Για την ποιητική συλλογή του Γιάννη Στούπα «Τα καρφιά μένουν» (εκδ. Θράκα).
Της Γεωργίας Τριανταφυλλίδου
Η συλλογή Tα καρφιά μένουν είναι η αξιοπρόσεκτη, σημαντική, πρώτη κατάθεση ενός συμπολίτη μας ποιητή. Περιλαμβάνει ποιήματα με συγκεκριμένο κάθε φορά βάθος, που την ίδια στιγμή καταφέρνουν να μη μείνουν μονοσήμαντα καθώς η αποκωδικοποίησή τους πραγματοποιείται με περισσότερα του ενός ερμηνευτικά κλειδιά.
Η συλλογή χωρίζεται σε τέσσερις ενότητες ποιημάτων που φέρουν αντίστοιχα τους τίτλους: «Το αθέατο ελάφι», «Τα κομμένα χέρια», «Τα βραδινά δωμάτια», «Τα ελεύθερα σώματα» (τίτλοι επίμονα ουδέτεροι στο γένος και πλειοψηφικά πληθυντικοί στον αριθμό) και στις οποίες χρέη θυρωρού εκτελούν ισάριθμα χαϊκού, που ανοίγουν κάθε φορά την πόρτα της θεματικής εισόδου:
τα ρούχα μας, οι κλωστές
είναι αρτηρίες».
χαλαρός. Ντριν, κινητό
υπενθύμιση».
Das Licht! Das Licht! φωνάζει.
ρετσιτατίβο».
σωμάτων εκστρατεύουν
ενδεχόμενα».
Κι αυτοί είναι, συμπυκνωμένοι υποδειγματικά μέσα στα όρια της πασίγνωστης ιαπωνικής φόρμας, οι τομείς που ο Στούπας αντλεί την έμπνευσή του: Αφενός, ο θάνατος, η απώλεια, η απουσία σε ακατάπαυστες παραλλαγές και σε συνδυασμό με την αδιάκοπη αναζήτηση συμβόλων που δημιουργούν διαρκή έξαψη. Αφετέρου, η αγωνία, η στέρηση, η βία, η αναχώρηση, η ρήξη, ο καταναγκασμός, τα αδειανά χέρια, η αρμυρή γεύση των δακρύων του έρωτα, η απιθανότητα, ιδωμένα με μια ειρωνική ματιά η οποία δεν εκπορεύεται μόνο από τις κόγχες του υποκειμένου που υποφέρει αλλά και από το βλέμμα της Ιστορίας όταν κατευθύνεται λοξό πάνω σε ανάλογα παραδείγματα. Κόσμος πολύς μπαινοβγαίνει στα ποιήματα του Στούπα. Ο πληγωμένος Τριστάνος, ο ρευστός Νταλί, η ματωμένη νύφη Σαβίνα Ποππαία, η οσία Ματρώνα και ο Στάλιν, ο Λουκιανός, η κόρη της δούκισσας της Πλακεντίας, ο Νίτσε, ένας διάσημος τενόρος του καιρού μας, μπεργκμανικοί απόηχοι, διάσημα ερωτικά ζεύγη της αρχαιότητας όπως ο Ορφέας και η Ευριδίκη, ο Θησέας και η Αριάδνη, αλλά και ο μυθικός Ενδυμίων, και τέλος ο Καβάφης πανταχού παρών μέσα από την αναφορά σε ήρωες που παραπέμπουν ευθέως στις δικές του ποιητικές αποτυπώσεις. Και είναι αλήθεια πως πολλές φορές ο αναγνώστης νιώθει ανεπαρκής ως προς τις εγκυκλοπαιδικές γνώσεις που καλείται να επιστρατεύσει για να φέρει εις πέρας την κατανόηση του ποιήματος: π.χ. μπορεί να ξέρει κανείς ότι η Σαβίνα Ποππαία ήταν ερωμένη και μετέπειτα σύζυγος του Νέρωνα, αλλά πρέπει να επιμείνει στην αναζήτησή του για να εξακριβώσει ότι το αγόρι «με ξεραμένο αίμα στο υπογάστριο» του ποιήματος «imitatio» της συλλογής, παραπέμπει στον Σπόρο, έναν απελεύθερο δούλο τον οποίο ο Νέρων ευνούχισε και παντρεύτηκε και που λόγω της εξωτερικής ομοιότητάς του με τη Σαβίνα συνήθιζε να τον αποκαλεί με το όνομά της. Όμως αυτό φαίνεται να είναι ένας αναγνω(ρι)στικός σκόπελος. Γιατί, στην πραγματικότητα, δεν είναι. Ο Στούπας επιλέγει τους συγκεκριμένους ήρωες όχι φυσικά για να κάνει επίδειξη της ευρυμάθειάς του, αλλά για να σκαλώσει τεχνηέντως πάνω τους τις συνέπειες μιας παμπάλαιης, διαχρονικής παραδοχής.
κι αν μένει στους αιώνες ατιμώρητο
είναι γιατί
σωπαίνουν…»
Παρομοίως, η τραγική ιστορία τη Σοφίας Μαρμπουά Λεμπρέν που μετά τον θάνατο της πολυαγαπημένης κόρης της ζει έγκλειστη στον πύργο της με μόνη συντροφιά το ταριχευμένο σώμα της νεκρής, δεν είναι παρά η αφορμή για να ακουστεί η κατάπικρη αλήθεια που περιβάλλει τα δύο σκέλη της ερωτικής αλλά και κάθε αγαπητικής απαίτησης:
«είναι ένα σώμα ωραίο απλώς.
