Για την ποιητική συλλογή της Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου «Είκοσι τέσσερις χτύποι και σιωπή» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μελάνι.
Του Μάριου Μιχαηλίδη
Η Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου συγκαταλέγεται σε έναν ευρύ κύκλο ποιητών που πρωτοεμφανίστηκε τη δεκαετία του 1970. Σ’ αυτή τη λεγόμενη γενιά του ’70 παρατηρεί και διαπιστώνει κανείς κοινούς ιδεολογικούς και ποιητικούς τόπους, όπως είναι το αντιπολεμικό πνεύμα, η αντίδραση και απόρριψη της ηδονικής απάθειας, του εφησυχασμού και του στείρου ρομαντισμού. Kι ακόμη, η επίδραση από τον ελληνικό μοντερνισμό, όπως διαμορφώθηκε από την ποίηση του Σεφέρη και του Εμπειρίκου αλλά και με επιδράσεις από την ποίηση του Καρυωτάκη και του Καβάφη. Φυσικά, οι κοινοί τόποι δεν εμπόδισαν τους ποιητές αυτής της γενιάς να διαμορφώσουν και να διατηρήσουν στοιχεία ποιητικής ιδιοπροσωπίας.
Με τις αναπόφευκτες επιδράσεις που δέχτηκε συνολικά η γενιά της, αλλά και με ένα ευδιάκριτο ατομικό στίγμα, η Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου εμφανίστηκε επισήμως στα ποιητικά πράγματα το 1974 με τη συλλογή Τα Άλογα του Μυροβλήτου (ιδιωτική έκδοση). Μετά από αυτό το τόλμημα της νεαράς και άγνωστης τότε πρωτοεμφανιζόμενης ποιήτριας, και σε διάστημα 45 χρόνων, ακολούθησαν άλλες δώδεκα ποιητικές συλλογές.
Η Δήμητρα Χριστοδούλου εμφανίστηκε στα γράμματα
το 1974. Ετούτη είναι η δέκατη ποιητική συλλογή της. Στη φωτογραφία, η ποιήτρια, το 2013, διαβάζει ποίησή της σε εκδήλωση στην Πλατεία Κλαυθμώνος.
|
Η πρόσφατη συλλογή (Ιούνιος 2019) φέρει τον τίτλο Είκοσι τέσσερις χτύποι και σιωπή. Όπως προλογικά σημειώνει η ποιήτρια, ο αριθμός 24 (εικοσιτέσσερα) αφορά στη στιχαρίθμηση των 49 από τα 50 ποιήματα της συλλογής. Εξαίρεση, το εννιάστιχο ποίημα που φέρει τον τίτλο «Σχόλιο». O τετράλεξος τίτλος συνιστά ένα σχήμα μεταφοράς όπου το αριθμητικό επίθετο είκοσι τέσσερις προσδιορίζει τη λέξη χτύποι, γεγονός που παραπέμπει στους αντίστοιχους καρδιακούς χτύπους, ενώ ο σύνδεσμος και συνδέει το ζεύγμα των δύο λέξεων με τη λέξη σιωπή. Προς θεού, όχι μετά αλλά και σιωπή.
Όχι μόνον οι παροικούντες, αλλά και οι υποψιασμένοι αναγνώστες γνωρίζουν ότι χωρίς συναίσθημα δεν γράφεται ποίηση. Σε κάθε λέξη και φράση, σε κάθε στίχο ανιχνεύονται λιγότερα ή περισσότερα ψήγματα του έσω κόσμου και ψίθυροι καρδιάς, ενώ μέσα στη σιωπή της γραφής αλλά και της ανάγνωσης ακούγονται λόγια ανείπωτα, θόρυβοι παράξενοι, και είναι στιγμές που οι λέξεις σαν τρομακτικά πετούμενα χτυπούν με τα ράμφη τους τη μνήμη. Εκκωφαντική, λοιπόν, η σιωπή που ενυπάρχει στους εικοσιτέσσερις στίχους-χτύπους του καθενός από τα ποιήματα της συλλογής, πλην ενός. Με αυτό το εύληπτο, εντέλει, μήνυμα που εκπέμπει ο τίτλος, η ποιήτρια καλεί τον αναγνώστη να αφουγκραστεί, μέσα από την τελετουργία της ανάγνωσης, όχι μόνον την ηχητική εκφορά των λέξεων, αλλά και τις συνακόλουθες σημάνσεις, όπως και το «επέκεινα» που εκρέει από την εικονοπλασία και την παρασημαντική του ποιητικού λόγου.
