Για την ποιητική συλλογή του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου «Σωσίβιο χώμα» (εκδ. Μελάνι).
Του Γιώργου Βέη
«Τα λόγια, τα γραπτά, γεννιούνται από το μηχανισμό, όχι από κάποια ανθρώπινη φύση∙
έτσι, εκεί όπου υπάρχει σημείο, δεν μπορεί να υπάρχει ο άνθρωπος∙
εκεί όπου κάνουμε τα σημεία να μιλούν, ο άνθρωπος πρέπει να σωπαίνει».
Μισέλ Φουκώ, Η αρχαιολογία της γνώσης (εκδ. Πλέθρον)
Η αποφασιστική αντιμετώπιση της πραγματικότητας από μια ενδεχόμενη, πάντως άκρως δραστική παραλλαγή της επιφέρει ένα νέο, ευδιάκριτο σύστημα αξιών, αισθητικής κυρίως υφής. Ό,τι δηλαδή διατείνεται εμμέσως πλην σαφώς το κυρίαρχο ρήμα στο Σωσίβιο σώμα. Η προσέγγιση του θέματος δεν είναι αφηρημένη, αλλά απολύτως πραγματιστική. Η άοκνη, επιμελής πάντα λεκτική δραστηριότητα μας προσφέρει την εναλλακτική θέαση του όντος. Έτσι, η ποιητική μετα-αλήθεια διεκδικεί την αμέριστη προσοχή μας. Η πρόσληψη είναι ζήτημα ευτυχούς σύνθεσης και βεβαίως διαφυγής από την άκρως δεσμευτική στίξη, για να παραφράσω τον Ζακ-Αλέν Μιλέρ. H ρήξη με το δήθεν εννοιολογικά θέσφατο καθίσταται εξόχως δημιουργική. Το σπινοζικό ens rationis, δηλαδή το être de raison, αναφέρεται κατεξοχήν στην ενδελεχή αξιοποίηση της συνειρμικής εκείνης αλυσίδας, η οποία έχει το προνόμιο να συμβάλλει στην πνευματική εγρήγορση της ύπαρξης ως το βιολογικό της πέρας. Συγκρατώ, επίσης, ότι ένας καθ’ όλα αποδοτικός υπερρεαλισμός επιδιώκει να διατηρήσει, παντί τρόπω, αν όχι τον πρωτεύοντα, πάντως έναν σαφώς δεύτερο εποικοδομητικό ρόλο. Η παραγωγή λόγου συνιστά εντέλει έξοδο στο ξέφωτο του διαφορετικού, του πολύδεντρου εν ολίγοις νοήματος. Η συνδρομή του μυθικού στοιχείου απαντά πολλαχώς. Τα όποια παγιωμένα σημασιολογικά κεκτημένα αναθεωρούνται στη βάση μιας συστηματικής, αποδεδειγμένα γονιμοποιού επαναδιαπραγμάτευσης με το άλλο.
Η τομή είναι εγκάρσια: το ποίημα είναι απόσταγμα, εκτός των άλλων, της αναστοχαστικής διαλεύκανσης όσων το υπερεγώ έχει προλάβει να προβάλει στην οθόνη του είναι. Ο λόγος της όποιας ετερότητας αναλύεται σαν να ήταν το ομίλημα ενός διευρυμένου, ομαδικού ασύνειδου. Το καταγωγικό, σεφερικό στοιχείο της φθοράς ενυπάρχει ως σήμα σταθερού προσανατολισμού. Παραθέτω τα εξής ενδεικτικά:
«Φεγγάρι ολόγυμνο σελήνης μελιχρό αποτύπωμα στο στήθος κοιμισμένου κοριτσιού καταμεσής λεηλατημένου ονείρου αστράφτει ασήμι αλλά χωρίς μετάλλου υφή παρά ρυακιού κουρέλι από νερό και αέρα ή φλυαρία φυκιών στην επιφάνεια λίμνης με θρυμμάτισμα γυαλιού […] Παντού ένα χάδι ακίνητο ενεδρεύει λες γυάλινο χνούδι απόστημα πληγής κάτω από καύκαλο γυμνού απομίμηση και ο σιωπηλός στη στέρηση εθισμός ανοίγει χάσμα που έρωτα νομίζουν οι αδαείς».
