
Για τη δίγλωσση έκδοση του ποιητικού έργου του Τ.Σ. Έλιοτ «Η άγονη γη» (εισαγ. -μτφρ. -σημ. Χάρης Βλαβιανός, εκδ. Πατάκη).
Του Γιώργου Βέη
Ζίγκμουντ Φρόιντ, Ο άνδρας Μωυσής και η μονοθεϊστική θρησκεία
Γνωρίζουμε ήδη ότι «ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορούμε να κρίνουμε μια μετάφραση –πράγμα το οποίο μπορούμε πάντα να κάνουμε– είναι να προτείνουμε μια άλλη υποτιθέμενη μετάφραση, μια μετάφραση την οποία εικάζουμε και η οποία μπορεί να είναι καλύτερη ή διαφορετική. Αυτό άλλωστε είναι που συμβαίνει στον χώρο των επαγγελματιών μεταφραστών. Όσον αφορά τα μεγάλα κείμενα της κουλτούρας μας, δεν ζούμε παρά με κάποιες αναμεταφράσεις, οι οποίες αποτελούν αντικείμενα αδιάκοπης επεξεργασίας και κριτικής» (βλ. Πολ Ρικέρ, Για τη μετάφραση, μτφρ. Γιώργος Αυγουστής, εκδ. Πατάκη). Στο πλαίσιο αυτό ακριβώς εντάσσεται και η παρούσα εργασία του Χάρη Βλαβιανού, ομολογουμένως έμπειρου και δόκιμου μεταφραστή, επιπροσθέτως πολυβραβευμένου ποιητή. Βεβαίως δεν κρίνεται, εμμέσως πλην σαφώς, μόνον μια, αλλά πλείστες αποδόσεις έως σήμερα του εμβληματικού αυτού μεγα-ποιήματος, οροσήμου, ως γνωστόν, του μοντερνισμού. Η δε συγκεκριμένη εικασία του εν λόγω μεταφραστή δεν έμεινε για πάντα στον χώρο του φαντασιακού, αλλά μας παραδίδεται σε συγκροτημένο από κάθε άποψη μετάφρασμα.
«O μόνος τρόπος με τον οποίο μπορούμε να κρίνουμε μια μετάφραση –πράγμα το οποίο μπορούμε πάντα να κάνουμε– είναι να προτείνουμε μια άλλη υποτιθέμενη μετάφραση, μια μετάφραση την οποία εικάζουμε και η οποία μπορεί να είναι καλύτερη ή διαφορετική.
Πολ Ρικέρ
Ήδη η κριτική διέκρινε ότι πράγματι «ο Βλαβιανός επέτυχε μια πολύ λειτουργική μετάφραση, άξια του πρωτοτύπου, επειδή σέβεται πλήρως και αναδημιουργεί στη γλώσσα μας τον επιγραμματικό και αποφθεγματικό λόγο του αγγλικού ποιήματος, τις διακυμάνσεις του ύφους και τις μεταβολές της μορφής του, σε μία σύγχρονη, ρέουσα, φυσική, ανεπιτήδευτη γλώσσα, προφανώς χωρίς κανένα νοηματικό σφάλμα ή ασάφεια και χωρίς, επίσης, ίχνος ποιητικισμού (ελάττωμα που δεν απέφυγαν άλλες πρόσφατες ελληνικές μεταφράσεις, κυρίως ποιητών)» (βλ. Ευριπίδης Γαραντούδης: «Διαβάζοντας από την αρχή τον Τ.Σ. Έλιοτ», Η Καθημερινή, 18 Μαΐου 2020). Συγκρατώ επίσης ότι η δίγλωσση παράθεση του έργου συνιστά ασφαλώς δείκτη τόσο της σοβαρότητας όσο και της συναφούς επαγγελματικής συνέπειας, οι οποίες υποστηρίζουν εκ του ασφαλούς την αίσια έκβαση του μεταφραστικού εγχειρήματος.