[…]
δεν αγαπιέται ούτε λυτρώνει η ομορφιά.
και στην αγάπη
το σώμα δεν αρκεί»
Άλλοτε ο Στούπας γίνεται πολύ προσωπικός, όπως στο ποίημα «Εκείνος που είδε το αθέατο ελάφι» ή στο εμβληματικό κατά τη γνώμη μου ποίημα της συλλογής «Ο νεκρός», όπου διαφαίνεται η ικανότητά του να διηγείται μια λυπημένη ιστορία η οποία όμως είναι φανερό εξαρχής ότι περιφρονεί τον οίκτο μας.
Στίχοι όπως «στην ερημιά σου / θα το δεις καλύτερα: τότε / είναι που λάμπει πιο πολύ», «αυτό που δεν αγγίζεται σε σημαδεύει», «η σημασία του καθενός χαρίζεται / που πάει να πει πως ένα μέρος της / δεν του ανήκει» αποκαλύπτουν έναν ικανό παρατηρητή της ανθρώπινης συμπεριφοράς που, ωστόσο, αντιστέκεται σθεναρά στην πλάνη μιας λεπτομερειακής ψυχολογίας. Δεν γράφουμε ποιήματα για να επικυρώσουμε την ύπαρξη. Η ποίηση είναι πράξη, όχι σκέψη γύρω από τον εαυτό μας. Και για μένα είναι συγκινητικός ο τρόπος που ο Γιάννης Στούπας το επιχειρεί και το κατορθώνει στα δύο παραπάνω ποιήματα:
τρως ολομόναχος
θρηνώντας τον σπαταλημένο χρόνο σιωπηλά».
Συμφωνώ απόλυτα. Ο βουβός θρήνος είναι όντως από τις πιο ενεργητικές εκφάνσεις της ανθρώπινης οδύνης.
Η συλλογή κλείνει όπως ανοίγει. Πρόκειται για κυκλική σύνθεση, αν θεωρήσουμε ως πρώτο στίχο τον τίτλο που αντικρίζουμε στο εξώφυλλο και που αποτελεί περίπου τον τελευταίο του βιβλίου. Ο στίχος «τα καρφιά μένουν» είναι μια σταθερή υπόμνηση θανάτου, είναι ένα αέναο «κανείς δεν εξαιρείται», και τα συρμάτινα απομεινάρια των συρραπτικών στις κολόνες της ΔΕΗ έλκουν θαρρείς το αγγελτήριο του επόμενου θανάτου. Δεν επιθυμώ εντούτοις να τελειώσω την παρουσίασή μου με μια αναφορά στο ρεαλιστικό τέλος του βίου και της έμπνευσης. Το προτελευταίο ποίημα της συλλογής επιγράφεται «Δυο πρόσφυγες». Είναι ένας πρωτότυπος χειρισμός της θλιβερής επικαιρότητας και επιτυγχάνεται με έναν λιτό, κομψό, τρυφερό, στο ύφος παιδικού νανουρίσματος και τραγουδιστικής ρίμας τρόπο, που μιλάει κατευθείαν στην καρδιά. Κάτι σαν «τον μ’ αγαπάς και τη σ’ αγαπώ» του Μαχαιρίτσα προσαρμοσμένο στη μοίρα των προσφύγων αλλά και με μια ολοφάνερη πρόθεση να χρησιμοποιηθεί η έννοια της προσφυγιάς από κάθε ενδιαφερόμενη ανθρώπινη ύπαρξη και για κάθε δυνατή χρήση: ερωτική, πολιτική, υπαρξιακή. Παραθέτω τις δύο τελευταίες στροφές:
επειδή πάντα θα μισώ
τις διαιρέσεις μ’ αγαπάς
και πέφτεις στο νερό
(ώρες στο κύμα) σ’ αγαπώ
επειδή αντέχεις να κοιτάς
τα σώματά μας μπρούμυτα
κυλούν χωρίς εμάς».
Ο Αλμπέρ Καμύ έγραψε στα σημειωματάριά του πως «όταν ξεσπάσει ο πόλεμος είναι μάταιο και άνανδρο να θέλεις να μείνεις παράμερα, με το πρόσχημα ότι δεν ευθύνεσαι. Οι φιλντισένιοι πύργοι έπεσαν». Ευχαριστώ τον Γιάννη Στούπα που μ’ αυτό το ποίημα μου θυμίζει ότι, τότε, δηλαδή τώρα, λίγο πριν τη στιγμή μιας επικείμενης κατάρρευσης, «η φιλοφρόνηση απαγορεύεται και προς τον εαυτό μας και προς τους άλλους».
* Η ΓΕΩΡΓΙΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΟΥ είναι ποιήτρια.
Τελευταίο της βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Δανεικά αγύριστα» (εκδ. Κίχλη).
✒︎ Το κείμενο, προσαρμοσμενο στις ανάγκες της βραδιάς, διαβάστηκε στην παρουσίαση της συλλογής Τα Καρφιά Μένουν στο Δημοτικό Ωδείο Καβάλας στις 18 Νοεμβρίου 2019.
☞ Στην κεντρική εικόνα, ο πίνακας της © Paula Rego «Bride», 1994, 120 x 160 cm.