοσι ένα ποιήματα), «Απόδειπνο στη Νεμπόισα» (με πέντε ποιήματα).
Στη βαθειά σημασιολογική διαστρωμάτωση των ποιημάτων εντοπίζουμε την ευρηματική διαχείριση εννοιών, όπως είναι η άνοδος και η πτώση, η ελευθερία και η τυραννία, η απώλεια και η ανάκτηση της ελευθερίας, οι αξίες της ζωής και η εξουσία του θανάτου, το σώμα και η ψυχή, η μνήμη και η λήθη, η ροή του γενικού/ιστορικού και του προσωπικού χρόνου, η ελευθερία της Γλώσσας ως όχημα προς την ελευθερία των λαών, η διαλεκτική σχέση ανάμεσα στην Ιστορία και στη Γλώσσα, η ανθρώπινη φωνή και η πλήρης σημασιών σιωπή, η ατομική και η συλλογική θυσία, η αντίστιξη ανάμεσα στον χρόνο και στον τόπο, και επίσης: ο δόλος, η βία, ο φόνος, η προδοσία, το έλεος, η βούληση, η ισχύς.
Τα σημαινόμενα διεκπεραιώνει λόγος βιωματικός, πλήρης συναισθήματος και συνδηλώσεων, ιδιαιτέρως παραστατικός, ενίοτε αφοριστικός, που αποτυπώνεται σε ποιήματα περισσότερο ή λιγότερο εκτενή, με ενιαία ή σύνθετη δομή, με ποικίλους συνδυασμούς ελεύθερων στίχων και με συχνή παρουσία εξίσου ποικίλων παρηχήσεων, όπου παρεμβαίνει και η συνεχής αφηγηματική ροή με έντονη πάντως την παρουσία ρυθμού.
Η συσχέτιση αυτών των εννοιών, σύμφωνα με τις επιλογές του Θανάση Χατζόπουλου, παρέχει τη δυνατότητα να αναγνωρίσουμε συνθήκες και διεργασίες προς τη σύνθεση συμβόλων που αντιπροσωπεύουν πολιτειακές προτάσεις βασιζόμενες αφενός σε αρχές και αξίες, και αφετέρου στο περιεχόμενο της ιστορικής και της πολιτισμικής μνήμης. Με τον τρόπο αυτόν είναι δυνατόν να οδηγηθούμε στο σημασιολογικό και συνδηλωτικό ισοδύναμο του τίτλου της ποιητικής συλλογής ως συνόλου.
Τα σημαινόμενα διεκπεραιώνει λόγος βιωματικός, πλήρης συναισθήματος και συνδηλώσεων, ιδιαιτέρως παραστατικός, ενίοτε αφοριστικός, που αποτυπώνεται σε ποιήματα περισσότερο ή λιγότερο εκτενή, με ενιαία ή σύνθετη δομή, με ποικίλους συνδυασμούς ελεύθερων στίχων και με συχνή παρουσία εξίσου ποικίλων παρηχήσεων, όπου παρεμβαίνει και η συνεχής αφηγηματική ροή με έντονη πάντως την παρουσία ρυθμού.
Στο πλαίσιο αυτό, συμμετέχουν και ιδιαίτεροι ρυθμικοί παράγοντες, όπως είναι οι τρόποι της δημώδους ποίησης με μορφές δεκαπεντασύλλαβων στίχων, π.χ.: «Γέρασα μες στα μυστικά κι αξόδευτη η αγάπη», «Γέρασα μες στα μυστικά, τα χώνεψα δραγάτης», «Για χάρη του ν’ αναλωθώ και ν’ ακουστώ σε χώρο/ [Τάφου]», «Κι ας φέρνει η νύχτα όνομα κι η μέρα το λαμπρύνει», επίσης οι συνεχείς δεκαπεντασύλλαβοι: «Ανάθεμα τις αστραπές που φώτισαν τη νύχτα / Και κρύψαν απ’ τα μάτια μας του ήλιου τον καθρέφτη / Και φώτισαν τα διάσελα που κάτεχαν τον δρόμο / Και βρήκαν οι εχθρήτες μας κουφάρια στα κορμιά μας» που αποτελούν το ποίημα με τον τίτλο «Ξαρμάτωτοι», όπως και ολόκληρο το κείμενο σε συνεχή αφηγηματική ροή με τον τίτλο ακριβώς «Δημοτικό» ως προληπτική δήλωση των υφολογικών επιλογών του Θανάση Χατζόπουλου.
Σε αντιστικτική σχέση προς αυτά τα υφολογικά δεδομένα εντοπίζουμε, ως ιδιαίτερο στοιχείο αισθητικής του κειμενικού κόσμου, μια πρωτότυπη εκδοχή για το χαϊκού που αντιπροσωπεύει το ποίημα με τον τίτλο «Απολογισμός», σύμφωνα με την οικονομία της παραδοσιακής μορφής του είδους: «Μετρούσαμε τους ζωντανούς/ Μετρούσανε τους σκοτωμένους».
