Για την ποιητική συλλογή της Δάφνης Μαρίας Γκυ-Βουβάλη «Λέξεις μονάκριβες» (Εκδόσεις των Φίλων).
Του Μάριου Μιχαηλίδη
Όσοι παρακολουθούν τα λογοτεχνικά βήματα της Δάφνης Μαρίας Γκυ-Βουβάλη μπορούν εύκολα να διαπιστώσουν την εξελικτική της πορεία, η οποία επισήμως ξεκίνησε το 2011 με τη συλλογή Κόκκινο φυλακτό και συνεχίστηκε με τέσσερις άλλες ποιητικές συλλογές και ένα πεζόμορφο, αλλά άκρως ποιητικό βιβλίο με τίτλο Της Κάλυμνος Κύματα και παραμύθια. Όταν το 2017 είχα την ευκαιρία να παρουσιάσω το συγκεκριμένο βιβλίο, επέμεινα ότι: «Πρόκειται για κείμενα στα οποία προεξάρχει ένας άκρατος λυρισμός που απλώνεται σε έναν υπέροχο καμβά εκφραστικών σχημάτων, με τις παρομοιώσεις και τις μεταφορές να χτίζουν ένα αμάλγαμα πολυποίκιλων ποιητικών εικόνων».
Η συλλογή περιέχει τριάντα τέσσερα έντιτλα ποιήματα και μία ποιητική πρόζα, ενώ τρία από αυτά είναι μεταφράσεις αντίστοιχων ποιημάτων στα ιταλικά. Στη διαδοχή των ποιημάτων παρεμβάλλονται δεκατέσσερα άτιτλα στιχουργήματα ή «σπαράγματα» στίχων, τα οποία, κατά κανόνα, υπέχουν θέση επιλόγου ποιήματος που προηγήθηκε ή λειτουργούν ως προανάκρουσμα ποιήματος που ακολουθεί.
Μπολιασμένη, λοιπόν, με μιαν άκρως ποιητική πνοή η γραφίδα της Δάφνης Μαρίας Γκυ, μας έδωσε την πέμπτη ποιητική της συλλογή με τον τίτλο Λέξεις μονάκριβες. Η συλλογή περιέχει τριάντα τέσσερα έντιτλα ποιήματα και μία ποιητική πρόζα, ενώ τρία από αυτά είναι μεταφράσεις αντίστοιχων ποιημάτων στα ιταλικά. Στη διαδοχή των ποιημάτων παρεμβάλλονται δεκατέσσερα άτιτλα στιχουργήματα ή «σπαράγματα» στίχων, τα οποία, κατά κανόνα, υπέχουν θέση επιλόγου ποιήματος που προηγήθηκε ή λειτουργούν ως προανάκρουσμα ποιήματος που ακολουθεί.
Ως προς τη μορφή τους, όλα τα ποιήματα είναι γραμμένα σε ελεύθερο, πεζολογικό στην εκφορά του στίχο, κάτι που ως γνωστόν εγκαινιάστηκε επισήμως από τους ποιητές της γενιάς του ’30. Η ποιητικότητα των στίχων είναι καταφανής. Τα σχήματα λόγου, κυρίως η μεταφορά, η παρομοίωση και η αλληγορία, προσδίδουν στον λόγο ιδιαίτερη ποιητική χροιά, που ενισχύεται με τη συνέργεια μιας θαυμαστής εικονοπλασίας. Ενδεικτικά παραδείγματα:
Ο τίτλος της συλλογής προκαλεί στιγμιαία αμηχανία. Όμως, η ποιήτρια αισθάνεται ότι οφείλει χάριτες στη δύναμη που γεννά αυτές τις λέξεις, οι οποίες, ως άνωθεν δωρεά, καταλήγουν, μέσα από τις ατραπούς της δημιουργίας, στην ποιητική γραφίδα. Αυτές τις λέξεις, που αποτελούν την πεμπτουσία του λόγου, τις γεννά η σιωπή. Στην ποίηση, μα και στις άλλες τέχνες, αυτή η σιωπή δεν έχει καμιάν απολύτως σχέση με την αποχαυνωτική σιγή και αφωνία. Αντίθετα, πρόκειται για μία άκρως ενεργή κατάσταση, μέσα στην οποία ο δημιουργός λαμβάνει σήματα και λάμψεις από μυστικές φρυκτωρίες, κι αφουγκράζεται ανεπαίσθητους ψιθύρους και λαλήματα. Και όλα αυτά από τον υπαρκτό, παροντικό κόσμο, αλλά και από τον κόσμο του χτες, με το βλέμμα και τον νου στραμμένα στο μέλλον. Ακριβώς για τον ενεργό ρόλο αυτής της σιωπής διαβάζουμε στο ποίημα που τιτλοφορείται με το ερωτηματικό «Πώς».
