Για την ανθολογία ποιημάτων του Walt Whitman «Φύλλα Χλόης» (μτφρ. Ελένη Ηλιοπούλου, Κατερίνα Ηλιοπούλου, εκδ. Κέδρος).
Της Άλκηστης Σουλογιάννη
Οι εκδόσεις Κέδρος προσφέρουν και πάλι μια εξαιρετική ευκαιρία για μια δημιουργική πρόσληψη δεδομένων που διαμόρφωσαν αισθητικά και θεματικά τοπία στο πλαίσιο της ανάπτυξης των ποικίλων εκφάνσεων της νεώτερης παγκόσμιας πολιτισμικής παραγωγής, όπως αναγνωρίζουμε στην έκδοση επιλεγμένων ποιημάτων του Αμερικανού νεωτερικού ποιητή Γουόλτ Γουίτμαν (Walt Whitman, 1819-1892) υπό τον τίτλο Φύλλα Χλόης, με τη συνδρομή που παρέχει η (αμέσως εκτιμώμενη ως) δημιουργική μετάφραση της Ελένης και της Κατερίνας Ηλιοπούλου.
Καταρχάς έχουμε το αυτονόητο, δηλαδή τη διαχρονική αξία του έργου του Γουίτμαν ως σημαντικού και παραστατικού τεκμηρίου για τη νεωτερική λογοτεχνική και γενικότερα πολιτισμική δημιουργία κατά τον 19ον αιώνα, και κατά παραβίαση των συνθηκών συγχρονίας που αφορούν αυτό το έργο.
[Ο σύγχρονος αναγνώστης έχει] μια καλή ευκαιρία να βρει στην έκδοση αυτή μια πρόσκληση για μια ελεύθερη περιήγηση μέσα από σημασιολογικές και αισθητικές ατραπούς ενός θαυμαστού σύμπαντος.
Με αυτή την προϋπόθεση, και εάν παρακαμφθούν συγκεκριμένα χωροχρονικά δεδομένα που ορίζουν τη φυσική παρουσία του Γουίτμαν (ο Γουίτμαν και η οικογένεια, η ζωή στη Νέα Υόρκη, στη Νέα Ορλεάνη ή στο Νιου Τζέρσι, η ενασχόληση του Γουίτμαν με τη διδασκαλία σε σχολεία, με την τυπογραφία και με τον ημερήσιο Τύπο, ή ακόμα ο Γουίτμαν σε οικοδομικές εργασίες, εθελοντής νοσοκόμος κατά τον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο και υπάλληλος στο αμερικανικό Υπουργείο Εσωτερικών, και περαιτέρω: ο Αβραάμ Λίνκολν και η γενικότερη κινητικότητα πολιτικών ιδεών και αρχών στη Βόρεια Αμερική κατά τη στροφή του 19ου προς τον 20ό αιώνα σε σχέση και με τα ισχύοντα στην Ευρώπη, κυρίως στη Μεγάλη Βρετανία), τότε ο σύγχρονος αναγνώστης που (δεν θέλει να) στηρίζεται κατ’ ανάγκην σε σχετικό γνωστικό, φιλολογικό και ιστορικό υλικό, αλλά πάντως παρακολουθεί συστηματικά όσα αναδεικνύει η ροή του γενικού πολιτισμικού χρόνου, έχει μια καλή ευκαιρία να βρει στην έκδοση αυτή μια πρόσκληση για μια ελεύθερη περιήγηση μέσα από σημασιολογικές και αισθητικές ατραπούς ενός θαυμαστού σύμπαντος.
Το σύμπαν αυτό αντιστοιχεί στην (έστω) επιλεκτική σύνθεση της ανά χείρας έκδοσης υπό τον γενικό τίτλο Φύλλα Χλόης, με τους επιμέρους κειμενικούς κόσμους που αναλογούν στις ενότητες: «Αφιερώσεις» (με την εμβληματική στέψη που αντιπροσωπεύει το εκτενέστατο, σύνθετο ποίημα «Το τραγούδι του εαυτού μου»), «Τα Παιδιά του Αδάμ» (που εισάγεται με το νεωτερικό, για την εποχή του και όχι μόνον, εκτενές, σύνθετο ποίημα «Τραγουδώ το ηλεκτρικό κορμί»), «Κάλαμος» (όπου το επίσης νεωτερικό, εκτενές και σύνθετο ποίημα «Ένα τραγούδι για την περιστρεφόμενη γη»), «Ταξιδιάρικα πουλιά», «Όσα ξέβρασε το κύμα», «Στου δρόμου την άκρη», «Τυμπανοκρουσίες», «Αναμνήσεις από τον Πρόεδρο Λίνκολν», «Φθινοπωρινά ρυάκια», «Ψίθυροι ουράνιου θανάτου», «Από το μεσημέρι στην έναστρη νύχτα», «Τραγούδι του αποχωρισμού»: μέχρις εδώ, σύμφωνα με πληροφορίες από τα παρακείμενα της έκδοσης, έχουμε τον «ποιητικό κανόνα» κατά τις ρητές οδηγίες του Γουίτμαν, ενώ ακολουθούν κείμενα σε δύο παραρτήματα που αντιστοιχούν στην ύστερη αλλά ουδόλως υπολειπόμενη του «ποιητικού κανόνα» παραγωγή του: «Στις αμμουδιές των εβδομήντα» (πρώτο παράρτημα) και «Αντίο, φαντασία μου» (δεύτερο παράρτημα).