«Έτσι, καθώς η ψυχή έφευγε από αριστερά, έβλεπα το παλουκωμένο σώμα να σπαράζει, σαύρα στον άνεμο».
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, καθώς ακολουθούμε την ανάπτυξη του υλικού της ποιητικής συλλογής, εντοπίζουμε για μία ακόμα φορά την ευρηματική αξιοποίηση του φαινομένου της μεταφοράς και τη συνακόλουθη σύνθεση γραμματικών εικόνων, σύμφωνα με τις επιλογές και ενίοτε τις αποκλίσεις του Θανάση Χατζόπουλου από την κοινή χρήση της γλώσσας. Π.χ.:
«πλησίστιες φλόγες», «το βουερό ημισφαίριο/ Της λήθης», «της βλάστησης ακέραιο το χλωρό δέος», «περισσεύματα του χρόνου», «καθένας χτίζεται/ Στο μεταλλείο της στιγμής, όταν μελανό/ Αδειάζει για να γεμίσει με μέλλον το φως», «απαρασάλευτα βράχια», «αγέραστους ανέμους», «οργής σκαπάνες», «Σαν ψέμα ήρθε και κάθισε στα πόδια του/ Πουλί ασκούμενο με τη λαλιά του», «Μας κάλυψε η βροχή που μας κουκούλωσε σαν χράμι. Η γη που άχνιζε όλη μες στα σύννεφα, […]. Τέτοια κάλυψη που έδωσε ο τόπος. […] έτσι όπως πάνω του μας άφησε ήσυχα να γλιστρήσουμε και να συρθούμε μουλωχτά προς την ελευθερία σαν φίδια», «Έτσι, καθώς η ψυχή έφευγε από αριστερά, έβλεπα το παλουκωμένο σώμα να σπαράζει, σαύρα στον άνεμο», «Ψιθύριζε η αυγή λόγο βαρύ», «του μένους το αβυσσαλέο κράτος», «Μία σκιά παραφυλάει μέσα μου/ Για να συναντηθούμε αύριο, προτού λυγίσει η αυγή/ Εκεί που ο προδότης τα κρυφά φτερά του/ Ξεδιπλώνει, μέδουσα ιανή» (ευρηματικός νεολογισμός από το κύριο όνομα Ιανός), «Δεν με συνθλίβουνε οι πέτρες/ Που περιβάλλουνε δίκην σπαργάνων το κορμί», «Βράχος στου καταρράχτη το άσπλαχνο νερό», «Μέσα στη χάση της αναπνοής το σώμα/ Έγειρε κατάρτι ματωμένο/ Κι έδυσε στης προδοσίας τα πόδια/ Ματαιωμένο ύψος του ορίζοντα», επίσης: «Εγκόλπια όνειρα» (ενδιαφέρον σύνταγμα με ουσιαστικό σε λειτουργία επιθετικού προσδιορισμού, στην ουσία πάντως πρόκειται για ανασημασιολόγηση και αποκατάσταση της λέξης εγκόλπια στην αρχική μορφή και λειτουργία επιθέτου: ο, η εγκόλπιος, το εγκόλπιον), καθώς και: «Αχειροποίητο ξημέρωμα έρχεται από μακριά» (αναφορά στην Αχειροποίητο εικόνα της Παναγίας από τη φερώνυμη Μονή στην Κωνσταντινούπολη, κοντά στη Χρυσή ή Μεγάλη Πύλη).