Μεταφράζοντας από μια γλώσσα, όπως είναι εν προκειμένω η αγγλική, κατά τα ήμισυ τουλάχιστον γαλλική, η οποία, μεταξύ άλλων, δεν έχει αποφασίσει ως τις μέρες μας να υιοθετήσει κάποια άρθρα για τα γένη των ουσιαστικών της, αρκούμενη σε ένα όντως παιδιάστικο τραύλισμα the- the- the κοκ., είναι επόμενο να απαιτείται η πλήρης ετοιμότητα του εκάστοτε μεταφραστή από την πρώτη κιόλας απόπειρα. Οι δυσκολίες, εν ολίγοις, είναι πολλών ειδών. Οι θανάσιμοι αγγλισμοί φέρ’ ειπείν συνιστούν τις συνήθεις ναρκοθετήσεις, που είναι έτοιμες ανά πάσα στιγμή να ξετινάξουν το μεταφραστικό προϊόν. Να θυμίσω εν προκειμένω, δίκην παραδείγματος, τις εξής αποδόσεις του πασίγνωστου ημιστιχίου “The poetry does not matter” από το «East Coker» (1940), ήτοι του δεύτερου από τα κεφαλαιώδη για τη δυτικοευρωπαϊκή Γραμματολογία Τέσσερα Κουαρτέτα, επίσης του Τ.Σ. Έλιοτ: α) «Η ποίηση δεν έχει καμιά σημασία» (Κλείτος Κύρου), β) «Η ποίηση δεν πειράζει» (Αριστοτέλης Νικολαΐδης), γ) «Η ποίηση δεν ενδιαφέρει», αλλά και δ) «Η ποίηση δεν λογαριάζει» (Αντώνης Δεκαβάλλες) και ε) «Δεν είναι η ποίηση που προέχει» (Στέφανος Μπεκατώρος).
Ό,τι απέμεινε συνεπώς από το ημιτελικό σχέδιο παρέχει αμέσως την εντύπωση ενός μη αρτιμελούς αισθητικού σώματος, θανάσιμα κρυπτικού, δυσνόητου, α-συνεχούς, κατά τα φαινόμενα χαοτικού, πολυπρισματικού και εμφανώς αμφίσημου.
Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω, θυμίζω ότι η Άγονη γη (The Waste Land) ήταν σχεδόν τριπλάσια από εκείνη που κυκλοφορήθηκε για πρώτη φορά το 1923. Ως γνωστόν είχε προηγηθεί μια γενναία χειρουργική επέμβαση του Έζρα Πάουντ. Στην προκειμένη δηλαδή περίπτωση δεν έχουμε έναν ακόμη φόνο του πατέρα από τον γιο του, όπως θέλει να επιβάλλει η αρχέγονη τάξη, αλλά για μια γενναία, ευεργετική αφαίμαξη του γιου από τον παντεπόπτη γκουρού-πατέρα. Άλλωστε έχει αφιερωθεί το εν λόγω έργο στον Έζρα Πάουντ, με την προσθήκη μάλιστα της χαρακτηριστικής προσφώνησης: «Ο καλύτερος τεχνίτης» (il miglior fabbro). Ό,τι απέμεινε συνεπώς από το ημιτελικό σχέδιο παρέχει αμέσως την εντύπωση ενός μη αρτιμελούς αισθητικού σώματος, θανάσιμα κρυπτικού, δυσνόητου, α-συνεχούς, κατά τα φαινόμενα χαοτικού, πολυπρισματικού και εμφανώς αμφίσημου. Έτσι αντιλαμβάνεται κανείς φέρ’ ειπείν γιατί ο D.S. Mirsky αστόχησε πανηγυρικά, θεωρώντας ότι η Άγονη γη συνιστά το «ποίημα του θανάτου της αστικής τάξης», πιστεύοντας κι αυτός, όπως και άλλοι προηγουμένως, ότι ο Τ.Σ. Έλιοτ ήταν πολιτικά αφελής και ανεδαφικός. Σημειώνω ότι ο τελευταίος, αναφερόμενος στις αποτιμήσεις πολλών κριτικών και δη εγκρίτων, ότι δηλαδή το συγκεκριμένο δημιούργημά του υποδηλώνει την «απαλλαγή μιας γενιάς από τις ψευδαισθήσεις της» (disillusionment of a generation), έκρινε ότι επρόκειτο απλώς περί «ανοησιών». Και, συν τοις άλλοις, ας τονισθεί: «ίσως να έχω εκφράσει για λογαριασμό τους την ψευδαίσθησή τους να πιστεύουν ότι έχουν απαλλαγεί από τις ψευδαισθήσεις, αλλά δεν ήταν αυτός ο σκοπός μου» (βλ. ειδικότερα Τ.S. Elliot, Selected Essays, σ. 368: στο Τ.Σ. Έλιοτ, Δεν είναι η ποίηση που προέχει – Δοκίμια για την ποίηση και τους ποιητές, μτφρ. Στέφανος Μπεκατώρος, εκδ. Πατάκη).