Η ανθρώπινη ύπαρξη σε απόλυτη έννοια ως ενιαία οντότητα ανεξάρτητα από τις βαθμίδες του χρόνου ή από τη διάκριση των φύλων, η σχέση του ανθρώπου με τα άλλα όντα της φύσης, ο άνθρωπος απέναντι στα στοιχεία και στα φαινόμενα της φύσης.
Κατά την ελεύθερη περιήγησή μας στο κειμενικό αυτό σύμπαν εντοπίζουμε πολύμορφη, πολυδιάστατη, συχνά αποκλίνουσα από την κοινή αντίληψη διαχείριση εννοιών με γενικό ενδιαφέρον και διαχρονική εφαρμογή, όπως είναι η ζωή και ο θάνατος, ο έρως και ο θάνατος, ο ύπνος και ο θάνατος, η αγάπη και ο έρως, το σώμα και η ψυχή, οι αισθήσεις και τα συν-/αισθήματα, το ευρύ φάσμα των διαπροσωπικών σχέσεων, ο γενικός και ο προσωπικός χρόνος, η μνήμη και η λήθη, η νεότης και το γήρας, τα όνειρα και η φαντασία ως αποκατάσταση των ελλείψεων της αντικειμενικής πραγματικότητας.
Περαιτέρω: η ανθρώπινη ύπαρξη σε απόλυτη έννοια ως ενιαία οντότητα ανεξάρτητα από τις βαθμίδες του χρόνου ή από τη διάκριση των φύλων, η σχέση του ανθρώπου με τα άλλα όντα της φύσης, ο άνθρωπος απέναντι στα στοιχεία και στα φαινόμενα της φύσης, ο άνθρωπος στη διελκυστίνδα ανάμεσα στην υποκειμενική και την αντικειμενική πραγματικότητα, η επιστήμη και η τέχνη, ο δημιουργός ως υποκειμενική πραγματικότητα και ο δημιουργός στο πλαίσιο της διαπροσωπικής επικοινωνίας.
Και ακόμα: η κοινωνική διαστρωμάτωση, ο αστικός ιστός και ο αγροτικός κόσμος, η δημοκρατία και η αποικιοκρατία, ο λόγιος και ο παραδοσιακός πολιτισμός, ο διαπολιτισμικός διάλογος και η βιωματική υποδοχή αυτού, ο καθημερινός βίος και η σκοτεινή πλευρά της Ιστορίας, ο διάλογος ανάμεσα στην τέχνη και την επιστήμη ή ο διάλογος ανάμεσα στα ποικίλα γνωστικά πεδία.
Αυτά τα δεδομένα προσδιορίζουν το περιεχόμενο ενός εσωτερικού ανθρώπου με βαρύ βιωματικό φορτίο και με εξίσου βαρύ κοινωνικό προσωπείο, ο οποίος διασχίζει με ορμή το κειμενικό σύμπαν επιδεικνύοντας χαρακτήρα σαρκαστικό, ανατρεπτικό, τολμηρό, με έμφαση στην ανεξαρτησία της σκέψης, στο συναίσθημα και στη φαντασία, συχνά προκλητικό απέναντι στα ισχύοντα κατά την κοινή κοινωνική αντίληψη, ιδιαιτέρως σε ό,τι αφορά τη σύνθεση των αντιθέτων.
Μορφές με σαφήνεια ή με ασάφεια φύλου, σώματα με τη σκιά τους, μορφές-φορείς κοινωνικών και πολιτισμικών πληροφοριών, ένα πορτρέτο για τον «επιδέτη τραυμάτων» και ένα πορτρέτο για τον «αποκριτή», στρατιώτες σύντροφοι σε μάχες και στρατιώτες τραυματίες, προσωπεία θεών.