Ιδιαίτερη ενότητα στη συλλογή των γραμματικών εικόνων αποτελούν οι παραστατικές συνθέσεις θανάτου:
«Περνούσε πάλι πάνω στ’ άλογο ο Δ. Α. Όπως ασήκωτο φορτίο που ’χε φορτωθεί στο ζώο […]. Και νεκρός στητός. Ότι τον είχαν δέσει και τον είχαν στείλει μήνυμα […]. Το άλογο έφερε τον γύρο του χωριού καθώς συνήθιζε. Κι εκεί στη βρύση, που στεκόταν για να πιει, […], σαν άδειο έπεσε σακί μες στο νερό ο καβαλάρης, σημαδεμένος αναντίρρητα πάνω απ’ το στέρνο, στη σφαγή», «Βαδίσαμε ολόισια στον θάνατο. […]. Γείραμε όπως τα σπαρτά, ο ένας πλάι στον άλλο, μ’ έναν υπόκωφο γδούπο κι έναν χαιρετισμό βαθύ από τη μεριά της θάλασσας που δεν αντικρίσαμε ποτέ. […]. Σκάψανε λάκκο βαθύ […] και μας πετάξαν μέσα […]. Μελάνιασε ακόμα κι η αυγή, […]. Κι αυτή η αχάραγη αυγή εφώτισέ μας επ’ ελάχιστον τις κεφαλές μέχρι τα πρόσωπα και ώς τον βυθό του οφθαλμού μιαν αντανάκλαση μας έστειλε στις άλλες ζωές», «το σώμα άταφο οξειδωνόταν στον αέρα και το ξεψάχνιζαν τα όρνια. […] Η ψυχή το φαγοπότι τους επόπτευε κι εποπτευόταν από έναν σκοτεινό και χαμηλό από την αδικία που της έγινε ουρανό», «κορμιά υπόκωφα να αργοκυλάνε στον γκρεμό και με πάταγο να συναντάνε το νερό στο όριο των βουνών», «αργυρώνητος με έχει καταλάβει θάνατος», «Όσοι χειρίζονται τον θάνατο/ Σαν να ’ταν καθημερινή τους περιουσία», «εξουσία του θανάτου» αλλά και «στο λίκνο του θανάτου», επίσης: το νεκρό σώμα του σκοτωμένου πατέρα κάλυψη και προστασία για τον γυιό, θάνατος γυναικών, παιδιών, γερόντων στον πρόναο, αποκομμένες κεφαλές κρεμασμένες από την αρχαία καρυδιά, αυτοχειρία ατιμασμένης, νεκροί από εκρήξεις σε μοναστήρι και σε «αποστεγνωμένη στέρνα», «ανεύρετο σώμα» νεκρού σε σφαγή, καθώς και τοπιογραφία με κυπαρίσσια που «στέκονται ακοίμητα με παρρησία, ίδια σαν επανάληψη του εδώ πέρα προς το πέρα από δω».
Σε ομόλογο κλίμα εντοπίζουμε και την αφοριστική διατύπωση, π.χ.: «άπαξ δίνεται/ Και άπαξ παίρνεται η ζωή κι ουδέποτε διδάσκεται/ […]/ Ότι δεινόν αποβαίνει και δύσμοιρον αποφαίνεται κόσμον», «άπαξ και δοθεί θάνατος/ Πίσω δεν παίρνεται», «Ο άνθρωπος είναι από κοινού το αίνιγμα και οι λύσεις».
«Μάζεψα λέξεις πεταμένες καταγής:/ […]/ Τις έβαλα σε τάξη […]/ Με τις λέξεις κουρέλια ήθελα κινήσω ξεσηκωμό».
Περαιτέρω, ανιχνεύουμε ενδιαφέροντα τεκμήρια μεταγλωσσικότητας, στη διάσταση της αξιοποίησης γλωσσικών στοιχείων και φαινομένων ως υλικού για τη σύνθεση κειμένου, ανεξάρτητα από την ευρηματική πάντως και επιλεκτική χρήση της γλώσσας ως εργαλείου για τη μετάδοση πληροφοριών. Π.χ.:
«Μεσάνυχτα από λέξεις», «τα λόγια ακόντια/ Και βόλια αγχέμαχα», «συριγμός από σύμφωνα κρουστά, μειλίχια, έρποντα/ Μέσα στο σκοτάδι», «Τα λόγια ακροπάτησαν», «Αφού τότε η ζωή θα αντηχεί στη λέξη της/ Και θα ονομάζει αυτό που ζούμε οι ζωντανοί/ Όταν το ζούμε», «Χωνεμένα χώματα, βιβλία και οστά έγιναν λέξεις», «Ψιχία του λόγου μου στις μηχανές της γλώσσας», «Έδωσε λόγο στη σιωπή», «Με συλλαβίζουνε οι πέτρες πλευρό πλευρό», «Μάζεψα λέξεις πεταμένες καταγής:/ […]/ Τις έβαλα σε τάξη […]/ Με τις λέξεις κουρέλια ήθελα κινήσω ξεσηκωμό», καθώς και: «από των λέξεών μου τις γονάδες/ Τρυγάει τη γύρη μου» (ευρηματική η μεταφορική χρήση της λόγιας λέξης γονάς).
Μέσα στο υφολογικό αυτό περιβάλλον συναντούμε και ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον παράδειγμα για μια εκδοχή αυτοαναφορικότητας της δημιουργικής γραφής, καθώς ο Θανάσης Χατζόπουλος προτείνει μια πρωτότυπη διαχείριση για τον Θούριο του Ρήγα Φεραίου, όπως αναγνωρίζουμε στην εκτενή ποιητική σύνθεση υπό τον τίτλο «Διαθήκη χαραγμένη σε πέτρα». Εδώ ο εναρκτήριος στίχος «Ώς πότε παλικάρια», επαναλαμβανόμενος κατά περίπτωση ως «συναισθηματικός οδοδείκτης» (για να παραπέμψω και στον Ρίχαρντ Βάγκνερ), αποτελεί αποκάλυψη ή «υπόδειξη» διαύλου για τον μηχανισμό σύνθεσης ενός πρωτότυπου λογοτεχνικού κειμένου κατά δημιουργική αξιοποίηση διακειμενικού υλικού.
