Για την ποιητική συλλογή του Δημήτριου Δημητριάδη «Όταν ο ψίθυρος» (εκδ. Μελάνι).
Του Γιώργου Δελιόπουλου
Στην πρώτη του ποιητική συλλογή, Χρόνος αυτόχειρας (εκδ. Γκοβόστη, 2016), ο ποιητής Δημήτριος Δημητριάδης αναμετράται με τον χρόνο, εμβαθύνοντας στη φθορά και την απώλεια, που εκείνος κουβαλάει1. Πρόκειται για μια ποίηση που κινείται κατά βάση στη συναισθηματική κλίμακα του γκρίζου και της νοσταλγίας, αφήνοντας μόνο μικρές χαραμάδες ελπίδας σε σκόρπιους στίχους. Γράφει σ’ ένα ποίημα της πρώτης του συλλογής: «Αγκαλιάζω, όχι εκείνα/ τα θαμμένα στην άκαρπη γη/ μα τούτα, τα ψιθυριστά/ που φέγγουν αβίαστα/ στις ανθισμένες σπηλιές/ ενός σύντομου κόσμου».
Ο ποιητής αναμετράται με τους ψιθύρους και τις κραυγές, με κοινή συνισταμένη όλων τη λύτρωση που προσφέρει η ποίηση. Η δεύτερη συλλογή χωρίζεται σε πέντε ενότητες, με διακριτή θεματική και συναισθηματική ατμόσφαιρα σε καθεμιά τους, εκ των οποίων η τελευταία λειτουργεί και ως επίλογος.
Για τούτα τα ψιθυριστά, που αιωρούνται προς διάφορες κατευθύνσεις σαν τα σκορπισμένα φύλλα του δέντρου στο εξώφυλλο, μάς μιλάει στη δεύτερη συλλογή του, Όταν ο ψίθυρος (εκδ. Μελάνι, 2019). Ο ποιητής αναμετράται με τους ψιθύρους και τις κραυγές, με κοινή συνισταμένη όλων τη λύτρωση που προσφέρει η ποίηση. Η δεύτερη συλλογή χωρίζεται σε πέντε ενότητες, με διακριτή θεματική και συναισθηματική ατμόσφαιρα σε καθεμιά τους, εκ των οποίων η τελευταία λειτουργεί και ως επίλογος. Κάθε ενότητα ξεκινάει με ένα πεζοποίημα, το οποίο μάς εισάγει προγραμματικά στη θεματική των άτιτλων ποιημάτων που ακολουθούν. Επίσης, κάθε ενότητα ξεκινάει με την τελευταία λέξη της προηγούμενης, σχηματίζοντας μια λεκτική και νοηματική σκυταλοδρομία μεταξύ των τμημάτων του βιβλίου.
Ο ψίθυρος, λοιπόν, σε ηχητική αντιπαραβολή προς την κραυγή, αποτελεί το βασικό μοτίβο, πάνω στο οποίο δομείται όλη η συλλογή. Στην πρώτη ενότητα η κραυγή και η φωνή ανήκουν στους ερωτευμένους, που «μιλούν δυνατά, ν’ ακουστούν πέρα από τους τοίχους και τ’ ακατοίκητα πλοία»· οι ψίθυροι ανήκουν στη μοναξιά. Οι ερωτευμένοι γίνονται ένα, ζουν την αγάπη τους στη διαπασών κάθε μικρή στιγμή, ενεργοποιώντας όλες τις αισθήσεις τους και νικώντας τη φθορά του χρόνου («Απόψε ας γεράσουμε μαζί/ να υποφέρει ο χρόνος αντί για μας»). Ξαφνικά, όμως, στη δεύτερη ενότητα η φωνή του έρωτα διακόπτεται από το κακό που ηχεί ακόμη πιο δυνατά. Στο περιθώριο, πλέον, των ήχων ενσκήπτουν οι σκιές, ο θάνατος, ο φόβος, οι σιωπές, οι άλαλες σκέψεις και οι ερωτευμένοι μοιάζουν «άδεια μπουκάλια σε χαρτόκουτα». Ο ποιητής γράφει στη δεύτερη ενότητα:
Στον Δημητριάδη η ποίηση είναι η γονιμοποιός δύναμη που υπόσχεται την «ανάσταση», όχι το αναλγητικό φάρμακο που απλώς διαχειρίζεται συμπτωματολογικά και επιφανειακά τον πόνο.
Η ατμόσφαιρα μυρίζει προϊούσα αποσύνθεση, ενώ ένα σκηνικό πολέμου και καταστροφής στήνεται, έτοιμο να κατασπαράξει κάθε χαρούμενη στιγμή. Μέσα στην καταστροφή το ποιητικό υποκείμενο ανακαλεί τον έρωτα, τα ονειροπολήματα, τις «ημιτελείς παρτίδες γέλιου». Όμως, διέρχεται καρτερικά μέσα από όλη αυτή την κατάσταση, για να καταφέρει τον νόστο προς την ευτυχία. Και η ευτυχία προϋποθέτει την αυτογνωσία, τη γνωριμία με την αποκηρυγμένη πλευρά του εαυτού του. Στην τελευταία ενότητα ο πόνος και ο ψίθυρος μετουσιώνονται σε ποίηση και «όλα τα κλαδιά άνθισαν». Μέσω της ενσυναίσθησης του ποιητή, τα δάκρυα γίνονται το μελάνι, για να γραφούν οι στίχοι. Στον Δημητριάδη η ποίηση είναι η γονιμοποιός δύναμη που υπόσχεται την «ανάσταση», όχι το αναλγητικό φάρμακο που απλώς διαχειρίζεται συμπτωματολογικά και επιφανειακά τον πόνο, όπως στον Καβάφη: «Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,/ που κάπως ξέρεις από φάρμακα»2.