Προκειμένου να οργανώσει το περιεχόμενο αυτού του εσωτερικού ανθρώπου ο Γουίτμαν αξιοποιεί προϊόντα διαδικασιών που αφορούν τη βιωματική πρόσληψη της αντικειμενικής πραγματικότητας. Από αυτή την πρόσληψη κατάγεται η δομή μιας εκτενέστατης πινακοθήκης γραμματικών εικόνων που αποτυπώνουν εσωτερικά τοπία με ιδιαίτερη ένταση και ποικίλη θεματική, σύμφωνα με την οπτική και την εστίαση ενδιαφέροντος του Γουίτμαν. Κυριαρχούν αυτοπροσωπογραφίες που αποδίδουν πολύμορφες εκδοχές ενός πρώτου/αυτοαναφορικού προσώπου, σε φόντο που συνθέτουν μοτίβα από εξωτερικά, φυσικά και κοινωνικά τοπία, με το εικαστικό και το συνακόλουθο σημασιολογικό ισοδύναμο. Εδώ εντοπίζονται και ποικίλα τοπόσημα (το Μανχάταν, το Μπρούκλιν, το Λονγκ Άιλαντ με το ινδιάνικο όνομα Πόμανοκ, το Οχάιο, ο ποταμός Μισισίπι, ο ποταμός Μιζούρι, ο ποταμός Ποτόμακ, ο Ατλαντικός και ο Ειρηνικός ωκεανός), τα οποία ενίοτε προβάλλουν και μια μυθική, εκτός των πραγματικών ορίων τους, διάσταση. Τα στοιχεία αυτά προσδιορίζουν το πλαίσιο για την ανθρώπινη παρουσία, όπου εντοπίζουμε περαιτέρω ποικίλα πορτρέτα ή/και πολυπρόσωπες συνθέσεις: μορφές με σαφήνεια ή με ασάφεια φύλου, σώματα με τη σκιά τους, μορφές-φορείς κοινωνικών και πολιτισμικών πληροφοριών, ένα πορτρέτο για τον «επιδέτη τραυμάτων» και ένα πορτρέτο για τον «αποκριτή», στρατιώτες σύντροφοι σε μάχες και στρατιώτες τραυματίες, προσωπεία θεών.
Παράλληλα, εντοπίζουμε και προσωπεία του θανάτου, καθώς αυτός διασχίζει ακάθεκτος τους κειμενικούς κόσμους του Γουίτμαν, ως το άλλο πρόσωπο της ζωής, ως «πικρή αγκάλη της θνητότητας», ως ανθρώπινη καχυποψία, ως σφαγή αιχμαλώτων, ή ακόμα ως ο θάνατος του φυλακισμένου νέου και γενναίου ινδιάνου Οσεόλα από ράγισμα καρδιάς «εξαιτίας του εγκλεισμού του». Περαιτέρω δείγματα εικονοποιίας του Γουίτμαν αποτελούν εντυπωσιακές απεικονίσεις φυτών, ζώων, πουλιών (μεταξύ των οποίων και η παραστατική απόδοση για την «ερωτοτροπία των αετών»).
Όλα αυτά διεκπεραιώνει, μεταφερόμενος στα καθ’ ημάς από τη δημιουργική μετάφραση με ιδιαιτέρως υψηλή αισθητική, λόγος βιωματικός, παραστατικός, σαρκαστικός, στοχαστικός και συνδηλωτικός, απροσδόκητος έως ανατρεπτικός, πλήρης πάθους αλλά και βαθιάς, ενίοτε πικρής, τρυφερότητας, με ιδιαίτερο ρυθμό που προσδιορίζει και τη ροή της αφηγηματικότητας, και επιπλέον ενισχυμένος με την αμεσότητα της προφορικής επικοινωνίας και της εξωδιηγητικής συμπεριφοράς του Γουίτμαν, κυρίως και πρωτίστως λόγος καταιγιστικός, όπως αντιστοιχεί στη σημασιολογική και υφολογική ανάπτυξη του πρωτοτύπου.
Στο πλαίσιο αυτό είναι δυνατόν να αναγνωρίσουμε χωρίς υπερβολή και έναν μακρινόν ή «αποκλίνοντα», έστω, Αμερικανό διαχειριστή των αρχών του κινήματος Sturm und Drang (Ορμή και Θύελλα, ακριβώς), από τις πρώιμες εποχές του ευρωπαϊκού ρομαντισμού (18ος-19ος αιώνας).
