Για την ποιητική συλλογή της Ελένης Μαρινάκη «Μετράω ως το δέκα» (εκδ. Μελάνι).
Του Γιώργου Δελιόπουλου
Μετράω ως το δέκα (εκδ. Μελάνι) είναι ο τίτλος της όγδοης ποιητικής συλλογής της ποιήτριας και εικαστικού Ελένης Μαρινάκη. Συνειρμικά ο τίτλος μάς μεταφέρει σε μια αλλοτινή παιδικότητα –όχι τόσο αθώα και ανέμελη όσο θα περιμέναμε–, καθώς παραπέμπει στο ρυθμικό μέτρημα ως έναν τρόπο να αποδιώχνουν τα παιδιά τους επίμονους εφιάλτες. Όπως και σε προηγούμενες συλλογές της, η Ελένη Μαρινάκη δομεί το ποιητικό της σύμπαν με εικόνες της παιδικής ηλικίας και των ανθρώπων που τη στιγμάτισαν. Καταβυθίζεται με την ποίησή της στο παιδικό παρελθόν, ανασύρει αναμνήσεις και τραύματα, στο χαρτί τα μεταστοιχειώνει ποιητικά και προσπαθεί να τα ξορκίσει1.
Η τελευταία της συλλογή αποτελείται από 32 πεζοποιήματα, μακριά από τις πιο παραδοσιακές μετρικές φόρμες που δοκιμάζει σε παλαιότερες συλλογές της. Κάθε ποίημα περιλαμβάνει και μια διαφορετική ιστορία, μια άλλη φωτογραφία από το παιδικό άλμπουμ του ποιητικού υποκειμένου. Σε κάθε ποίημα υπάρχει ένας αφηγηματικός ιστός, μια σύντομη ιστορία, με ευδιάκριτο φόντο και πρωταγωνιστές. Μάλιστα, θα λέγαμε ότι η σκηνοθεσία των κειμένων είναι κινηματογραφική, με τον «φακό» του ποιητικού υποκειμένου να παρακολουθεί τα γεγονότα από απόσταση. Σ’ αυτόν τον αφηγητικό ιστό παρατάσσονται με ασύνδετες προτάσεις ‒ελάχιστα συμπλέκονται‒ εικόνες μιας δύσκολης, συχνά πληγωμένης παιδικής ηλικίας. Άλλωστε, το σκηνικό των ποιημάτων είναι η ανθρωπογεωγραφία της φτωχικής γειτονιάς, με βιοπαλαιστές, νοσοκομεία, πενθούντες, νεκρούς και περιθωριακούς.
Σκηνοθεσία
Αρκετά πεζοποιήματα, όπως το παραπάνω, αποπνέουν τη σαχτουρική μεταφυσική ατμόσφαιρα, καθώς είναι γραμμένα με μια μαγικά ρεαλιστική γλώσσα και δομούνται από καθημερινές εικόνες, οι οποίες όμως σε κάποια σημεία συνδυάζονται με ετερόκλητα στοιχεία και αποσπώνται από την πραγματικότητα. Σε άλλα ποιήματα, όπως στο παρακάτω ποίημα με τον τίτλο «Χαμηλόφωνο», εκλείπει αυτό το υπερρεαλιστικό στοιχείο και οι εικόνες υπακούν σε έναν ποιητικό ρεαλισμό. Γενικότερα, το λεξιλόγιο και η σύνταξη είναι απλά και λιτά, χωρίς εντούτοις να ρηχαίνει το νόημα και το συναίσθημα. Το εντυπωσιακό είναι ότι η Μαρινάκη παράγει ατόφιο συναίσθημα και συγκίνηση, χωρίς να καταφεύγει σε μελοδραματισμούς και λυρικές εκζητήσεις2.