![]() |
Η πρώτη δημοσίευση του Waste Land έγινε τον |
Κοντολογίς, πρόκειται για διακειμενικό κόμπο και υπερκειμενικό Γολγοθά, όπου συνωστίζονται μνήμες από τον ινδουιστικό μυστικισμό, χωρία από τη Θεία Κωμωδία του Δάντη, από τη Βίβλο, τον Όμηρο, τον Οβίδιο, βεβαίως από τον Σαίξπηρ, ενώ κάποιος Φληβάς που ατύχησε οικτρά στη θάλασσα κι ένας Σμυρνιός έμπορος, κάποιος Ευγενίδης, εμφανίζονται διαδοχικά στην κειμενική σκηνή, αιφνιδιάζοντας άλλη μια φορά τους αναγνώστες. Μνημονεύω, οίκοθεν νοείται, ελάχιστα πρόσωπα και έργα από τη διεθνή παρακαταθήκη, για ευνόητους λόγους, τα οποία παρίστανται ως την τελική εκδοχή της Άγονης γης. Το κύρος της εδράζεται ακριβώς σε αυτό το πολυτραυματικό σύνθεμα, όπου κρίσιμες όψεις του πολιτιστικού καταπιστεύματος αποτυπώνονται διαχρονικά, με ιδιάζουσα μάλιστα σήμανση μπροστά σε μια διαρκώς αναστοχαζόμενη ύπαρξη. Τα κειμενικά βεγγαλικά προσδίδουν βεβαίως ιδιαίτερη ένταση, καταυγάζοντας το νόημα. Τονίζω εδώ ότι γράφτηκε λίγο μετά τη λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Έλιοτ έπασχε ήδη από την περιώνυμη ισπανική γρίπη. Η Ευρώπη δείχνει στο μεταξύ το άλλο της πρόσωπο: εκείνο δηλαδή όπου αντικατοπτρίζεται σε όλο της το μεγαλείο η ενόρμηση του θανάτου. Ό,τι δηλαδή διέδιδε ήδη επιμόνως από τότε η καινοφανής, η αμφιλεγόμενη αλλά και πειστική εν πολλοίς φροϋδική σχολή ψυχανάλυσης. Το δε Λονδίνο, όπου κατοικεί ο ποιητής που μας απασχολεί σήμερα, είναι στην κυριολεξία του όρου η αποτελειωμένη γη, το έδαφος χωρίς έρμα, γη χωρίς γόνο.
Εκείνος, λοιπόν, ο μεταφραστής, ο οποίος έρχεται, κατά χρονολογική τάξη, δεύτερος ή τρίτος ή τέταρτος κοκ., στην προσπάθειά του να επιτύχει και να επιβληθεί των όσων προηγήθηκαν, καταλαμβάνεται από το δικαιολογημένο ως ένα σημείο άγχος της μη πρωτοτυπίας. Επείγεται δηλαδή να μην επαναλάβει επ’ ουδενί ό,τι προϋπήρξε. Ει δυνατόν σε κάθε στίχο!
Βεβαίως, όπως προκύπτει από τους διδακτικούς αφορισμούς του Βάλτερ Μπένγιαμιν: «η αληθινή μετάφραση είναι διάφανη, δεν επικαλύπτει το πρωτότυπο, δεν το σκιάζει, αλλά επιτρέπει στην καθαρή γλώσσα, σαν ενδυναμωμένη από το ίδιο της το μέσο, να ακτινοβολεί αντίστοιχα πληρέστερα στο πρωτότυπο. Kάτι τέτοιο είναι δυνατόν προπάντων με την κατά λέξη απόδοση στη σύνταξη και είναι αυτή η οποία αποδεικνύει ότι το πρωταρχικό στοιχείο του μεταφραστή είναι η λέξη και όχι η πρόταση. Διότι η πρόταση είναι το τείχος μπροστά από τη γλώσσα του πρωτοτύπου, ενώ το κατά λέξη είναι η στοά» (βλ. Βάλτερ Μπένγιαμιν, Η αποστολή του μεταφραστή και άλλα κείμενα για τη γλώσσα, μτφρ. Γιώργος Σαγκριώτης, εκδ. Πατάκη). Γι’ αυτό και η συναφής επισήμανση του Μιχαήλ Πασχάλη για τις μεταφράσεις του The Waste Land έχει εδώ ιδιαίτερη σημασία. Την παραθέτω κατά λέξη: «τη μετάφραση ad verbum [κατά λέξη] επιβάλλει ο επιγραμματικός και σχεδόν αποφθεγματικός λόγος του Έλιοτ, καθώς και ο πλούσιος διακειμενικός ορίζοντας, που παίρνει τη μορφή διατηρητέων παραθεμάτων». (βλ. Τα Νέα, 24 Μαΐου 2019).
Το παρόν μεταφραστικό διάβημα αποτελεί ασφαλώς απόκτημα των φίλων της αληθινής ποίησης και ό,τι αυτή σημαίνει τώρα πλέον, όπου η βαρβαρότητα εξακολουθεί να δυναστεύει δομές και όνειρα.