Το ποίημα οικοδομείται, αντιστρατευόμενο τον αυτισμό της αδολεσχίας. Αν και το ποιητικό πρόσωπο είναι καταδικασμένο παιδιόθεν σε θάνατο, γράφεται. Ό,τι δηλαδή συνιστά τον πλέον έντιμο, τον πλέον ευφυή στρατηγικό ελιγμό διαφυγής.
Tο ποίημα είναι απόσταγμα, εκτός των άλλων, της αναστοχαστικής διαλεύκανσης όσων το υπερεγώ έχει προλάβει να προβάλει στην οθόνη του είναι. Ο λόγος της όποιας ετερότητας αναλύεται σαν να ήταν το ομίλημα ενός διευρυμένου, ομαδικού ασύνειδου. Το καταγωγικό, σεφερικό στοιχείο της φθοράς ενυπάρχει ως σήμα σταθερού προσανατολισμού.
Υποβάλλοντας κατά καιρούς νέες στρατηγικές ύφους, ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου χαρτογραφεί το μεταίχμιο εκείνο, όπου το έλλογο στοιχείο και το ακριβώς αντίθετό του συνυπάρχουν ισότιμα, διευκρινίζοντας μάλιστα με συνέπεια υποδειγματική το ένα την αξία του άλλου. Η γλώσσα αντανακλά δηλαδή αμέσως τη συνείδηση; Πράγματι, υποστηρίζει κι εδώ το σύνταγμα των εξειδικευμένων λέξεων-φορέων πάθους για ακρίβεια. Η ύπαρξη αποφεύγει να συνθηκολογήσει με τις απάτες των φαινομενικών βεβαιοτήτων. Η συμβολική τάξη υφίσταται για να διαχειριστεί το υλικό της κειμενικής προαίρεσης κατά τρόπο πρόσφορο και λειτουργικό στο έπακρον. Οι γραμματικές εικόνες ανακαλούν την περιήγηση του ποιητικού προσώπου σε τοπία οριακής αποκάλυψης υπαρξιακών αιτίων και αιτιατών.
Ο πυρήνας της καλώς διατυπωμένης, αφοριστικής κατά κανόνα έκφανσης αναφέρεται κυρίως στον κρίσιμο ρόλο της ενόρμησης του θανάτου, η οποία είναι ασφαλώς αρχέγονη, προηγείται άλλων σύμφωνα πάντα με τη φροϋδική διδασκαλία. Παραπέμπω για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής στα εξής αρκούντως χαρακτηριστικά:
«Και η γυάλινη χωρίστρα του ήλιου απότομα έσπαγε κι έκοβε στα δυο την αμεριμνησία της ώρας κι ας άνθιζε του κάτω κόσμου ο σπαραγμός με συριγμό ανεβαίνοντας κι ας ήταν περασμένα όχι μεσάνυχτα παρά κάτι άγνωστα εντελώς ωρών συμπλέγματα επειδή η γυάλινη χωρίστρα του ήλιου σπάζοντας έκοβε στα δυο κάτι μετέωρες αγκαλιές που αγάλματα ύστερα έγερναν στων ονομάτων τα κενά διαστήματα».