Με αυτή την προϋπόθεση, ο σύγχρονος αναγνώστης που είναι εξοικειωμένος με την κριτική και κυρίως συγκριτική πρόσληψη των έργων της τέχνης, ενδέχεται να υποκύψει και σε μια «αιρετική» διάθεση για μια αντιστικτική ανάγνωση των Φύλλων Χλόης με κείμενα, όπως είναι η ποιητική σύνθεση του ποιητή και χαράκτη Γουίλιαμ Μπλέικ (William Blake, 1757-1827), εκ των μειζόνων εκπροσώπων του αγγλικού ρομαντισμού, υπό τον τίτλο Οι Γάμοι του Ουρανού και της Κόλασης (στη δημιουργική μετάφραση του Χάρη Βλαβιανού, εκδ. Νεφέλη, 2014), ή το εκτενέστατο ποίημα του Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι (1893-1930) υπό τον τίτλο Λένιν (στην έμμετρη, συγγενή προς την αισθητική του πρωτοτύπου, απόδοση του γεννημένου το 1924 ποιητή, πεζογράφου, θεατρικού συγγραφέα Αλέξη Πάρνη, εκδ. Καστανιώτη, 2017). Επιπλέον, με ομόλογη αντίληψη, το ποίημα «Τραγουδώ το ηλεκτρικό κορμί» (από την ενότητα «Τα Παιδιά του Αδάμ») με διάφορους συνειρμούς θα ήταν ενδεχόμενο να μας οδηγήσει μέχρι και στο Ηλεκτρονικό Ποίημα του Γάλλου, πολιτογραφημένου Αμερικανού, συνθέτη Εντγκάρ Βαρέζ (Edgar Varèse, 1883-1965), εκ των προδρόμων της νεωτερικής (ηλεκτροακουστικής) μουσικής.
Ο σύγχρονος αναγνώστης [...] ενδέχεται να υποκύψει και σε μια «αιρετική» διάθεση για μια αντιστικτική ανάγνωση των «Φύλλων Χλόης» με κείμενα, όπως είναι η ποιητική σύνθεση του ποιητή και χαράκτη Γουίλιαμ Μπλέικ «Οι Γάμοι του Ουρανού και της Κόλασης» (στη δημιουργική μετάφραση του Χάρη Βλαβιανού, εκδ. Νεφέλη, 2014) ή το εκτενέστατο ποίημα του Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι «Λένιν» (στην έμμετρη, συγγενή προς την αισθητική του πρωτοτύπου, απόδοση του Αλέξη Πάρνη, εκδ. Καστανιώτη, 2017).
Επανέρχομαι στα Φύλλα Χλόης: Εδώ, καθώς ανιχνεύουμε λεπτομέρειες που προσδιορίζουν τη σύνθεση των γραμματικών εικόνων, εντοπίζουμε τη διαχρονικής, όπως αναγνωρίζουμε σήμερα, ισχύος ποιότητα του φαινομένου της μεταφοράς κατά την εφαρμογή του Γουίτμαν. Ενδεικτικά παραδείγματα:
«Θάλασσα με τις πλατιές καμπύλες των κυμάτων σου,/ Θάλασσα με τις βαθιές κοφτές ανάσες», «Φύλλα του τάφου, φύλλα του κορμιού που φυτρώνετε πάνω από μένα/ και πάνω από τον θάνατο», «Πάνω στο στέρνο της άνοιξης», «Όλη τη νύχτα στη φαντασία μου περιπλανιέμαι».
Ομόλογη όσο και σχεδόν γενικευμένη είναι η αξιοποίηση της αφοριστικής διατύπωσης. Και πάλι ενδεικτικά παραδείγματα:
«Και ποτέ δεν θα υπάρξει περισσότερη τελειότητα απ’ όσο υπάρχει/ τώρα./ Ούτε Παράδεισος περισσότερος ούτε Κόλαση απ’ όσο υπάρχει τώρα», «Ό,τι είναι πιο κοινό, πιο φτηνό, πιο προσιτό, πιο απλό είμαι Εγώ», «Αυτές είναι αληθινά οι σκέψεις όλων των ανθρώπων σε κάθε εποχή/ και χώρα, δεν είναι δικά μου γεννήματα./ Αν δεν είναι δικές σου όσο και δικές μου, τότε δεν είναι τίποτα, ή/ σχεδόν τίποτα,/ […]/ Είναι η χλόη που φυτρώνει όπου υπάρχει χώμα κι όπου υπάρχει νερό,/ Είναι ο κοινός αέρας που λούζει ολόκληρη τη γη» (και μεταφορά), «Μέσα σε κάθε πράγμα βρίσκεται μια αλήθεια σε αναμονή,/ Ούτε βιάζεται να γεννηθεί, ούτε αντιστέκεται στη γέννησή της», «Η οδύνη είναι μία από τις πολλές μου φορεσιές» (και μεταφορά), «Το παρελθόν και το παρόν μαραίνονται – τα έχω γεμίσει, τα έχω/ αδειάσει./ Και συνεχίζω για να γεμίσω την επόμενη πτυχή του μέλλοντός μου», «Όλα είναι μια πομπή,/ Το σύμπαν είναι μια πομπή με κίνηση τέλεια μετρημένη», «Δεν είμαι βέβαιος, αλλά η εκστατική ψυχή των εραστών καλωσορίζει/ πιο πολύ τον θάνατο», «Δεν με αφορά η νεότητα».
