Για το ανθολόγιο ποιημάτων της Άι Ογκάουα «Τα αιρετικά παραμύθια» (ανθολ., μτφρ. Βαγγέλης Αλεξόπουλος και Διώνη Δημητριάδου, εκδ. Βακχικόν).
Του Γιώργου Ρούσκα
Αιρετικά; Βλάσφημα; Τολμηρά; Ωμά; Ναι, αν έτσι αποκαλείται η αλήθεια. Παραμύθια; Ναι, αν αλλιώς δεν αντέχεται η αλήθεια. Γιατί {παρά} τον {μύθο}, α-λήθεια ίσταται. Αρκεί να είναι σε διάλογο, να μην παραδοθεί ο ένας στον άλλο, γιατί τότε, κατά την Ογκάουα:
Αυτή είναι μία αντιπροσωπευτική πρόγευση του ποιητικού δείπνου που παρατίθεται στο βιβλίο προς τιμήν της Αμερικανίδας ποιήτριας. Οι τίτλοι των ποιητικών της βιβλίων που φιλοξενούνται μαζί με επιλεγμένα ποιήματα στην παρούσα έκδοση-ανθολόγιο κατά χρονολογική σειρά, αντικατοπτρίζουν την απόλυτη ειλικρίνεια της Άι Ογκάουα (1947-2010), η οποία έφυγε πρόωρα από πνευμονία που απέβη μοιραία εξαιτίας καρκίνου του στήθους: Σκληρότητα, Σφαγείο, Αμαρτία, Μοίρα, Απληστία, Ανηθικότητα, Τρόμος, Δεν παραδίνομαι. Τα ποιήματά της; Ποτισμένα με αίμα από όλες τις παραπάνω δράσεις και από μερικές ακόμη: σχέση των φύλων, ναρκωτικά, θρησκεία, σεξ – έρως – θάνατος, κακοποίηση, ρατσισμός, πόνος. Όλα τούτα, βαριές μεταλλικές πλάκες στον ηλεκτρικό κυλινδρόμυλο του σταριού της ζωής. Όποιο ποίημα και να διαβάσεις, θα δεις την καθημερινότητα να ξεκινάει κόκκος, να περνάει από τα κόσκινα των πεποιθήσεων, του φανατισμού, των αρχετύπων, των πολιτισμικών και κοινωνικών αξιών, των δοξασιών και της ημιμάθειας, να αλέθεται αλύπητα και να εξέρχεται χρονάλευρο, έτοιμο για κατανάλωση.
Η τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης εκτυλίσσεται ποιητικά, όχι όμως παθητικά, αφού στηλιτεύονται οι παθογένειες και τα αίτια, μεταξύ των οποίων και η απολίτιστη πλευρά της ανθρώπινης φύσης, ιδίως αυτή που καλύπτεται από τη βαριά σκιά του βουνού των ζοφερών ενστίκτων.
Μετέωρη η μεταπολεμική γενιά, έζησε όλη την αντίδραση της στενομυαλιάς των προγόνων της, την αμηχανία τους αλλά και τη δική της στη συνέχεια, μπροστά στην τεχνολογική έκρηξη, μαζί με τις επιπτώσεις από αυτή: από τον καταναλωτισμό και την υπερβολή, ώς τη μοναξιά και την αδιαφορία, από το επίτευγμα ώς τις εύκολες λύσεις. Όμως, πόσο συμβαδίζει η τεχνολογική πρόοδος με την πολιτισμική; Προόδευσε πολιτισμικά ο άνθρωπος ή χρησιμοποιεί την πρόοδο για να ικανοποιήσει με περισσότερους τρόπους τις άξεστες, βίαιες, άγονες πλευρές της ύπαρξής του, τα καλά διατηρημένα από γενιά σε γενιά αρχέγονα ορμέμφυτα;
Σήμερα η Άι (Άι στα ιαπωνικά σημαίνει αγάπη· το επέλεξε η ίδια ως όνομα στα είκοσι πέντε της), θα ήταν εβδομήντα τριών ετών και θα μπορούσε να μιλά εξίσου άνετα για όλα, ιδίως για εκείνα που αποσιωπούνται, για εκείνα που ο φόβος, οι δημόσιες σχέσεις, οι κύκλοι, τα συμφέροντα και τα σινάφια κρατάνε στη σιωπή. Ίσως στην αντίπερα όχθη να κουβεντιάζει με τη Γώγου, τον Σαχτούρη, τον Καρυωτάκη, την Πολυδούρη.