Το ποιητικό ρήμα διατηρεί εντωμεταξύ και στο Σωσίβιο χώμα το αναφαίρετο εντέλει δικαίωμά του να αποφαίνεται και εκ μέρους μιας απώτερης συλλογικής ψυχής. Η εμφανής αυτή διεύρυνση συνιστά το εξαιρετικό πλεονέκτημα της συγκεκριμένης αυτής ποίησης. Εξού και η ομολογούμενη γοητεία της. Κι όσο «η θέση της ποίησης δεν είναι ποτέ απόλυτη [διότι] βρίσκεται πάντοτε σ’ ένα εσώτερο, αβέβαιο χώρο, κάτω από τις λέξεις του ποιητή και βαθιά μέσα στην όραση του αναγνώστη, ένα χώρο όπου η διάνοια της ποίησης κάθεται μονάχη με το κερί δίπλα σε μια συγκινητική ομορφιά», όπως διέδωσε ο Γουάλας Στίβενς (Wallace Stevens), τότε κειμενικά διαβήματα σαν το παρόν προκαλούν, εξ ορισμού μάλιστα, ένα σαφώς αναβαθμισμένο ενδιαφέρον. Διότι χαρτογραφούν με επάρκεια το όριο, την αντοχή και την ποθητή εμβέλεια της ίδιας της ποιητικής απόφανσης.
H διάσπαση της κοινότοπης αλληλουχίας των προτάσεων του συμβατικού επικοινωνιακού δικτύου αφήνει, εκτός των άλλων, να αποκαλυφθεί η άλλη διάσταση, ο φορτισμένος χωρόχρονος του βαθύτερου ποιητικού εγώ.
Δεν παραλείπω να εστιάσω την προσοχή μου και στα εξής σημαίνοντα, όπου η παλινόρθωση σε μια αρτιότερη ανάγνωση της περιρρέουσας ατμόσφαιρας είναι ιδιαίτερα αισθητή, ήτοι:
«Μέρες ζυμώνουν πρόσφορα με αντί μαγιά προζύμι πυρετού σταματημένου σε δυσθεώρητες γραμμές εκεί που δέντρα σαρκοβόρα στην αρχή πώς μεταλλάσσονται ύστερα σε κατοικίδια κυπαρίσσια εκεί που εγκαύματα οι φωτιές κεντούν κι ένα μεσίστιο πράσινο ανυψώνεται παντού ενώ ζευγάρωμα φιδιών του οιδιπόδειου σύμπαντος έμβλημα σχηματίζεται νοερό ή προμήνυμα σιωπής πάνω σε δέρμα όπως χαράζεται κεντήματος η ανάποδη όψη με κόμπους τα κεφάλια των χρωμάτων να προεξέχουν ακατέργαστα⋅ εδώ κοινόβιος ύμνος ας ακούγεται και με όπου όνειρο βελάσματα σβησμένων άστρων ίσα να προδίδεται η καταγωγή της στάχτης».
Κοντολογίς, το ποιητικό υποκείμενο σπεύδει να επανορθώσει όσα έχει προκαλέσει το σφάλμα της επανάπαυσης στο δήθεν αυτονόητο.
Ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1945. Σπούδασε νομικά και φιλολογία. Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε με την ποιητική συλλογή Ποιήματα το 1966. Εργάστηκε ως δικηγόρος από το 1972 ως το 1978· έκτοτε ασχολείται αποκλειστικά με τη λογοτεχνία και με ό,τι αμέσως ή εμμέσως σχετίζεται μ' αυτήν. Συνεργάστηκε με τα αξιολογότερα λογοτεχνικά περιοδικά της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης κατά την τελευταία τριακονταετία (Αντί, Λέξη, Δέντρο, Διαβάζω, Εντευκτήριο, Τραμ κ.α.). Διετέλεσε συνυπεύθυνος στη σύνταξη των ετήσιων ομαδικών αντιδικτατορικών εκδόσεων Κατάθεση 73 και Κατάθεση 74, ενώ συνέταξε (με τον ποιητή Γιάννη Βαρβέρη) την Ελληνική ποιητική ανθολογία θανάτου του εικοστού αιώνα (1995). Άσκησε συστηματικά λογοτεχνική κριτική από περιοδικά και εφημερίδες. Είναι ιδρυτικό μέλος της «Εταιρείας Συγγραφέων».
