Για την ποιητική συλλογή της Αθηνάς Βογιατζόγλου «Ερωτοπαίγνια» (εκδ. Κέδρος).
Του Γιώργου Βέη
«μπροστά στο αδιάβροχο κάλυμμα του κόσμου»
(από το βιβλίο)
Η Αθηνά Βογιατζόγλου αντιλαμβάνεται κι αυτή την παρατεταμένη διάσταση του σημαινομένου και της κατεξοχήν εστίας της ποιητικής γραφής, ό,τι δηλαδή συλλήβδην αποκαλούμε για την περίσταση αντικείμενο.
Το ποίημα καθίσταται κατά συνέπεια ο συγκερασμός των διαδοχικών γραμματικών εικόνων, εμφανών αμφισημιών, λειτουργικών αφορισμών και εικονοποιημένων, μεταξύ άλλων, ταχυδραμάτων μιας εξοντωτικής κατά κανόνα καθημερινότητας.
Η διάσταση αυτή δεν αποτρέπει όμως το ρήμα να ορίσει την επικράτεια των αναστοχαστικών εκδιπλώσεών του. Να συμπεριφερθεί εν ολίγοις ως κατέχον. Ακόμη κι όταν το ποιητικό υποκείμενο, δηλαδή το ίδιο το υποκείμενο της ηδονής, δεν «τολμά να ανοίξει», όπως ανενδοίαστα σπεύδει να ομολογήσει από την αρχή κιόλας της αλυσίδας των αυτοαναφορών του «τη χαιρέκακη αυλαία» των πλέον ή κρισίμων συγκινησιακών φορτίων στην «Αυτοπροσωπογραφία», το εισαγωγικό δηλαδή σημαδιακό ποίημα των Ερωτοπαιγνίων, ακόμη και τότε το ποιητικό υποκείμενο συσπειρώνεται, φθέγγεται, εν-ορμάται. Έτσι το ποίημα καθίσταται κατά συνέπεια ο συγκερασμός των διαδοχικών γραμματικών εικόνων, εμφανών αμφισημιών, λειτουργικών αφορισμών και εικονοποιημένων, μεταξύ άλλων, ταχυδραμάτων μιας εξοντωτικής κατά κανόνα καθημερινότητας.
Η διατύπωση εδώ δεν θα χρειαστεί να προσφύγει σε μια μεταγλώσσα: η οριακή εμπειρία της εξόδου από το χαοτικό είναι αποτυπώνεται με τη δέουσα οικονομία εκφραστικών μέσων στην προαναφερόμενη «Αυτοπροσωπογραφία», την οποία παραθέτω αυτούσια για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής:
«Θα μπορούσαν να είναι το κράνος μου / για τις πτώσεις, τα ατυχήματα. / Δίχτυ ασφαλείας για τις συμφορές. / Θα μπορούσαν να είναι το μαγικό μου / φίλτρο για όσους πόθησα. / Αλλά δεν πόθησα. / Έτσι όπως με τυλίγουν, μου προξενούν / απέχθεια· αδύνατον να ποθήσω οτιδήποτε. / Ποτέ δεν τα τιθάσευσα. / Μ’ έκαναν πάντα να ντρέπομαι για το / θράσος τους. Αγριεύουν στον άνεμο, / μα πιο πολύ στο μαξιλάρι. / Σκέπασαν με μαύρο πέπλο την εφηβεία μου. / Σκέπασαν τη νιότη μου, έτσι όπως γίνονταν / βελόνες μπροστά στον καθρέφτη. / Σιδερένια βέλη, έτοιμα να τον σπάσουν. / Τώρα είναι κλωστές υφάσματος που ξέφτισε. / Κρέμονται δήθεν ηττημένες. / Χαιρέκακη αυλαία που ποτέ δεν τόλμησα ν’ ανοίξω».
Το έργο των συνειρμών επαυξάνει το έργο της κειμενικής μηχανής, ενώ την ίδια στιγμή η επιλεγμένη λέξη ηχεί, αντηχεί, μεταφέρει κραδασμό παρά είδηση. Δεν ενημερώνει ούτε βεβαίως παραπληροφορεί. Η λακωνική λεκτική απόδοση υποστηρίζει εκ του ασφαλούς την ταχύτερη πρόσληψη των παλμικών, σαφώς σωματικών ταλαντώσεων.