Το 1941 ο Edward Weston φωτογράφησε τοπία |
Παράλληλα, μέσα στο σημασιολογικό και αισθητικό σύμπαν που αντιπροσωπεύουν τα Φύλλα Χλόης υπ’ αυτές τις συνθήκες (όπου και «οδηγίες» για την ανάγνωση του τίτλου), ανιχνεύουμε φαινόμενα μεταγλωσσικότητας που ανταποκρίνονται στις σύγχρονες αντιλήψεις της Φιλολογικής Επιστήμης, αλλά και της δημιουργικής ανάγνωσης. Εντοπίζουμε εδώ την αξιοποίηση γλωσσικών στοιχείων ως δομικού υλικού κατά τη θεματική οργάνωση ποιημάτων, ανεξάρτητα από την κοινή χρήση της γλώσσας ως οχήματος για τη διεκπεραίωση σημαινομένων. Π.χ.:
«Οι λέξεις του βιβλίου μου τίποτα, το περιεχόμενό του τα πάντα», «Ο ήχος της φωνής μου που εξαπολύει τις λέξεις μου μέσα στους στρο-/βιλισμούς του ανέμου», «Δυο μικρές ανάσες λέξεις» (και ευρηματικό σύνταγμα, τουλάχιστον στην ελληνική απόδοση, όπου η χρήση ουσιαστικού σε λειτουργία επιθετικού προσδιορισμού), «Ατέλειωτο ξετύλιγμα των λέξεων των αιώνων!/ Και η δική μου μια λέξη μοντέρνα, η λέξη En-Masse», «Δεν είναι οι λέξεις μου υπενθυμίσεις ιδιοτήτων διατυπωμένων,/ Είναι υπενθυμίσεις της ανείπωτης ζωής, της ελευθερίας και της απο-/δέσμευσης», «Οι λέξεις των αληθινών ποιημάτων είναι η επίστεψη και η καταξίωση/ της επιστήμης» (και αφοριστική διατύπωση), «Οι λέξεις των αληθινών ποιημάτων σας δίνουν κάτι περισσότερο από/ ποιήματα,/ Σας δίνουν τα υλικά για να πλάσετε οι ίδιοι ποιήματα, θρησκείες,/ πολιτική, πολέμους, ειρήνη, συμπεριφορές, ιστορίες, διατριβές,/ καθημερινή ζωή και καθετί άλλο» (επίσης και αφοριστική διατύπωση), «Ένα τραγούδι για την περιστρεφόμενη γη, και για τις λέξεις που της/ αρμόζουν,/ Νόμιζες πως αυτές ήταν οι λέξεις, αυτές οι κάθετες γραμμές, αυτές οι/ καμπύλες, οι γωνίες, οι τελείες;/ Όχι, δεν είναι αυτές οι λέξεις, οι ουσιαστικές λέξεις είναι μέσα στη γη/ και μέσα στη θάλασσα,/ Είναι μέσα στον αέρα, είναι μέσα σου», «Με βραχνή αγέρωχη φωνή, ω θάλασσα!/ Εκεί στην κυματοδαρμένη ακτή σου όπου μέρα και νύχτα σεργιανίζω,/ Οι αισθήσεις μου συλλαμβάνουν τις ποικίλες παράξενες προτάσεις/ σου».
Κυρίως τα Φύλλα Χλόης αντιπροσωπεύουν ένα διαρκές, σύνθετο τεκμήριο για την αυτοαναφορικότητα της ποιητικής γραφής με τη συνεπαγόμενη αυτοαναφορικότητα του δημιουργού. Μια συμπυκνωμένη όσο και παραδειγματική διατύπωση του φαινομένου αναγνωρίζουμε στα πενήντα δύο μέρη της εμβληματικής σύνθεσης υπό τον τίτλο «Το τραγούδι του εαυτού μου» (ας προσέξουμε ιδιαιτέρως τα μέρη 24, 25, 26, 34) ως τελευταίο και υπό μία έννοια συμπερασματικό τμήμα της ενότητας «Αφιερώσεις». Ενδεικτικά παραθέματα:
«Είμαι ο ποιητής του Σώματος και είμαι ο ποιητής της Ψυχής,/ Κατέχω τις απολαύσεις του παραδείσου, κατέχω και τα μαρτύρια της/ κόλασης,/ Τις μεν τις μπολιάζω με τον εαυτό μου κι έτσι τις αυξάνω, τα δε τα/ μεταφράζω σε μια καινούργια γλώσσα», «Δεν είμαι μόνο ο ποιητής της καλοσύνης, δεν αρνούμαι να είμαι επί-/σης ο ποιητής της φαυλότητας», «Οι τραγουδιστές δεν γεννούν, μόνο ο Ποιητής γεννά», «Οι αληθινοί ποιητές δεν είναι οπαδοί του κάλλους, αλλά επιβλητικοί/ δημιουργοί του κάλλους».