Χαμηλόφωνο
Σ’ ένα πρώτο επίπεδο τα ποιήματα της συλλογής συνιστούν μια ονειρική μαρτυρία του ποιητικού υποκειμένου, η οποία όμως σε αρκετά σημεία θυμίζει εφιαλτικό αδιέξοδο. Μέσα από την αναδρομή στο παρελθόν του φωτίζει σκηνές, μορφές κι ανοιχτές πληγές. Στα περισσότερα ποιήματα κυριαρχούν οι αρρώστιες, ο πόνος και η απώλεια αγαπημένων, φιλικών ή συγγενικών προσώπων. Ο αναγνώστης νιώθει ότι το αναπόδραστο του τέλους και η μοναξιά του θανάτου αποχρωματίζουν τη ζωντάνια της παιδικής ανάμνησης, όπως στο ποίημα «Μνημόσυνο», αναφερόμενη στην αρρώστια της θείας Ελληνίκης, γράφει: Είναι/ κλεισμένος ένας δράκος στο σώμα της και τη/ ρουφά. Ορμά στα παιδικά της χρόνια και τα/ ξεβάφει. Το κίτρινο και το μαύρο συνήθως παραπέμπουν στην απώλεια, όπως στο ποίημα «Ταξίδι»: Βράδυ πυκνό σε μισοφωτισμένη αίθουσα./ Μυρίζει κίτρινη ομίχλη. Έξω μαυρίζει η θά-/ λασσα. Στο ποίημα «Αφύλακτο», ακόμη και το λευκό συμβολίζει το πένθος: Δίπλα στη σκάλα, στη ρωγμή του/ τοίχου κοιμάμαι. Σ’ ένα ολόλευκο σκοτάδι. Σε άλλα ποιήματα το ποιητικό υποκείμενο μνημονεύει και αποκαθιστά στη συνείδηση όλα εκείνα τα περιθωριακά, αλαφροΐσκιωτα πλάσματα, τα σακατεμένα από τη ζωή, τα κοινωνικά στιγματισμένα με την κατηγορία της τρέλας, τα δίχως φωνή και τρόπο να μιλήσουν, που όμως κρύβουν μια βαθιά αγάπη προς τον Άνθρωπο3. Ένα τέτοιο πλάσμα είναι και η απαγχονισμένη αυτόχειρας στο ποίημα «Κρυφό», σκιά θολή που αιωρείται ακόμα/ πάνω από τα σκίνα.
Η Ελένη Μαρινάκη «παίζει» με τις αντιθέσεις σε όλη τη συλλογή. Γι’ αυτό πλάι στη φτώχεια και τη βιοπάλη υπάρχει η χαρά και η ανεμελιά, όπως στο εναρκτήριο ποίημα της συλλογής με τίτλο «Το δέντρο», όπου τα παιδιά στολίζουν το χριστουγεννιάτικο δέντρο, έστω και με τα χρυσόχαρτα από τα περιτυλίγματα που μαζεύουν στον δρόμο.
Η Ελένη Μαρινάκη «παίζει» με τις αντιθέσεις σε όλη τη συλλογή. Γι’ αυτό πλάι στη φτώχεια και τη βιοπάλη υπάρχει η χαρά και η ανεμελιά, όπως στο εναρκτήριο ποίημα της συλλογής με τίτλο «Το δέντρο», όπου τα παιδιά στολίζουν το χριστουγεννιάτικο δέντρο, έστω και με τα χρυσόχαρτα από τα περιτυλίγματα που μαζεύουν στον δρόμο. Σ’ ένα άλλο ποίημα με τίτλο «Μ’ ένα ξυπόλυτο παλτό», το φτωχό προσφυγόπουλο έρχεται παράνομα και βιώνει τα βάσανα της ζωής, χωρίς να προλάβει να χαρεί την ξεγνοιασιά της παιδικής του ηλικίας. Δε λείπουν οι υπαινιγμοί και για τη σεξουαλική κακοποίηση αλλά και τη συνήθη αποσιώπησή της που ακολουθεί, όπως στο ποίημα με τίτλο «Στο σχολείο», όπου η αφηγήτρια παραδέχεται: Δεν λέω τίποτα το βράδυ/ στη μητέρα. Ξαπλώνω στο κρεβάτι και αφήνω/ τη νύχτα να με καταπιεί.
Στα πεζοποιήματα της Μαρινάκη δεν ανιχνεύουμε μόνο ένα ποιητικό υποκείμενο που αναμετράται με το μνημονικό του υλικό. Διακρίνουμε και έναν σύγχρονο γυναικείο ποιητικό λόγο4, μελαγχολικό και ευαίσθητο. Αλλού πιο έμμεσα και αλλού πιο ξεκάθαρα, όπως στο ποίημα «Χαμηλόφωνο», αναδεικνύει τους πολλαπλούς και απαιτητικούς κοινωνικούς ρόλους της γυναίκας (εργαζόμενη, σύζυγος, μητέρα). Η γυναικεία ψυχοσύνθεση στην ποίηση της Μαρινάκη συνθλίβεται από τα στερεότυπα και τις πατριαρχικές δομές. Βιώνει την απώλεια και τον θάνατο, τη μοναξιά των σχέσεων όπως στο παραπάνω ποίημα που στερείται το παιδί της. Είναι ένα ευάλωτο κοινωνικό πρόσωπο, ένα τραγικό μοτίβο, άλλοτε φοβισμένο θύμα, άλλοτε πιστή σύντροφος κι άλλοτε περιθωριακή με όλη την κατακραυγή του κόσμου πάνω της.