|
Η καθ’ όλα συνεπής γλωσσοκεντρική μέριμνα όντως αποδίδει άλλη μια φορά καρπούς. Έτσι, η διάσπαση της κοινότοπης αλληλουχίας των προτάσεων του συμβατικού επικοινωνιακού δικτύου αφήνει, εκτός των άλλων, να αποκαλυφθεί η άλλη διάσταση, ο φορτισμένος χωρόχρονος του βαθύτερου ποιητικού εγώ. Όπως έχω ήδη κατά καιρούς υποστηρίξει, διερμηνεύοντας διαδοχικά προηγούμενες λυσιτελείς δοκιμές του προαναφερόμενου δημιουργού στο πεδίο των αυστηρών κειμενικών εμπεδώσεων, οι αλληλουχίες των εν γένει απροσδόκητων αφορισμών, οι πολλαπλές αμφισημίες των κρίσιμων φαινομένων του βίου, οι κύριες ανταποκρίσεις μεταξύ ύπαρξης και μη ύπαρξης (=ο εφιάλτης των Ελεατών φιλοσόφων) και βεβαίως οι διαχρονικές, υποδόριες σχεδόν πάντα πλην όμως αδιάσπαστες διασυνδέσεις υποκειμένων και αντικειμένων επιβεβαιώνονται, αποτυπώνονται και ταξινομούνται με εμφανή νηφαλιότητα. Η εντός αγκυλών εξομολόγηση, μάλιστα σε κάθε σελίδα, συνιστά συνδήλωση γλωσσικού πάθους. Η λέξη είναι συνεπώς το ακαταμάχητο κύρος του εαυτού. Απομονώνω για την περίσταση τα εξής: [Παρέλαση ρακένδυτη περνάει με πρόσωπα τυχαία στα σώματα βαλμένα ώστε κανείς να μην αναγνωρίζεται⋅ και χρωμάτων τεχνάσματα οι μέρες απλώνουν τις ώρες τους ρούχα μετέωρα οράματα εικόνες ασύστατες κάτι στιγμές αιχμηρές να εισχωρούν όπου αιφνίδια της φλέβας ραγίσματα με θρόισμα στις φυλλοβόλες πλαγιές της αγάπης στου σαθρού υποστυλώματος το ανασήκωμα στων χειλιών τ’ ανυπάκουα σύμφωνα.]
Η προσωποπαγής κειμενική τακτική του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου, ο οποίος συγκαταλέγεται, ως γνωστόν, στους αντιπροσωπευτικότερους, δικαίως πολυβραβευμένους δημιουργούς της πολυφωνικής γενιάς του ’70, διασφαλίζει, μεταξύ άλλων, όχι μόνον την κωδικοποίηση, αλλά και τον υπομνηματισμό των διαφορετικών τρόπων πρόσληψης των όποιων δεδομένων. Τόσο όσων προέρχονται από τη σφαίρα της λεγομένης εξ αντικειμένου πραγματικότητας, όσο και των άλλων βεβαίως, τα οποία κατάγονται κατευθείαν από την ενδοχώρα του αμιγώς φαντασιακού. Η δε πνευμάτωση του υλικού στοιχείου, η περιώνυμη Vergeistung του Φρίντριχ Νίτσε, συνεπάγεται εν ολίγοις μιαν ευεργετική ρήξη με την αυστηρή τυποποίηση της αντίληψης. Έτσι, το κατά τα φαινόμενα παράδοξο ή αλλόκοτο μπορεί να εξημερωθεί, να καταστεί εντέλει οικείο, διατείνεται, εμμέσως πλην σαφώς και το Σωσίβιο χώμα. Συγκρατώ το εξής ενδεικτικό παράδειγμα μεταξύ των πολλών ανάλογων:
«Ρόγχος και μύρου αιώρημα δίχτυ αραιό το αύριο συγκρατεί με βραδινό ανατρίχιασμα βυθίζονται οι φωνές που τόλμησαν θαλάμους να διαρρήξουν ακοής εκτεθειμένης σε διαρκή βελάσματα σελήνης αναπάντεχα έρημης με τι αναμάσημα ήχων ύστερα και απλόχερες δωρεές σπαρμένες σε αχαλίνωτες εκτάσεις όλο με ίσκιους από το κατάλευκο πένθος των πουλιών».