Κατ’ αναλογία λοιπόν το London Bridge δεν μπορεί να αλλάξει σε Γιοφύρι της Λόντρας, ούτε η Γαλλίδα Μαρί είναι δυνατόν να ανταποκρίνεται στο κάλεσμα, όταν τη φωνάζουν Μαρία, ή, αντιστοίχως, παρέλκει η Equitone να μεταγλωττισθεί σε Ισοψάλτου κι ο Albert να μεταμφιεσθεί σε Γιάννη, όπως δηλαδή ήθελε για τους δικούς του λόγους ο Γιώργος Σεφέρης. Όσο, επίσης, κι αν ακούγεται φυσιολογικά στα αυτιά μας ο εξελληνισμένος τίτλος ενός θεατρικού έργου πάλι του Τ.Σ. Έλιοτ: Φονικό στην εκκλησιά, όπως ακριβώς μας τον έμαθε ο Γιώργος Σεφέρης, δεν ανταποκρίνεται στη βαρύνουσα αλήθεια του πρωτοτύπου: Murder in the Cathedral. Άλλη η υπόσταση της «εκκλησιάς» κι άλλη του «Καθεδρικού Ναού». Άλλη του χ μικροσκοπικού Ιερού Ναού κι άλλη της δείνα Ιεράς Μητροπόλεως. Βεβαίως, τα λάθη και οι παρανοήσεις του Γιώργου Σεφέρη στη δική του μετάφραση της The Waste Land είναι γνωστά, όπως π.χ. στον Ξ.Α. Κοκόλη, τον Νάσο Βαγενά και τον Μιχαήλ Πασχάλη. Οι αναλύσεις τους είναι υποδειγματικές.
Συνοψίζω: το παρόν μεταφραστικό διάβημα αποτελεί ασφαλώς απόκτημα των φίλων της αληθινής ποίησης και ό,τι αυτή σημαίνει τώρα πλέον, όπου η βαρβαρότητα εξακολουθεί να δυναστεύει δομές και όνειρα.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι πρέσβης επί τιμή και ποιητής. Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή ταξιδιωτικών κειμένων «Εκεί» (εκδ. Κέδρος).
→ Η κεντρική εικόνα είναι μέρος της εικονογράφησης του Philippe Weisbecker, για τον New Yorker.
Απόσπασμα από την εισαγωγή του βιβλίου
«Είναι άξιο απορίας, πάντως, γιατί ο Παπατσώνης, ο Σεφέρης και ο Κύρου δεν έλαβαν υπόψη την αρχική σημείωση του ίδιου του Έλιοτ στο ποίημα, στην οποία δηλώνει ότι ο τίτλος, ο σχεδιασμός, καθώς και ένα σημαντικό μέρος του συμβολισμού του ποιήματος οφείλονται στα βιβλία της Jessie L. Weston (From Ritual to Romance) και του James George Frazer (The Golden Bough) – βιβλία τα οποία έχουν ως βασικό θέμα διάφορες τελετές γονιμότητας. Στο τέλος του σημειώματος ο Έλιοτ γράφει: "Όποιος είναι εξοικειωμένος με τα έργα αυτά θα αναγνωρίσει αμέσως ορισμένες αναφορές του ποιήματος σε τελετές βλάστησης". Ας μην ξεχνάμε τους περίφημους στίχους με τους οποίους ανοίγει η Άγονη γη: "Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο πιο σκληρός, γεννά / πασχαλιές μέσ’ απ’ τη νεκρή γη, σμίγει / αναμνήσεις με επιθυμία, αναδεύει / νωθρές ρίζες με ανοιξιάτικη βροχή". Ο Έλιοτ μιλά εδώ για "νεκρή γη". Σε όλο το πρώτο μέρος του ποιήματος, στην "Ταφή των νεκρών", αναφέρεται ξανά και ξανά στη γη, στο χώμα και τη βλάστηση […] Στο δεύτερο μέρος, "Μια παρτίδα σκάκι", ο Έλιοτ μιλάει για του "χρόνου τις μαραμένες ρίζες" και στο πέμπτο μέρος, που τιτλοφορείται "Τι είπε η βροντή", το σκηνικό είναι πάλι ένα άνυδρο τοπίο. Λίγο πριν από το τέλος της όλης σύνθεσης, ο Έλιοτ αναφέρεται ξανά σε "άνυδρο κάμπο". Είναι προφανές λοιπόν ότι δεν μιλάμε εδώ για "έρημη χώρα" ή "ρημαγμένη γη", αλλά για "άγονη γη"».