Στο «Τραγούδι του εαυτού μου» εντοπίζουμε επίσης την αξιοποίηση λέξεων/όρων από τη Φυσική Επιστήμη και τα Μαθηματικά (τεκμήριο σχετικών ενδιαφερόντων του Γουίτμαν) ως υλικών δομής λογοτεχνικού κειμένου. Εδώ, επίσης, ιδιαιτέρως σημαντική είναι η παραστατική απόδοση για τη βιωματική πρόσληψη ήχων, στην οποία προβαίνει ο Γουίτμαν, είτε πρόκειται για τους ήχους του εξωτερικού κόσμου, συμπεριλαμβανομένων των ήχων της φύσης και της ανθρώπινης φωνής, είτε πρόκειται για τους ήχους των μουσικών οργάνων. Π.χ.:
«Μπραβούρες πουλιών», η «φούρια του σταριού που ψηλώνει», η «φλυαρία της φωτιάς», το «τρίξιμο των κλαδιών που ψήνουν το φαΐ [μου]», ήχοι της πόλης και της υπαίθρου, ήχοι της μέρας και της νύχτας, το «κουβεντολόι των παιδιών», τα δυνατά γέλια των εργατών, «το οργισμένο μπάσο της προδομένης φιλίας», οι «σβησμένοι τόνοι» του ασθενή, ο δικαστής «ενώ τα ωχρά του χείλη απαγγέλουν [sic] μια θανατική ποινή», το «έι-οπ των λιμενεργατών», οι καμπάνες που χτυπούν συναγερμό, η κραυγή για φωτιά, το σφύριγμα της ατμομηχανής, ο βρόντος των βαγονιών, το αργό εμβατήριο στην κεφαλή μιας πομπής κατά δυάδες που «συνοδεύουν κάποιο πτώμα» με τα κοντάρια των σημαιών «τυλιγμένα με μαύρη μουσελίνα».
Επίσης: το βιολοντσέλο σαν «το παράπονο της καρδιάς του νεαρού άντρα», η κορνέτα, η χορωδία, ένας τενόρος «ευρύς κι ολόδροσος», η «ασκημένη σοπράνο», ενώ ο Ουίτμαν προσφέρει και μια ιδιαίτερης αισθητικής απόδοση των ήχων της ορχήστρας, η οποία «με στροβιλίζει σε τροχιές μεγαλύτερες κι από εκείνες του/ Ουρανού,/ Βγάζει από μέσα μου φλογερά πάθη που δεν ήξερα ότι έχω,/ Με αρμενίζει, […]/ […] μου κόβεται η αναπνοή,/ […] το λαρύγγι μου σφίγγεται από βρό-/χους θανάτου,/ Κι όταν συνέρχομαι πια, μένω να αναλογίζομαι το αίνιγμα των αινιγ-/μάτων,/ Αυτό που αποκαλούμε Ύπαρξη». Περαιτέρω δείγματα αυτοαναφορικότητας της γραφής:
«αυτό που αποκαλούμε ποιήματα δεν είναι πα-/ρά εικόνες»
(εδώ αναγνωρίζουμε σαφή αναφορά στις γραμματικές εικόνες, από την ενότητα «Τα Παιδιά του Αδάμ»),
«Γιατί αυτό το βιβλίο δεν το έγραψα για όλα αυτά που έβαλα μέσα του,/ […]/ Ούτε τα ποιήματά μου θα κάνουν μόνο καλό, θα προξενήσουν και/ κακό, ίσως και περισσότερο,/ […]/ Γι’ αυτό άφησέ με και τράβηξε τον δρόμο σου»
(από την ενότητα «Κάλαμος»),
«Καθώς κάθομαι εδώ και γράφω κάθε μέρα, άρρωστος και γέρος πια,/ Με βαραίνει η αγωνία μήπως και των χρόνων η αμβλύτητα, η δυσφο-/ρία,/ Η άχαρη κακοκεφιά, […]/ Διεισδύσουν στα τραγούδια μου»
(από την ενότητα-πρώτο παράρτημα «Στις αμμουδιές των εβδομήντα»).