Η ομολογία πίστης στη δυνατότητα μιας συνειδητής αυθυπέρβασης της κρίσιμης, πρωτοβάθμιας εντύπωσης και της συνακόλουθης αναβάθμισής της σε Υπεραίσθηση τεκμαίρεται άλλωστε σε πλείστα όσα σημεία των ποιητικών κρυσταλλώσεων. Απομονώνω τα εξής χαρακτηριστικά από το Παιδικό κουρείο του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου, που εκδόθηκε από τον Κέδρο το 2013: «Ένα λουλούδι μπορεί να μην ερμηνεύει τον κόσμο, ερμηνεύει ωστόσο το χρώμα του που είναι μια μουσική ανεξήγητη όσο και αν δεν ακούγεται. / Ίσως γιατί οι αποχρώσεις της απλότητας επιβάλλουν σιωπή αλλά σιωπή πραγματική και όχι ενός βιβλίου που διαρκώς μηρυκάζει τις σελίδες του». Και στο παρόν ποιητικό έργο, η ευεργετική, ήτοι η εμφανώς στοχαστική αξιοποίηση μιας απλούστατης κατά τα φαινόμενα εμπειρίας, η οποία απορρέει από τη συνήθη, την ως εκ των πραγμάτων υποχρεωτική τριβή μας με τα υλικά της καθημερινότητας, συνιστά τον κύριο άξονα των ποιητικών διεργασιών.
Συμπέρασμα: το αποτέλεσμα όλων αυτών των ρυθμικά συντονισμένων ενεργειών γραφής συνιστά έναν από τους πλέον ολοκληρωμένους ποιητικούς λόγους της εποχής μας.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι πρέσβης επί τιμή και ποιητής. Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Βράχια» (εκδ. Ύψιλον).
→ Στην κεντρική εικόνα: Ο πίνακας του Ludwig Knaus “Mud pies” (1873).
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ από το ΒΙΒΛΙΟ
«Πόνος εντέλει μηρυκαστικό χωρίς τροφή και ζωής απόθεμα επειδή πλέκει τα δίχτυα του με του άδειου το κρυφό αναμάσημα και οι φλέβες θάμνοι αόρατοι με θροΐσματα κυκλωτικά όπου βρουν αντίσταση το κατεπείγον του θανάτου να εξαντλήσουν. Πλέγματα εξάλλου ξυραφιών απόσταση επιβάλλουν και ίσως ισόβιο με ίσκιους αγκάλιασμα μετά την κατάργηση της τρυφερότητας⋅ πληγές φανερές και κρυφές να εξυφαίνονται και αθώες περιπλανήσεις στων κρεοπωλείων τους κήπους και ο Μάης κρεμασμένο ένα πλέξιμο τόσο περίτεχνα που το αίμα δεν στάζει ούτε βάφεται ο τόπος και η στάχτη ορίστε διεκδικεί το αόρατο κέλυφος της ανάσας –μισεί την ασφυκτική ρυμοτομία ενός ροδιού την αιματηρή οικονομία του κόκκινου. Και ίχνη από γονάτων σούρσιμο ενωμένων τόσο που δεν διέκρινες ανάμεσά τους χώρισμα ή τόσο ισχνό που ήταν δύσκολο να πεις αν κάποιος ή όχι προσευχήθηκε αν δεν έσκυβε κεφάλι ταπεινό η μικρή σελήνη αλλά και πυρετού κυμάτισμα σε ύψος που ανελέητα δέρνονται τα φύλλα εξανθρωπίζοντας την ταπεινή τους φύση ενώ τα σύρματα διεκδικούν χορδής ταλάντωση ας ηχούν παράταιρα επειδή δεν αρκεί η υπόκλισή τους στον αέρα ούτε η τυφλή υποταγή στο γαλανό του χνούδι. Α η αποθέωση του μισού και των τριγώνων η σαθρή βεβαιότητα επιτέλους τετράγωνο το έρεβος».
Σωσίβιο χώμα
Κώστας Γ. Παπαγεωργίου
Μελάνι 2020
Σελ. 64, τιμή εκδότη €9,00