Ο καταμερισμός των ποιημάτων σε εννέα διακριτά δωμάτια δηλώνει τη μέριμνα στέγασης του είμαι και των συνακόλουθων, εν πολλοίς αναπόφευκτων λυρικών δοκιμών του. Τα ονόματα των δωματίων αντιπροσωπεύουν συγκινησιακές εκτονώσεις, όπου το πρόσωπο απευθύνεται συνήθως σε ό,τι δεν έχει ή σε ό,τι νομίζει πως έχει ή/και σε ό,τι αρμοδίως φαντασιώνεται. Ήτοι κατά σειρά ονοματοθεσίας παρ-ίστανται: «Είσοδος», «Αμφίφυλο», «Μοναχικό», «Βουκολικό», «Πατρικό», «Ακαδημαϊκό», «Συζυγικό», «Μητρικό» και «Έξοδος». Το έργο των συνειρμών επαυξάνει το έργο της κειμενικής μηχανής, ενώ την ίδια στιγμή η επιλεγμένη λέξη ηχεί, αντηχεί, μεταφέρει κραδασμό παρά είδηση. Δεν ενημερώνει ούτε βεβαίως παραπληροφορεί. Η λακωνική λεκτική απόδοση υποστηρίζει εκ του ασφαλούς την ταχύτερη πρόσληψη των παλμικών, σαφώς σωματικών ταλαντώσεων. Το κορμί αναπαράγεται συστηματικά ως επιτήδεια, έμπειρη γραφή. Συνιστά άλλωστε την κατεξοχήν Μορφή. Εξού και οι καταγραφές από το «Μοναχικό», τη δεύτερη δηλαδή ενότητα:
«Όσο μπορώ θα ερωτευτώ / μες στα σεντόνια / θ’ αφήσω το μυαλό μου ν’ αγαπήσει / πολύ. / Κι οι συνειρμοί, της μνήμης οι λεπτές / επιθυμίες, οι παράτολμες του πόθου / δυνατότητες / θ’ απλουστευτούν σα βότσαλα / κάτω απ’ το πόδι».
Άλλωστε: «κρείσσον γάρ εστι γαμήσαι ή πυρούσθαι» (βλ. Αποστόλου Παύλου, Προς Κορινθίους Α! 7:9).
Συγκρατώ ότι αν και είναι η πρώτη εμφάνιση της Αθηνάς Βογιατζόγλου στο πεδίο των ποιητικών καταθέσεων, ο συγκεκριμένος λόγος της μαρτυρεί ευθέως την ασκημένη απόδοση εκείνων ακριβώς των ποιητικών αιτίων και αιτιατών, τα οποία την απασχολούν. Από το μάθημα του Πλάτωνα στον Παρμενίδη ως σήμερα, δεν έχει σταματήσει η επιθυμία του Άλλου να αποτελεί την καταστατική επιθυμία. Ακόμη κι αν ο Άλλος δεν έχει τίποτε απολύτως να προσφέρει στο πρόσωπο που φλέγεται ορεγόμενο τον έτερον. Άλλωστε κατά μια κρατούσα άποψη: «έρωτας είναι να δίνει κανείς αυτό που δεν έχει, σε κάποιον που δεν το θέλει». Εδώ μνημονεύω Ζακ Λακάν: έτσι οι σχεδόν κρυπτικοί στίχοι, πάλι από το ως άνω «Μοναχικό» διαβάζονται ως επίκληση ενός σταθερά ιαματικού εντέλει Άλλου. Παρά τις όποιες αντινομίες, στερήσεις, διαψεύσεις και οδυνηρές αυταπάτες, ανέκκλητες ελλείψεις, αποτελεί τον ακμαίο πόλο της έλξης. Ήτοι κατά λέξη: «Λέξη δε σταυρώνω για το φεγγάρι. / Αστράφτει από πάνω μου απαιτητικό / – σαν το μαχαίρι που δε βύθισα στον όμορφο λαιμό / εκείνου του άντρα. / Οι αρμονίες μου είναι αποδημητικά πουλιά. / Πώς να τις φτάσω, ο άνεμος δε δίνει διαβατήριο / στα φύλλα μου». Ο Άλλος είναι το ιερό. Η θυσία του είναι το τελευταίο στάδιο της απόγνωσης. Ή όπως η αλληλουχία των εννοιών μας δείχνει προς την πλευρά της Διάρκειας του Δημήτρη Π. Παπαδίτσα (1922-1987): «Εδώ ας κάνει ο καθένας ότι μπορεί Ας τραγουδήσει ας αγαπήσει ας λειώσει Ας γίνει ο ένας δίψα του άλλου Εδώ στο αποκορύφωμα που τριζοβολάει το ψέμα».