Παράλληλα, ο προεπαναστατικός (1797) πατριωτικός Θούριος του Ρήγα εντάσσεται στα πραγματικά στοιχεία που αξιοποιούνται για την οργάνωση του κειμενικού κόσμου στο προ οφθαλμών βιβλίο, όπου εντοπίζουμε επίσης αναφορά στη Χάρτα του Ρήγα, τον ιστορικό και γεωγραφικό πίνακα του αρχαίου, μεσαιωνικού και νεώτερου Ελληνισμού με στοιχεία αρχαιογνωσίας και αλληγορικές παραστάσεις, από τα σημαντικότερα έργα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, δείγμα της ελληνικής χαρτογραφίας της προεπαναστατικής περιόδου (τυπώθηκε στη Βιέννη, 1796-1797), και ακόμα στον ήρωα του μεσαιωνικού Ελληνισμού Βασίλειο Διγενή Ακρίτα ή στον αντάρτη ληστή και υπερασπιστή των φτωχών Κυριάκο Τσακιτζή. Τα στοιχεία αυτά λειτουργούν ως αρμοί και σύνδεσμοι του κειμενικού κόσμου με την αντικειμενική πραγματικότητα.
Είναι σαφές ότι ο Θανάσης Χατζόπουλος προσφέρει μία (ακόμα) παραδειγματική εφαρμογή για τη δημιουργική απόδοση του πραγματικού, στο πλαίσιο της οποίας την εστίαση ενδιαφέροντος κατέχει ιστορικό γεγονός ως διακεκριμένος και ιδιαιτέρως προβεβλημένος παράγων της αντικειμενικής πραγματικότητας. Η δημιουργική αυτή απόδοση δηλώνει ως προϋπόθεση την προσωπική, βιωματική, κριτική και συγκριτική πρόσληψη της Ιστορίας, έστω εν προκειμένω με έμφαση στο σκληρό προσωπείο αυτής που κατασκευάζει η απηνής ανθρώπινη δραστηριότητα με τα παράγωγά της, ενώ αποκαλύπτει ιδιαίτερες όψεις κειμενικού κόσμου, ο οποίος αντιστοιχεί σε μια πρωτότυπη δομή θεματικών και υφολογικών πεδίων.
* Η ΑΛΚΗΣΤΙΣ ΣΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ είναι διδάκτωρ Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και κριτικός βιβλίου. Τελευταίο της βιβλίο, η μελέτη «Ο δημιουργικός λόγος του Γιώργου Χειμωνά» (εκδ. Παρατηρητής).
Θανάσης Χατζόπουλος
ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ ΣΗΜΑΙΕΣ
ΠΟΛΙΣ 2021
Σελ. 96, τιμή εκδότη €12,00
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ
Αποσπάσματα από το βιβλίο
«Μεσάνυχτα από λέξεις κι ούτε ένα φως
Ψηλά στον κουρνιαχτό που η μέρα φέρνει
Να σβήσει στο νερό
Μόνο ο Πορθητής γοργά από το Κέρας
Κεντούσε με φεγγάρια τον σταυρό
Δεν έμενε ούτε βλέφαρο ανοιχτό
Μαζί μ’ εκείνα που για πάντα σφάλισαν
Κι όμως εκείνος μέρες, γενιές τώρα,
Αγρυπνούσε μοναχός, ίδιος σκιά
Του εαυτού του σέρνοντας τον τελευταίο χορό
Σε αυτή την όχθη πριν λευκανθεί στο φως
[…]
Τη σκοτεινή πρωτεύουσα, προστατευόμενη αγκαλιά
Αχερουσίας – θαύμα θαμμένο σε πλησίστιες φλόγες
Κι η προδοσία ώριμη όπως κουκούτσι
Που φυλάει το κατακάθι κάθε πίκρας Έπεσε η Πύλη»
Από την ενότητα «Χάραμα στον Κεράτιο»
«Ώς πότε παλικάρια
Ριγμένοι στα στενά, ζωή μισή και άδεια
Λυκάνθρωποι τσακάλια μονάχοι σαν σκυλιά
[…]
Ώς πότε παλικάρια
Βραδιές που ’μεινα εδώ
Σε νύχτες δίχως άστρα
Φεγγάρι για σκοπός»
Από την ενότητα «Απόδειπνο στη Νεμπόισα»