Όμως δεν φτάνει μόνον η σιωπή. Χρειάζεται, εκτός των άλλων, και η ζωντανή μνήμη, αφού αυτή είναι που καταγράφει στα μυστικά κατάστιχά της λόγια, ήχους και εικόνες. Και όταν έρχεται απρόσμενα η στιγμή, τα ανοίγει. Τότε είναι που ο έσω κόσμος γεμίζει είτε με φωταψίες είτε με πυρκαγιές. Στο ποίημα «Οι στάλες» διαβάζουμε:
Η μνήμη, λοιπόν, τροφοδοτεί την ποιητική λειτουργία με τα κατάλληλα υλικά που, σε στιγμές άκρας σιγής, μεταβάλλονται σε γονιμοποιό ουσία η οποία, μέσω μιας μυστικής συνεύρεσης, αποδίδει ένθεους καρπούς.
Η μνήμη, λοιπόν, τροφοδοτεί την ποιητική λειτουργία με τα κατάλληλα υλικά που, σε στιγμές άκρας σιγής, μεταβάλλονται σε γονιμοποιό ουσία η οποία, μέσω μιας μυστικής συνεύρεσης, αποδίδει ένθεους καρπούς. Αυτό διδάσκει η αρχαία ελληνική θεολογία, ότι δηλαδή, οι θεοί είχαν εφεύρει την ποίηση και τη μουσική για να ψυχαγωγούνται οι ίδιοι και κατόπιν τη δίδαξαν στους ανθρώπους εκλεκτά πνεύματα. Ο Παρμενίδης και ο Πίνδαρος θεωρούν ότι το ταλέντο και η έμπνευση είναι δώρα των θεών.
Στη συλλογή, εκτός των άλλων, ξεχωρίζουν ορισμένα ποιήματα με έντονο ανθρωπιστικό –και γι’ αυτό συγκινησιακό– χαρακτήρα. Η πρόσφατη περιπέτεια με τους χιλιάδες πρόσφυγες να εκπατρίζονται και να διαπλέουν τις θάλασσες για να βρουν υπήνεμα λιμάνια σωτηρίας συγκινεί όλους όσοι αντιστέκονται στη σηψαιμία που γεννά ο απανθρωπισμός της εποχής μας.
Στο ποίημα με τίτλο (το συριακό όνομα) «Μάγια», η γόνιμη μνήμη της ποιήτριας ανοίγει διάπλατα την αγκαλιά της και ανακαλεί την εικόνα με την τετράχρονη Μάγια να ζητεί καταφύγιο στην Κάλυμνο:
Στο ίδιο πνεύμα κινείται και το επόμενο ποίημα με τον τίτλο «Αϊλάν». Η εικόνα με το άψυχο σώμα με το κόκκινο μπλουζάκι, του μικρού Αϊλάν από τη Συρία, που ξεβράστηκε το 2015 σε τουριστική παραλία της Τουρκίας, ήταν ένα ράπισμα που αφύπνισε και προς στιγμή συντάραξε όλο τον κόσμο. Σ’ αυτό το ποίημα η Δάφνη Μαρία Γκυ, με ιδιαίτερη ποιητική ευαισθησία, μεταβάλλει τα άστρα σε περιπλανώμενες αθώες ψυχές που δεν πρόκειται ποτέ να δύσουν.
Εκατοντάδες μικρά παιδιά, θύματα ενός αμείλικτου πολέμου, άφησαν την τελευταία τους πνοή, αναπνέοντας το τοξικό υπερόπλο της ανθρώπινης διαστροφής, το «σαρίν».
Παρ’ όλα αυτά, καμιά δύναμη δεν φάνηκε ικανή να δώσει ένα τέλος στη λεηλασία της παιδικής αθωότητας. Εκατοντάδες μικρά παιδιά, θύματα ενός αμείλικτου πολέμου, άφησαν την τελευταία τους πνοή, αναπνέοντας το τοξικό υπερόπλο της ανθρώπινης διαστροφής, το «σαρίν». Στο ομώνυμο ποίημα, η εικόνα του πατέρα που μόλις έχει θάψει το παιδί του συγκλονίζει:
Μέσα στον παραλογισμό του πολέμου, αυτό συμβαίνει κάθε φορά. Οι όροι αντιστρέφονται: Οι γονείς θάβουν τα παιδιά τους και ζουν μέσα σε απέραντη ορφάνια. Αυτό ακριβώς ανέφερε αιώνες πριν, ο πατέρας της ιστορίας Ηρόδοτος: «Κανείς δεν είναι τόσο ανόητος ώστε να προτιμά τον πόλεμο από την ειρήνη. Γιατί στον καιρό της ειρήνης τα παιδιά θάβουν τους γονείς, ενώ στον καιρό του πολέμου οι γονείς θάβουν τα παιδιά τους». Και όπως διαβάζουμε στο ίδιο ποίημα, τα παιδιά, εγκαταλείποντας τη ματαιότητα αυτού του αδυσώπητου για τις επιλογές και τη στάση του κόσμου, μεταβάλλονται σε: «Λυχναράκια που ανηφορίζουν στον ουρανό (…) Οι κήποι τους τέφρα με τα μάτια πάντα σφαλιστά».