Αφήνοντας στην άκρη τις ατέρμονες συζητήσεις περί μετάφρασης ή απόδοσης ή τι τέλος πάντων είναι αυτό που προκύπτει όταν ένα ποίημα μεταφέρεται σε μία άλλη γλώσσα, δεν μπορείς να μην αισθανθείς ευγνωμοσύνη για όσους το επιχειρούν. Ευτυχώς στη χώρα μας υπάρχουν πολλοί άξιοι και ικανοί. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η μεταφορά στα ελληνικά της άγνωστης ώς τώρα στην ελληνική επικράτεια Αμερικανίδας ποιήτριας έγινε αριστοτεχνικά από τον ποιητή Βαγγέλη Αλεξόπουλο και την ποιήτρια-συγγραφέα-κριτικό λογοτεχνίας Διώνη Δημητριάδου, επιβεβαιώνοντας για πολλοστή φορά το γιατί «οι Χιώτες πάνε δυο δυο».
Το λεκτικό αποτέλεσμα είναι ποίηση, δεν είναι ξερή παράθεση λέξεων ή νοημάτων. Είναι στίχοι κανονικοί, φυσικοί, συνεκτικοί αλλήλων, ρέοντες. Σε αυτό έγκειται η επιτυχία του όλου εγχειρήματος, η οποία εδώ κατά τη γνώμη μου ήταν ολοκληρωτική.
Διαβάζοντας, αναρωτιέσαι αν τον ζόφο και τον πόνο που ενεδρεύουν στα ποιήματα τον είχε βιώσει η ίδια η ποιήτρια ή αν τον έφερε στις πλάτες του το ίδιο το ποιητικό υποκείμενο, από μόνο του, χωρίς προηγούμενες προσωπικές αναφορές ή εμπειρίες της ποιήτριας, είτε αυτοτελώς είτε αποτελώντας μετεμψύχωση άγνωστων συνειδητά σε εκείνη πραγματικών περιστατικών ή καταστάσεων. Το ζήτημα αυτό θίγεται και στην εισαγωγή του βιβλίου, αλλά για μένα δεν έχει τόση σημασία πια, όσο το ίδιο το κείμενο, το οποίο είναι τόσο ζωντανό και ενεργό, που σου μεταφέρει αυτούσια την ποιητική του δυναμική και σε πείθει ότι σου μιλάει κάποιος που έχει βιώσει το μαύρο και με επιτακτική αμεσότητα μοιράζεται την εμπειρία του μαζί σου. Άρα πρόκειται σαφώς για ζώσα ποίηση.
Ο τρόπος έχει πολλά παρακλάδια. Άμεσος, έμμεσος, ειρωνικός, σαρκαστικός, απαξιωτικός, απολυτοφανής, αντιπουριτανός, βλάσφημος για πολλούς, αιρετικός για άλλους τόσους, απροκάλυπτος, αμφισβητητικός, ευθύς ή συσχετισμένος, αναγωγικός, αλληγορικός, πάντα ποιητικός.
Ο χρόνος τρέχει, όλα αλλάζουν. Όλα; Ο ρατσισμός; Πόσο εύκολο είναι (και σήμερα ακόμη) να έχεις μαύρο δέρμα;
Άλλαξε κάτι; Ίσως μόνο στη νέα γενιά των σημερινών δεκαεξάρηδων, τουλάχιστον εγώ εκεί ανιχνεύω και διαπιστώνω βήματα εμπρός. Καιρός ήταν.