Στο εισαγωγικό τμήμα, δηλαδή στο «Αμφίφυλο», το πρόσωπο ενοράται προσομοιώσεις με άλλα στελέχη – επινοημένες ή υπαρκτές μονάδες της λαλούσας, χρησμικής ασφαλώς εξ ορισμού Φύσης. Η πτυχή αυτή θα μπορούσε να είναι σκοτεινή, ιδιαίτερα γριφώδης. Η στρατηγική όμως των λεκτικών συνταγμάτων οδηγεί στο ξέφωτο των σημείων. Εκεί όπου το άτομο παύει να είναι αυτό που ξέρουμε. Η πάγια αλλά μάλλον μονομερής συνάρτηση ιδεών. Ή, συνοψίζοντας με τον τρόπο του Μισέλ Φουκώ, παραβάλλουμε τα εξής: «ο άνθρωπος δεν είναι το αυτονόητο επίκεντρο και αντικείμενο της επιστήμης, παρά μια σχετικά πρόσφατη επινόηση προορισμένη να εξαφανιστεί στο προσεχές μέλλον. Γιατί ανέκυψε στο πλαίσιο ενός ορισμένου τύπου σκέψης, ο οποίος διαμορφώθηκε μόλις κατά τον δέκατο ένατο αιώνα και διαδέχτηκε άλλους τύπους σκέψης, θεμελιακά διαφορετικούς και ολότελα ξένους προς ό,τι αργότερα ονομάστηκε “άνθρωπος”».
Εμμένω: «Αμφίφυλο». Εκεί ακουμπώ στο ποίημα που φέρει τον τίτλο «Ενδεκασύλλαβοι». Αντιγράφω τους εξής στίχους, εμφανώς συναφείς με τα όσα προηγήθηκαν:
«Μες στα βαθιά λιβάδια των Κενταύρων / κυλίστηκα χωρίς τελετουργίες. / Θρόιζε το κοχύλι μου όλη νύχτα / συναιρώντας δεκάδες χασμωδίες. / Φράσεις επέστρεφαν στα ποιήματά τους. / Οι άνεμοι βυθίζονταν στα έπη / με τα κλαριά τους όλα και τα φύλα / κι απόμενε η σιωπή να μ’ επιβλέπει / βλοσυρή / Καθώς είχα για σκεπή μου / την κοιλιά και την αίγλη του Κενταύρου / – Εγώ, που πάντα αρνήθηκα στον Μύθο / το δακρυσμένο σπέρμα του Μινώταυρου».
Η Αθηνά Βογιατζόγλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1966. Σπούδασε φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Ρεθύμνου, εκπόνησε διδακτορικό στο King's College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή των Ιωαννίνων. Για το βιβλίο της Ποίηση και πολεμική – Μία βιογραφία του Γιώργου Κοτζιούλα (εκδ. Κίχλη), έχει λάβει το Βραβείο Δοκιμίου - Περιοδικό "oanagnostis.gr" (2016). |
Τα πράγματα, από την πλευρά τους, ίσως επιβεβαιώσουν κάποια στιγμή την εύνοιά τους στη συχνά πυκνά απολογούμενη ύπαρξη. Την ενίοτε απομονωμένη στον λαβύρινθο των μειζόνων αποριών. Σε ένα από τα επιλογικά κομμάτια, το οποίο φέρει τον τίτλο «Συζυγικό», τα πράγματα αναβαθμίζονται σε ποιότητες επιθαλάμιου χωροχρόνου. Ο σεβασμός προς το δήθεν ουτιδανό και κατά τα φαινόμενα ασήμαντο υποδηλώνει, μεταξύ άλλων, την ορισμένη διεύρυνση της όλης αξιολογικής κλίμακας. Διακρίνω, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«Στου κρεβατιού τα πόδια, / ήσυχο πια από τα σπρωξίματα της ηδονής, / απλώνει το χαλάκι μας / την ταπεινή του τρυφερότητα».