Στα πολλά ποιήματα της συλλογής, και ειδικότερα σ’ αυτά που η ποιήτρια αποκαλεί «ποιήματα της πόλης και του θανάτου», κυριαρχεί ένα τοπίο καταθρυμματισμένο. Η φθορά που εξακολουθητικά υφίσταται ο κόσμος από την παράνοια που χαρακτηρίζει ισχυρούς και αδύναμους, αποτυπώνονται με το μαύρο χρώμα του θανάτου. Παντού ερείπια. Και «η ποίησις καταφύγιο όπου φθονούμε». (βλ. Καρυωτάκης: «Είμαστε κάτι…») Γιατί η πάλη με τη νύχτα είναι βασανιστική:
Πάλεψα, πάλεψα να την σηκώσω / Αυτήν τη νύχτα πεσμένη κατάχαμα. / Την έσυρα από τις μασχάλες, της έπλυνα / Το πρόσωπο […] / Ώσπου άρχισε πάλι το χαμόγελό της να πλανιέται / […] Όπως ένα πουλί πετάει ανάμεσα / Σε πέτρινους σταυρούς νεκροταφείου.
(«Ο νόμος του στέμματος»)
Όμως, την άδοξη πάλη δεν τη διαδέχεται η παραίτηση. Η ποιήτρια επιχειρεί να δαμάσει τα σκοτάδια και να ανατρέψει το κλίμα της θρηνωδίας. Στο ποίημα «Η γυάλινη» προς στιγμή ακούγεται μια φωνή που μοιάζει ικανή να ανασυστήσει το περιβάλλον και να αποδιώξει το κακό όνειρο:
«Να αντέχουμε. Να ασκούμε την τέχνη μας / Μ’ ένα χαμόγελο που μοιράζει / Πρώιμα μήλα με τη γεύση του ουρανού. / Κάθε μας θλίψη να ταφεί μ’ επιμέλεια…».
Μάταια όμως.
Αμμοβολή από αναρίθμητα τζάμια / Τον ψίθυρό της αποκρυσταλλώνει.
Η εικόνα είναι φρικτή. Παντού αποκαΐδια. Η λεηλατημένη πόλη μοιάζει με θέατρο παραλόγου:
Έφτασα νύχτα στην καμένη πόλη / Μ’ άλλους πολλούς […] / Ως και το θέατρο καιγόταν ακόμη / Ωστόσο απ’ τα παράθυρά του κυμάτιζε / […] ένα ποτάμι. / Εκεί πετούσαν από το βεστιάριο / Κουστούμια άκαυτα, βαριά βελούδα / Τέλος, με την περούκα του άθικτη / Πουδραρισμένος με σοφία, βάδισε / Επάνω στα νερά ο Πρώτος Ρόλος.
(«Αέναη πρεμιέρα»)
Ο ελεύθερος στίχος εκφέρεται με ώριμο λόγο. Η Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου γνωρίζει πολύ καλά να τον διαχειρίζεται, χωρίς ποτέ να μπαίνει στον πειρασμό να τον καλλωπίσει με ψιμύθια. Αντίθετα η επιλογή των λέξεων και η εκφορά των σχήματος της μεταφοράς, ιδίως αυτής, που δίνει ζωή και πνοή στον ποιητικό λόγο, γίνονται με ιδιαίτερη φροντίδα και επιμέλεια. Επιπροσθέτως, χαρακτηριστική είναι η άνεση με την οποία η ποιήτρια πλάθει πρωτότυπες εικόνες, οι οποίες συνεργούν στη πρόσληψη των μηνυμάτων, διεγείρουν τις αισθήσεις, και μεταβάλλουν την αναγνωστική εμπειρία σε διαβατήριο για την είσοδο στα μυστικά μονοπάτια της ποίησης.
Υπέροχο δείγμα μιας τέτοιας εικονοποιίας εμπεριέχεται στο ποίημα «Ακολουθία»:
Δες πώς φέγγουν σκαρφαλωμένα στη νύχτα / Τα κουφάρια των οικισμών και των θερέτρων. / Κρεμασμένος από τη δοκό του δημαρχείου / Ταλαντεύεται μετρώντας δευτερόλεπτα / Ο αιρετός κοινοτάρχης. / Περιμένουμε να σημάνει χαράματα / Μ’ ένα τίναγμα των λουστρινιών του.
