Για την ποιητική συλλογή του Παναγιώτη Βούζη «Δικαιοσύνη» (εκδ. Κοινωνία των (δε)κάτων)
Της Κυριακής Αν. Λυμπέρη
Ο τίτλος και μόνον της νέας ποιητικής συλλογής του Παναγιώτη Βούζη, Δικαιοσύνη, παραπέμπει σε ένα περιεχόμενο κοινωνικοπολιτικής κατεύθυνσης. Ανοίγοντας το βιβλίο βλέπουμε έναν πρόλογο του ποιητή Νάνου Βαλαωρίτη, ο οποίος σε κάποιο σημείο του λόγου του αναφέρει ότι δεν θα μπορούσε να το κατατάξει σε κάποια γνωστή ποιητική τάση και δικαίως νομίζω, αφού εδώ συναντάμε μια παράθεση ετερόκλητων στοιχείων (χαρακτηριστικό του σουρεαλισμού), που αφορούν όμως ένα απολύτως ρεαλιστικό περιβάλλον. Εμφανίζονται πολλά «γυρίσματα» των στίχων, πολλά ζητήματα που τίθενται επί τάπητος ταυτοχρόνως, μια αφήγηση που σφύζει από δυναμικότητα και ζωντάνια της σκέψης, φανερώνοντας πνεύμα σε εγρήγορση σε σχέση με τα κοινωνικά ζητήματα.
Αφήγηση που σφύζει από δυναμικότητα και ζωντάνια της σκέψης, φανερώνοντας πνεύμα σε εγρήγορση σε σχέση με τα κοινωνικά ζητήματα.
Η ποιητική μορφή εδώ προσπαθεί να εναρμονιστεί με το περιεχόμενο και να το αναδείξει. Και η εικόνα του εξωφύλλου ακόμη προοικονομεί και σχηματοποιεί τη νοηματική συνισταμένη. Η δικαιοσύνη εν είδει ανδρικής μορφής ρομπότ, κρατώντας στα χέρια σπαθί και αυτόματο όπλο εκτέλεσης και φορώντας μάλιστα το κράνος που προστατεύει αλλά και απομονώνει, ενώ στο βάθος του φόντου γεωγραφείται η πόλη και το βιομηχανικό-τεχνολογικό της τοπίο. Ένας σαφής υπαινιγμός για την κατάσταση των πραγμάτων στην εποχή, στη χώρα μας και στον κόσμο. Στις εσωτερικές σημειώσεις του εκδότη για το βιβλίο μαθαίνουμε βέβαια ότι η εικόνα αυτή αποτελεί αποτύπωση του ήρωα των κόμικς δικαστή Ντρεντ, που είναι σύμβολο μιας ψυχρής δικαστικής και εκτελεστικής ταυτοχρόνως εξουσίας. Και ίσως αποτελεί και ένα δίαυλο σύνδεσης με το προηγούμενο βιβλίο του, που έφερε τον τίτλο Η γλώσσα των υπερηρώων.
Με το δικό του τρόπο λοιπόν, άλλοτε πιο οικείο για τον αναγνώστη και άλλοτε λιγότερο διαφανή, θα καυτηριάσει ο ποιητής πολλά φαινόμενα των καιρών. Θα στηλιτεύσει πολιτικές και γεγονότα, πράξεις και ελλείψεις. «Πολλές ανθρώπινες ζωές χαμένες για / να φτιαχτεί μια μόνο ευτυχισμένη ζωή στην οθόνη» θα διαβάσουμε ή «ο ασύρματος έρωτας σας είναι πρακτικότερος» (κριτικές εδώ αναφορές στο μιντιακό και ηλεκτρονικό περιβάλλον). Με μια διάθεση σκωπτική και ειρωνική επί θεμάτων ωστόσο απολύτως σοβαρών (πχ «ο παρά φύσιν τραπεζίτης που δαγκώνει») που διατρέχει τους στίχους του και με τη συνεχή κινητικότητα της γλώσσας και τις θεματικές αλλαγές, επιτυγχάνει –εφ' όσον η ποίηση του εστιάζεται κυρίως στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο– να μην έχει τη μορφή μιας πολιτικής μπροσούρας, αλλά να παραμένει σε κλίμα καθαρά ποιητικό.