Το σύνολο αυτών των ποιημάτων, που έχουν ως πηγή έμπνευσης τον πόλεμο και την προσφυγιά, πράγμα περισσότερο από ορατό στις μέρες μας, συνθέτουν μια ατελεύτητη θρηνωδία που κορυφώνεται σε ένα λυρικό κρεσέντο στο πεζο-ποίημα «Μοιρολόι για μια γη». Η ακουόμενη πρωτοπρόσωπη φωνή, η φωνή της ποιήτριας, διαπορεύεται εκτάσεις ερημίας και όπως η ίδια σημειώνει:
«Βάφτισα την περιπλάνησή μου στο γάργαρο νερό και την ονόμασα προσφυγιά. Γονάτισα στον άσπιλο καθρέφτη του, κι έσταξα τις σταγόνες του τεθλασμένα δάκρυα στο πρόσωπό μου (…) Ανάβλυσα τους στεναγμούς της κι η φωνή μου μάκρυνε, πλάτυνε σαν θόλος που αντήχησε στο σύμπαν. Βόγκηξαν οι αλυσίδες στα φαγωμένα πόδια μου κι αγαλλίασαν χαιρέκακα τα τρόπαια των εχθρών μου».
Εκτός από τα ποιήματα του κύκλου της προσφυγιάς, η συλλογή εμπλουτίζεται και με ποιήματα της νεανικής και της παιδικής μνήμης. Σ’ αυτά, όπως είναι φυσικό, έκδηλη είναι η υψηλή τονικότητα της ποιητικής έκφρασης, καθώς η ποιήτρια ανακαλεί στη μνήμη της τοπία, εικόνες, πρόσωπα, λόγια και ήχους που έχουν καταγραφεί και κατέχουν δεσπόζουσα θέση στον έσω κόσμο. Επιλέγω στίχους:
Είναι κοινή η διαπίστωση ότι η μνήμη και τα φορτία που αυτή έχει καταγράψει και κουβαλά συνιστούν το πρωτογενές υλικό, τη σπορά που φυτρώνει στους λειμώνες της ποίησης. Φτάνει, άραγε, μόνον αυτό; Ασφαλώς, όχι! Για να ευδοκιμήσει η σπορά απαραίτητο είναι το γόνιμο έδαφος. Και στην ποίηση, η ευγονία είναι συναρτημένη με πολλά. Σ’ αυτά προεξάρχει ο λόγος. Ο λόγος είναι που κανοναρχεί. Από το ποίημα «Μισεμός» ξεχωρίζω ένα πειστικό δείγμα:
Το παράδειγμα είναι ενδεικτικό για την αγωνία του ποιητικού υποκειμένου που αναζητεί να καταγραφούν στον Κήπο της ποίησης ακόμη και ελάχιστα ίχνη από τη μνήμη. Αγωνία συναρτημένη με τα γράμματα ελληνικά.
Η ποιήτρια με πίκρα αλλά και με διάθεση νοσταλγική, περιδιαβάζει τους δρόμους και καταγράφει τη φθορά που έχουν υποστεί όχι τα κτίρια αλλά οι άνθρωποι. Ο χωροχρόνος δεν απασχόλησε μόνο τη φιλοσοφία.
Στη συλλογή, εκτός των προαναφερθέντων, φιλοξενούνται και ποιήματα της πόλης. Η ποιήτρια με πίκρα αλλά και με διάθεση νοσταλγική, περιδιαβάζει τους δρόμους και καταγράφει τη φθορά που έχουν υποστεί όχι τα κτίρια αλλά οι άνθρωποι. Ο χωροχρόνος δεν απασχόλησε μόνο τη φιλοσοφία. Η ποίηση και όσοι την υπηρετούν βιώνουν με στοχαστική διάθεση τις επιδράσεις αυτής της πραγματικότητας. Με τη διαφορά ότι ο στοχασμός αυτός δεν προδίδει την τέχνη της ποίηση, αλλά την αναδεικνύει. Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα «Με το δικό σου όνομα».
Τη συλλογή Μονάκριβες λέξεις κοσμούν και ορισμένα ποιήματα θρησκευτικής πνοής. Σ’ αυτά, η Δάφνη Μαρία Γκυ αναμέλπει, με ξεχωριστή συναισθηματική και γλωσσική χροιά, στίχους χαρμολύπης.
Στο σύνολό της η συλλογή καταγράφεται ως μία ξεχωριστή και άκρως σημαντική προσπάθεια στη μέχρι τώρα πορεία της ποιήτριας. Παράλληλα, προστίθεται στα ποιητικά δρώμενα του τόπου μας, όπου η πληθοπαραγωγή ποιητικών βιβλίων καθόλου δεν επισκιάζει τις σοβαρές προσπάθειες που, σε πείσμα των καιρών, γίνονται μετά γνώσεως λόγου. Λόγου ελληνικού και ποιητικού.
* Ο ΜΑΡΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Έρικκα - Δεκαοκτώ αφηγηματικές γραφές» (εκδ. Momentum).
→ Στην κεντρική εικόνα: πίνακας του Андрей Ятченко.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΓΚΥ-ΒΟΥΒΑΛΗ