Ο Walt Whitman και η συλλογή του Φύλλα χλόης είναι μια από τις βασικές αναφορές της τηλεοπτικής σειράς |
Από αυτή την ενδεικτική παράθεση αποσπασμάτων συνάγεται, έστω και εξ όνυχος, ο σημασιολογικός και ο υφολογικός/αισθητικός χαρακτήρας του κειμενικού σύμπαντος του Γουίτμαν, όπως αυτό το σύμπαν αντιστοιχεί στα Φύλλα Χλόης σε σχέση με την οργάνωση ενός εκάστου των ποιημάτων ως ιδιαίτερων δομικών μονάδων: Πρόκειται για πολύμορφες, ενιαίες ή σπονδυλωτές συνθέσεις από σύντομα έως εξαιρετικά εκτενή κείμενα, που αποτελούν ποικίλους συνδυασμούς ελεύθερων στίχων με τη δεσμευτική παρέμβαση της μορφής του διασκελισμού σε ποικίλες εκδοχές, τον οποίον (διασκελισμό) μεταφέρει στα καθ’ ημάς χωρίς απώλειες η μετάφραση διασώζοντας (όπως συνάγεται από τα συμφραζόμενα) το σημασιολογικό και το αισθητικό ισοδύναμό του.
Ο σύγχρονος αποδέκτης της έκδοσης, καθώς ακολουθεί τις προσωπικές του διαδρομές μέσα στο σύμπαν αυτό, θα συναντήσει εντέλει έναν τύπο διανοητή που προσωποποιεί τη συνέργεια της δημιουργίας και της κοινωνίας. Ανεξάρτητα από βιογραφικά και γενικότερα πραγματολογικά δεδομένα που αφορούν τη φυσική παρουσία του Γουίτμαν στην Αμερική λίγο πριν από την είσοδο στον 20ό αιώνα, αυτός ο σύγχρονος αποδέκτης είναι δυνατόν να αναγνωρίσει εδώ μία (ακόμα) ενδιαφέρουσα παραδειγματική εφαρμογή του τρόπου, με τον οποίον ο δημιουργός δεν προσλαμβάνει απλώς την αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά αναπτύσσει διαλεκτική (και μάλιστα με αντεγκλήσεις) σχέση μαζί της παραβιάζοντας στοιχεία συγχρονίας με προοπτική διαχρονικής ισχύος.
Με άλλα λόγια, ο Γουόλτ Γουίτμαν από τη μακρά απόσταση του πολιτισμικού χωροχρόνου αναγνωρίζεται σήμερα να «προτείνει» μια εξαιρετικά εντυπωσιακή παραδειγματική εφαρμογή (η οποία ανταποκρίνεται με άνεση στην κριτική συμπεριφορά του γενικού, αντικειμενικού χρόνου) για τη δημιουργική αφήγηση του πραγματικού. Εδώ εντοπίζεται η προστιθεμένη αξία της έκδοσης, όπως μάλιστα αυτή (η έκδοση, έστω με ελάχιστα, σχεδόν μηδενικά παροράματα) ενισχύεται με παρακείμενα ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα για την ευρύτερη, πέραν των ειδικών, κοινότητα των αναγνωστών.
Στο Επίμετρο της Κατερίνας Ηλιοπούλου εντοπίζουμε ενδιαφέρουσα όσο και τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία για τη μεταφραστική διαδικασία που ακολουθήθηκε, ως μια δημιουργική συνάντηση με το γλωσσικό εργαλείο του Γουίτμαν.
Στον Πρόλογο της Ντόρας Τσιμπούκη εντοπίζουμε ποικίλες λεπτομέρειες για βιογραφικά δεδομένα του Γουίτμαν, για τη θέση του στο κοινωνικό, λογοτεχνικό, γενικότερα πολιτισμικό τοπίο στη Βόρεια Αμερική του τέλους του 19ου αιώνα, για τη λογοτεχνική παραγωγή του και τις συνακόλουθες αντιδράσεις, για τα Φύλλα Χλόης στη διάσταση της δημιουργίας τους και στη διάσταση της περιπέτειας του έργου σε ό,τι αφορά τη συγχρονική πρόσληψη αυτού, για τη συμπεριφορά του Γουίτμαν απέναντι στο έργο του, επίσης: ο Γουίτμαν και οι Αμερικανοί μοντερνιστές ποιητές, ή ο Γουίτμαν και η υποδοχή του έργου του από την ευρωπαϊκή λογοτεχνική κοινότητα.