Θα ξανατονίσω το δίστιχο, το οποίο συνομιλώντας με την παράδοση, ξέρει πώς να ανανεώνει τις υφολογικές προοπτικές. Εννοώ:
«Θρόιζε το κοχύλι μου όλη νύχτα / συναιρώντας δεκάδες χασμωδίες».
Ένα άλλο βίωμα αναδιατάσσει ριζικά την ηρωίδα. Την κάνει μάλιστα να σταθεί στέρεα στα πόδια της, για να μπορέσει στη συνέχεια να στηρίξει μιαν έτερη, καθ’ όλα απαιτητική ύπαρξη, πλην όμως ως εκ των προτέρων καλοδεχούμενη. Πρόκειται για την άμεση, την καταλυτική εντέλει συνειδητοποίηση της μητρότητας. Εξού και η αποτύπωση του είδους: «Την απόθεσαν στο στήθος μου, / το βλέμμα της με ρούφηξε σε μια δίνη / περιέργειας άφατης. / Έπρεπε να βγάλω ρίζες. / Να προσορμιστώ, / ν’ αναδώσω ευωδιά χώματος πρωινού. / Έπρεπε να υπάρξω για να πατήσει, / να υψωθεί». Η γέννηση της κόρης οδηγεί μαθηματικά προς τα πίσω το πρόσωπο, στη δική του δηλαδή γέννηση («Η γέννα, ΙΙ») και σε όσα θετικά αυτή ευαγγελιζόταν. Ήτοι: «Μου είπαν πως ήταν Απρίλιος, / πως ο δρόμος από το νοσοκομείο / στο σπίτι / ήταν γεμάτος τριαντάφυλλα». Αλλά ταυτοχρόνως επανέρχονται και οι οδυνηρές διαψεύσεις. Η αναφορά στις δυσκολίες, στα πάθη, στα «αγκάθια» του πραγματικού. Κατά λέξη: «Δεν μου είπαν ότι η μαμά μου / φορούσε γυαλιά μυωπίας / και ήταν λεπτή σαν μίσχος. / Δεν μου είπαν ότι / τα τριαντάφυλλα είχαν αγκάθια / που θα με ξέσκιζαν».
Στο τελευταίο δωμάτιο του Οίκου των Ερωτοπαιγνίων κατοικεί μόνον το «Cellophane». Κλείνει με τη λέξη «χειροποίητο» και μαζί της ανακάμπτει το δίδυμο εκείνο, το πολύσημο ζεύγος χέρι-λέξη. Όπως, οίκοθεν νοείται, το γνωρίσαμε στην παρακαταθήκη του Ανδρέα Εμπειρίκου. Το χέρι είναι πολύτιμο. Όσο και η λέξη-(ζείδωρη) χρήση. Αποτελούν τις γέφυρες για να περάσουν τα μηνύματα του Άλλου. Εξού και η προσοχή με την οποία τις αξιοποιούν τα Ερωτοπαίγνια.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι πρέσβης επί τιμή και ποιητής.
Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή ταξιδιωτικών κειμένων «Εκεί» (εκδ. Κέδρος).
→ Στην κεντρική εικόνα: Φωτογραφία © Νίκη Πάνου.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Δε γυρέψαμε τον έρωτα.
Μόνο
το αχαλίνωτο ύψος
των λόφων».
Ερωτοπαίγνια
Αθηνά Βογιατζόγλου
Κέδρος 2019
Σελ. 64, τιμή εκδότη €9,50
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΒΟΓΙΑΤΖΟΓΛΟΥ