Τι άλλο καθορίζει τον άνθρωπο εκτός από το χρώμα του δέρματός του από την ώρα που γεννιέται; Το φύλο φυσικά. Και εδώ αρχίζει το πανηγύρι με τα προπατορικά αμαρτήματα, τους ρόλους, τις σχέσεις, τις ηθικές, τα πρέπει, τα «έτσι είναι», τις θρησκείες, τους φανατισμούς και πάει λέγοντας. Η Άι δεν μασάει τα λόγια της, οι στίχοι της μαστιγώνουν:
Γυναίκα που ανάβει φωτιές και ξεσηκώνει αρσενικές ορμές
γυναίκα λαβωμένη αλλά ανθεκτική
γυναίκα που η θέση της εικάζεται ή απαιτείται καθορισμένη
γυναίκα που ως κόρη πολλές φορές κατασπαράσσεται από τους γονείς, είτε με απαιτήσεις συμπεριφοράς είτε με πλήρη απαξίωση ή αδιαφορία. Αν τύχει και γίνει η ίδια μάνα, ακόμα και τότε της ζητείται να προσαρμοστεί αλλάζοντας ρόλο, γίνεται δε αποδεκτή μόνο υπό προϋποθέσεις:
Πολλοί γονείς, ιδίως μανάδες, συχνά (συνειδητά ή ασυναίσθητα) στραγγαλίζουν τα παιδιά τους, όταν έρχονται εκείνες οι στιγμές, που αναδύονται εντός τους όσα εκείνες υπέφεραν από τους δικούς τους γονείς και αμύνονται προβάλλοντάς τα πάνω στα δικά τους παιδιά, αφού δεν μπορούν να αποκόψουν ποτέ τον «άλλο» ομφάλιο λώρο που τα δένει μαζί τους, αυτόν της εξουσίας που πηγάζει από το «εγώ σε γέννησα, εγώ σε μεγάλωσα, μου χρωστάς, χάρη σε μένα υπάρχεις»,
μιλώ για τότε,
Εξουσία συνεπάγεται υπακοή. Απλά μαθηματικά:
Γυναίκα, που κάποιες φορές κερδίζει το λαχείο και βρίσκει αυτόν που αισθάνεται για εκείνην έτσι:
Γυναίκα, μια που σ’ αγαπάω ό,τι κι αν κάνεις…
ή πέφτει (η τύχη φταίει;) και προσκολλάται πάνω σε κείνον, για τον οποίο τρέφει αυταπάτες και μόνο μετά από καιρό μπορεί να συνειδητοποιήσει ποιος ήταν,
ή σε κείνον που δεν θα βλέπει την ώρα
Γυναίκα, που όταν γίνει μάνα η ίδια, θα ακολουθήσει την πεπατημένη, πλάθοντας τον γιο της κατά τα δικά της βιώματα:
Ανεξάντλητο θέμα, προσφιλές και άξιο λόγου σε όσους ορθώνουν το ανάστημά τους απέναντι στα καθωσπρέπει, σε όσους τολμούν να τραβάνε απότομα τις κουρτίνες, όπως λ.χ. στην Πολωνέζα Βισουάβα Σιμπόρσκα (1923-2012):
ή στην Αμερικανίδα Ανν Σέξτον (1928-1974)
Ο πόλεμος των φύλων, αντί του έρωτα, του μοιράσματος, της αγάπης. Ανταγωνισμός που τα θέλει όλα στρεβλά στην ψυχασθενική εικονική του πραγματικότητα:
Μέσα σε όλα αυτά και η κακοποίηση και μάλιστα από εκεί που δεν το περιμένεις ή δεν το φαντάζεσαι καν:
Κόλαση επί γης. Όχι πολύ μακριά:
γιατί κατά την Άι, την Αγάπη, η γέννηση ίσως να είναι τιμωρία
και ο από μηχανής, απαιτητικός, αφού
Ακόμα και η απόδοση αρσενικού φύλου στον Θεό μπορεί να τον καταστήσει απόμακρο σε κάποιους:
Απομακρύνεσαι έτσι από την αγκαλιά της συγχώρεσης και αναζητάς κουράγιο στα απλά, στα ασήμαντα, στα καθημερινά. Προσπαθείς να αντλήσεις δύναμη από τη δύναμή τους και με αυθυποβολή να αντέξεις τη μοναξιά και το κάθε τι που σε πληγώνει:
Το ποτάμι της ζωής οδεύει προς το δέλτα του χρόνου, αφήνοντας πριν από το τελειωτικό σμίξιμο με τον τεράστιο θαλάσσιο κόλπο, προσχώσεις αυτογνωσίας:
ουρλιαχτά επιθυμίας:
διδαχές, μεταφορές εμπειρίας:
διαπιστώσεις καρυωτακικές:
εικόνες σκληρές, Σαχτουρικές:
που καταλήγουν σε επιγράμματα-αποστάγματα:
Όλα δοσμένα με την πρώτη ύλη των ποιητών για να φέρουν το ποίημα στην εδώ ζωή, τις λέξεις και μάλιστα με απλές, καθημερινές, σαν αυτές που προτιμούσε ο Λειβαδίτης. Μετά από μόχθο, πάλη, απερίγραπτες και ανεξήγητες εσωτερικές διεργασίες, οι λέξεις κεντάνε και πονάνε:
Ίσως λοιπόν να μην είναι μόνο «αιρετικά παραμύθια» αλλά και «αναίρεση της περί την γυναίκα παραμυθίας». Είναι πασιφανώς και καταγγελία των ετσιθελικών ρόλων που της φορτώνουν αλλά και των όσων μόνη της βάζει στην πλάτη. Είναι γκρέμισμα και αποκαθήλωση του ειδώλου της, με ταυτόχρονη «ολική επαναφορά» στην πραγματική της διάσταση ως Ανθρώπου, η οποία εμπεριέχεται αυτούσια και στη θεϊκή της διάσταση, ως «καθ’ ομοίωσιν» για τους εν αγάπη Χριστού διάγοντες. Είναι η άρση των κανόνων του κόσμου των ανδρών, η έκκληση για ισότιμη, ισοπολιτειακή συμπόρευση επί γης.
Είναι κραυγές για βήματα με τον έναν στο πλευρό του άλλου, με το φύλο να είναι σύμμαχός τους και απαραίτητο συμπλήρωμα αλλήλων. Είναι καμπάνες στίχων, σημαίνουσες την ανάδειξη της ευλογίας τού να είσαι άνθρωπος διαμέσου της κατάδειξης των παθογενειών του ισχύοντος status quo και του αντίστοιχου modus vivendi. Προέρχονται από μια ισχυρή γυναικεία προσωπικότητα, που μέσα από την άρνηση προσπάθησε να δείξει το φως της κατάφασης. Πηγάζουν από μια ανθρώπινη ύπαρξη που δεν σταμάτησε ποτέ να αγωνίζεται, ακόμα και όταν ο καρκίνος του στήθους της άλωσε το σώμα:
Γιατί η Άι, δεν παραδόθηκε. Ναι.
Η τελευταία λέξη τα λέει όλα. Μένω σε αυτήν.
Άι. Αγάπη. Ναι.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΟΥΣΚΑΣ είναι ποιητής.
Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητικκή συλλογή «Ως άλλος Τάλως» (εκδ. Κοράλι).
[1] Βισουάβα Σιμπόρσκα, «Πορτρέτο μιας γυναίκας», Μια ποιητική διαδρομή, μετάφραση-σχόλια-επίμετρο Βασίλης Καραβίτης, εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 2003, σ. 94.