Στο Επίμετρο της Κατερίνας Ηλιοπούλου, παράλληλα με ποικίλες χρήσιμες πληροφορίες περιεχομένου γραμματολογικού περί Γουίτμαν και πραγματολογικού σχετικά με την έκδοση του πρωτοτύπου, εντοπίζουμε ενδιαφέρουσα όσο και τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία για τη μεταφραστική διαδικασία που ακολουθήθηκε, ως μια δημιουργική συνάντηση με το γλωσσικό εργαλείο του Γουίτμαν (επιλογές και ενίοτε αποκλίσεις από την κοινή στη Β. Αμερική χρήση της αγγλικής γλώσσας, αξιοποίηση στοιχείων από ξένες γλώσσες), περαιτέρω: για τη θεματική και την αισθητική της ποίησής του (έμφαση στο «Τραγούδι του εαυτού μου», παραδειγματική αναφορά και σε άλλα ποιήματα του Γουίτμαν), καθώς και για τη σχέση ισοδυναμίας ανάμεσα στη γλώσσα του πρωτοτύπου και στην ελληνική απόδοση αυτού σε σημασιολογικό και σε υφολογικό επίπεδο. Από αυτή την άποψη, το Επίμετρο θα ήταν δυνατόν να εκτιμηθεί ως μια δομή «φροντιστηρίου» για τη λογοτεχνική μετάφραση.
Στα παρακείμενα βρίσκουμε επίσης σημειώσεις σχετικές με πραγματολογικά στοιχεία που συμμετέχουν στη σύνθεση των ποιημάτων, ενώ η έκδοση συμπληρώνεται με ενδεικτική βιβλιογραφία και με βιο-/εργογραφικό χρονολόγιο για τον Γουίτμαν, καθώς και με φωτογραφικό υλικό (φωτογραφίες και χειρόγραφα του Γουίτμαν, εσώφυλλο από την πρώτη και την τρίτη έκδοση των Φύλλων Χλόης).
* Η ΑΛΚΗΣΤΙΣ ΣΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ είναι διδάκτωρ Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και κριτικός βιβλίου.
Τελευταίο της βιβλίο, η μελέτη «Ο δημιουργικός λόγος του Γιώργου Χειμωνά» (εκδ. Παρατηρητής).
→ Όλες οι φωτογραφίες της ανάρτησης είναι του Edward Weston.
Αποσπάσματα από το βιβλίο
«Τραγουδώ το ηλεκτρικό κορμί,/ Οι στρατιές εκείνων που αγαπώ με περιζώνουν, όπως τους περιζώνω/ κι εγώ,/ Δεν θα με ελευθερώσουν ώσπου να δεχτώ το κάλεσμά τους, να πάω/ μαζί τους,/ Και να τους εξαγνίσω, και να τους φορτίσω ολόκληρους με το φορτίο/ της ψυχής./ Υπάρχει αμφιβολία ότι αυτοί που διαφθείρουν το ίδιο τους το σώμα/ αποκρύπτουν τον εαυτό τους;/ Και μήπως αυτοί που βεβηλώνουν τους ζωντανούς δεν είναι τόσο κα-/κοί όσο κι αυτοί που βεβηλώνουν τους νεκρούς;/ Και μήπως το σώμα δεν κάνει ακριβώς όλα όσα κάνει η ψυχή;/ Κι αν το σώμα δεν είναι η ψυχή, τότε τι είναι η ψυχή;»
(από το ποίημα «Τραγουδώ το ηλεκτρικό κορμί», στην ενότητα «Τα Παιδιά του Αδάμ»)
«Καθώς περπατώ δίπλα στο ποτάμι (ο πρωινός περίπατός μου, η ξε-/κούρασή μου),/ Ψηλά στον ουρανό ένας έξαφνος πνιχτός ήχος, η ερωτοτροπία των/ αετών,/ Η λάβρα ερωτική επαφή των δυο τους μέσα στο διάστημα,/ Οι αρπάγες που γατζώνονται και συμπλέκονται, μια ζωντανή, βίαιη/ ρόδα που περιστρέφεται,/ Τέσσερις φτερούγες που χτυπιούνται, δύο ράμφη, στροβιλιζόμενη μά-/ζα γραπωμένη σφιχτά,/ Σε στριφογυριστές, συσπειρωμένες, κυκλικές τροχιές, πέφτοντας/ ολόισια προς τα κάτω,/ Μέχρι που πάνω από το ποτάμι ζυγιάζεται, ζευγάρι κι όμως ένα, μια/ στιγμή ανάπαυλας,/ Μια ακίνητη ασάλευτη ισορροπία στον αέρα, ύστερα χωρίζουν, τα/ νύχια χαλαρώνουν,/ Και προς τα πάνω ξανά με αργές, σταθερές φτερούγες λοξοπετώντας,/ τη χωριστή, διάφορη πτήση τους,/ Αυτή τη δική της, αυτός τη δική του, ακολουθούν».
(το ποίημα «Η ερωτοτροπία των αετών», από την ενότητα «Στου δρόμου την άκρη»)