Ακόμη, ανάλογο είναι και το δείγμα στο ποίημα «Η τελευταία νεότης», όπου η εικόνα μεταβάλλεται σε σκηνικό πολλών συμβολισμών και στοχασμών. Σ’ αυτό, η φθεγγόμενη πρωτοπρόσωπη φωνή –η φωνή της ποιήτριας– αναζητεί και συνάμα σκηνοθετεί τρόπους μιας μελλοντικής φυγής. Ξαφνιάζει, ωστόσο, ευχάριστα ο δημιουργικός τρόπος με τον οποίο η Χριστοδούλου κατορθώνει να συνταιριάξει τα μεταξύ τους ανόμοια:
Κοιτάζω ώρες την παλιά μοτοσικλέτα / λησμονημένη σαν μωρό δεινοσαύρου / Μες στα παλιά σιδερικά […] Ταπεινωμένη μες στις λαμαρίνες […]
Μα, δες, χαμηλόφωνα ακούγεται η μπάντα! […] / Φτάνει με τα εκκωφαντικά του βήματα / Και καβαλάει ο Αρχάγγελος / Αστράφτει τότε η μοτοσυκλέτα ολοκαίνουργια / καθώς μαρσάρει προς τον ουρανό.
Έτσι κι εγώ θα ήθελα να φύγω. Να σαλτάρω / Στην πίσω θέση, να τον αρπάξω απ’ το ρούχο! / Να σωριαστούν με μιας σαν παλιοσίδερα / Το κλειστό στόμα ο πανικός, η στέρηση […].
Η συλλογή εμπλουτίζεται και με μια ομάδα ποιημάτων στα οποία κυρίαρχη είναι η παρουσία παιδιών. Ενδεικτικά, το ποίημα «Δίλημμα νεαρού ποδηλάτη» καταγράφει τη αναγκαστική διαδρομή και τραγική εμπειρία ενηλικίωσης του παιδιού που επιχειρεί να διασχίσει την πόλη. Όμως…:
Έπρεπε να εγκαταλείψει το ποδήλατο. / Να την διασχίσει με την ηλικία των ανδρών. / Αλλά η πόλη μας είναι από λάμψη / […] Εδώ περνώντας ένα αγόρι τη διάβαση / Φθάνει ασπρομάλλης σ’ απαστράπτουσα χώρα. / Ή θρηνούν πίσω του συντρίμμια τροχών / (η σέλα, το φανάρι, το τιμόνι) / Ή μπρος του ανοίγονται κατάμαυρα φτερά.
Το εγχείρημα του παιδιού να διανύσει τη δική του πορεία σε μια πολιτεία που πάσχει από φτιασιδωμένη λάμψη, όπου «Στιλπνοί οδοδείχτες δείχνουν γυάλινα οδοστρώματα»,ανακαλεί στη μνήμη το ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου «Η ποίησις είναι ανάπτυξη στίλβοντος ποδηλάτου».
Όμως, η Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου δεν αρδεύει από χρυσοφόρες πηγές λέξεις, εικόνες και φωνήματα. Η καθημερινότητα με τα μικρά ή μεγάλα πάθη και παθήματα των ανθρώπων, μικρών και μεγάλων, τροφοδοτούν τη θάλλουσα πηγή απ’ όπου εκρέει ο ποιητικός της λόγος. Αυτό αποκαλύπτει ο αναγνώστης στοποίημα «Νέος ερωτευμένος με άγγελο», όπου παράλληλα διαπιστώνει ότι η λεπτή ευαισθησία που τη χαρακτηρίζει, αναπόφευκτα συνδέεται με την ιδιότητά της ως καθηγήτριας φιλολόγου:
Ήταν τόσο χλωμός που φαντάσθηκα / Πως είναι ενσάρκωση θεού που κρυώνει / […] Δεν περπατά, σαλεύει ανάμεσά μας / Σε σιωπηλό βασανισμό. / Μα ήταν μόνο ένας απόφοιτος Λυκείου / Στο τέλος μιας ημέρας βροχερής / […] Έχει ήδη βαθμολογηθεί οικτρά / Στις εξετάσεις απανωτών γενεθλίων.
Η τονικότητα του ποιητικού λόγου της Δήμητρας Χριστοδούλου παραμένει αξιοπρεπώς χαμηλή, χωρίς βέβαια αυτό να μειώνει την αξία και την εμβέλεια του έργου της. Αυτό μπορεί να διαπιστώσει ο αναγνώστης από όλα τα ποιήματα της συλλογής και όχι μόνο από αυτή τη σύντομη περιδιάβαση.
Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Έρικκα - Δεκαοκτώ αφηγηματικές γραφές» (εκδ. Momentum).
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΑΣ Χ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