Αν, λοιπόν, στον Χρόνο αυτόχειρα τα ποιήματα έχουν μια πεσιμιστική διάθεση3, στη δεύτερη συλλογή αυτή μετριάζεται. Οι αναμνήσεις αποτελούν το σημείο κλειδί, για να ξεκλειδώσει κανείς τις σιωπές και να συμφιλιωθεί με το παρελθόν. Οι ψίθυροι έχουν τον ρόλο τους. Ακόμη και ο ακροτελεύτιος ψίθυρος-στίχος της συλλογής, «Πότισα τις μηλιές;», όταν το ποιητικό υποκείμενο ετοιμάζεται να κατέλθει αυτοκτονικά στον θάνατο που αντικρίζει παντού, είναι μια μικρή υπόμνηση της ζωής που θάλλει ακόμη γύρω του. Ακόμη κι εκείνη την ύστατη στιγμή υπάρχει κάτι το ελάχιστο να τον κρατήσει στη ζωή, αυτή η έγνοια των μικρών πραγμάτων που μένουν πίσω.
Η συλλογή έχει αφηγηματική ροή και συνοχή, σαν μια ποιητική αφήγηση με σημείο εκκίνησης την πληρότητα που προσφέρει ο έρωτας, ενδιάμεσο σταθμό τη σκληρή πραγματικότητα του πόνου και της αποσύνθεσης και τελικό προορισμό την επανασυγκόλληση του κατακερματισμένου εαυτού, τον νόστο προς την ευτυχία, μέσω των ψιθυριστών υπολειμμάτων της που γίνονται ποίηση.
Η συλλογή έχει αφηγηματική ροή και συνοχή, σαν μια ποιητική αφήγηση με σημείο εκκίνησης την πληρότητα που προσφέρει ο έρωτας, ενδιάμεσο σταθμό τη σκληρή πραγματικότητα του πόνου και της αποσύνθεσης και τελικό προορισμό την επανασυγκόλληση του κατακερματισμένου εαυτού, τον νόστο προς την ευτυχία, μέσω των ψιθυριστών υπολειμμάτων της που γίνονται ποίηση. Αυτή η ροή, που έχει τη μορφή ενός ταξιδιού, βοηθάει τον αναγνώστη στην καλύτερη πρόσληψη του νοήματος και του συναισθήματος.
Όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς και στο παραπάνω ποίημα, υπάρχει επιμελημένη ρυθμικότητα στους στίχους, με εναλλαγές και ευδιάκριτα επαναλαμβανόμενα ρυθμικά μοτίβα, τα οποία διακρίνει εύκολα κανείς κατά την απαγγελία. Το παραπάνω ποίημα αποτελεί και ένα ενδεικτικό παράδειγμα του πώς ο ποιητής κατορθώνει να μειώσει την ποιητική ανοικείωση και να εντάξει τα ετερόκλητα ποιητικά του στοιχεία γύρω από την κυρίαρχη συναισθηματική συνθήκη του ποιήματος, που στην προκειμένη περίπτωση είναι η σιωπή του θανάτου. Σε άλλα ποιήματα, όμως, που μιλούν για την καταστροφή και την αποσύνθεση, ο λόγος του μοιάζει πιο κατακερματισμένος, οι εικόνες περισσότερο ασύνδετες, υποβάλλοντας ίσως με αυτό τον τρόπο τον ψυχικό διαμελισμό του ποιητικού υποκειμένου.
Ο Δημητριάδης στη δεύτερη συλλογή του ωριμάζει, καθώς ο λόγος του γίνεται πιο βιωματικός, ώστε να επενεργεί στον αναγνώστη περισσότερο συναισθηματικά παρά διανοητικά4. Είναι εξαιρετικά σημαντική αυτή η διαπίστωση, καθώς η ποίηση που δηλώνει, κηρύττει ή διαπιστώνει, παρά υποβάλλει, μοιάζει αποχυμωμένη και πεζολογεί. Ο Δημητριάδης αποφεύγει αυτόν τον σκόπελο. Το ζητούμενο είναι να δομήσει σταδιακά ένα πιο στέρεο και συγκροτημένο ποιητικό σύμπαν με τα στοιχεία που τον εκφράζουν, ώστε μέσα σε αυτό ο αναγνώστης να «κυκλοφορεί» άνετα μεταξύ των στίχων, χωρίς να μοιάζει παράταιρη καμιά εικόνα ή να ξενίζει. Αναμένουμε, λοιπόν, τη συνέχεια.
Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική συλλογή που συνέγραψε με τον Χρήστο Τουμανίδη
«Εορδαία γη ή Αναζητώντας τον χαμένο μας χρόνο» (εκδ. Ρώμη).
→ Στην κεντρική εικόνα: Σύνθεση φωτογραφίας © Maliheh Zafarnezhad.
Όταν ο ψίθυρος
Δημήτριος Δημητριάδης
Μελάνι 2019
Σελ. 48, τιμή εκδότη €8,50