Δεν είναι τυχαίος ο ενεστώτας χρόνος των αναμνήσεων. Για τη Μαρινάκη το παρελθόν δεν έχει σβηστεί, υπάρχει ακόμη ζωντανό στο παρόν μέσω της βιωμένης μνήμης. Ο χρόνος είναι ενιαίος και οι τρεις βαθμίδες του κάθε στιγμή συνυπάρχουν. Δεν είναι, επίσης, τυχαίο το ακροτελεύτιο ποίημα της συλλογής με τον τίτλο «Αναβολή». Στο τελευταίο ποίημα το ποιητικό υποκείμενο, αφού έχει μετρήσει ως το δέκα, ξυπνά στο παρόν και στοχάζεται πάνω στις αναμνήσεις που προηγήθηκαν. Συνειδητοποιεί πως δε βρίσκει την απόλυτη λύτρωση στη μνήμη. Όσο όμως κι αν πληγώνεται, δεν την απωθεί, καθώς όλα όσα έζησε το περιγράφουν και το διαμορφώνουν ακόμη.
Στο τέλος της συλλογής δηλώνει ότι θα συνεχίσει τη συνθλιπτική καταβύθιση στη μνήμη. Ίσως γιατί μια τέτοιου είδους ποιητική γραφή ανιχνεύει τον επερχόμενο θάνατο, ενώ όλοι οι υπόλοιποι είναι απορροφημένοι στη ρουτίνα της ακύμαντης ζωής τους. Ίσως πάλι γιατί μέσω της ποίησης αποκτούν φωνή οι σιωπηρές λύπες που πιέζουν εκ των έσω και αποκαθίσταται η αλήθεια για όλους εκείνους τους λησμονημένους της ζωής. Προφανώς, όλο αυτό λειτουργεί κάπως λυτρωτικά, σαν το ρυθμικό μέτρημα των παιδιών ώς το δέκα, προσφέροντας την ελπίδα ενός ανοικτού ορίζοντα στον άλλο κόσμο της Ποίησης.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΕΛΙΟΠΟΥΛΟΣ είναι ποιητής.
Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Επισκέπτης άγγελος» (εκδ. Κοβεντάρειος Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης).
→ Στην κεντρική εικόνα, φωτογραφία © Julie de Waroquier.
1. Για βιβλιοκριτική πάνω σε προηγούμενες ποιητικές συλλογές της Ελένης Μαρινάκη βλ. Πέτρος Γκολίτσης, «Μια Νέκυια σε κόκκινο και άσπρο», Ένεκεν 29 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2013)· Δημήτρης Αγγελής, «Ο χρόνος τότε», frear.gr, 16.11.2013
2. Βλ. Σωτήρης Παστάκας, «Η ήρα από το στάρι #12», frear.gr, 28.3.2019
3. Βλ. Πόλυ Χατζημανωλάκη, «Τετράγωνα χαρτάκια να μετράς τις επίμονες φωνές», εφ. Η Αυγή, 11.6.2019
4. Για ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης ελληνικής γυναικείας ποίησης βλ. Διώνη Δημητριάδου, «Το παλίμψηστο της γυναικείας γραφής (το σώμα-η φυγή-η τραγικότητα) ‒ αποκύημα ανάγνωσης τριών ποιητριών», στο Κ.Θ. Ριζάκης (επιμ.), Θεσσαλονίκης Ποιήτριες τρεις: Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Χλόη Κουτσουμπέλη, Κατερίνα Κούσουλα (Συναγωγή ανέκδοτων κειμένων για το έργο τους), Αθήνα, εκδ. Κουκίδα, 2019, σελ. 9-24
Μετράω ως το δέκα
Ελένη Μαρινάκη
Μελάνι 2018
Σελ. 48, τιμή εκδότη €8,00