Μια σύνοψη δηλαδή εικόνων –με μορφή ποιητική– της Ελλάδας της κρίσης.
Σε μερικά σημεία, τοποθετώντας στίχους που σχετίζονται με τη σεξουαλική σφαίρα (ακολουθώντας και εδώ το σουρεαλιστικό προηγούμενο), θα γίνει προκλητικός (πχ. «όταν στο σεξ ξεχνώ αν μου είπες να τελειώσω έξω ή μέσα» ή «για το σεξ από πίσω ποικίλλουν οι γνώμες»), θέλοντας ασφαλώς να διεγείρει το ενδιαφέρον του αναγνώστη για τη συνέχεια του ποιήματος και επιμένοντας στο σκωπτικό κλίμα που έχουμε ήδη αναφέρει. Θα δούμε βέβαια ότι ο τελευταίος στίχος δεν είναι απομονωμένος αλλά συνδυάζεται με την «ομπρέλα του νέου Ταμείου», οπότε ο πολιτικός συνειρμός σαφής. Προκλητικός στίχος, επειδή παρόμοιο και το κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον. Σε αυτό το πνεύμα, πρόσφυγες, άνεργοι και άστεγοι θα αναφερθούν περισσότερες από μια φορές, ενώ «στο εξής τους μισθούς θα τους δίνουν με κλήρο... σε μια χώρα που σβήνει παιδιά και ελπίδες περπατούσε η δόξα μονάχη» και δεν αποκλείει «να βάλουν φόρους σε όσα ονειρευτήκαμε» ή «τις Κυριακές και τις αργίες θα δουλεύουν» ή «ο συμβασιούχος που δεν πέτυχε τη μονιμότητα» και τελικά «το χρέος το χρέος το χρέος το χρέος» που όσες φορές και να το ονοματίσεις και να το εξορκίσεις και όσα εξαντλητικά μέτρα κι αν λάβεις παραμένει. Μια σύνοψη δηλαδή εικόνων –με μορφή ποιητική– της Ελλάδας της κρίσης.
Ο λόγος είναι γρήγορος και κοφτός, με στοιχεία της καθημερινής γλώσσας, ενώ απουσιάζουν τελείως τα σημεία στίξης, ώστε να δίνεται η αίσθηση του λαχανιάσματος, της απνευστί διήγησης μιας ποιητικής που επείγεται να τα πει με μιας όλα και μάλιστα με κάποιο είδος εφηβικής αυθορμησίας.
Ο λόγος είναι γρήγορος και κοφτός, με στοιχεία της καθημερινής γλώσσας, ενώ απουσιάζουν τελείως τα σημεία στίξης, ώστε να δίνεται η αίσθηση του λαχανιάσματος, της απνευστί διήγησης μιας ποιητικής που επείγεται να τα πει με μιας όλα και μάλιστα με κάποιο είδος εφηβικής αυθορμησίας και προς έλεγχο ορμής, η οποία ασφαλώς είναι ταιριαστή με τη θεματολογία του. Όμως, παρά τους γοργούς ρυθμούς της αφήγησης, ο προσωπικός ψυχικός χρόνος του ποιητή φαίνεται ότι είναι άλλος, μοιάζει να νιώθει αργή την ροή των γεγονότων, εννοεί ίσως ότι συνεχίζεται γύρω του ακριβώς μια κατάσταση που δύσκολα θα αλλάξει, αφού τέσσερα από τα ποιήματα –με σαφείς πολιτικοοικονομικές αναφορές– έχουν τον ίδιο ακριβώς τίτλο (Zeitlupe I, II, III, IV ), που σημαίνει –σε μετάφραση από τα γερμανικά– «σε κίνηση αργή». Ως προς την τεχνική του φαίνεται να προσθέτει ο δημιουργός μικρά-μικρά κομμάτια, συνθέτοντας ένα παζλ από εικόνες, λέξεις και διαπιστώσεις, το οποίο στο τέλος θα αποτελέσει το σύνολο του ποιήματος. Και ο τρόπος αυτός της πολυθεματικότητας και των εναλλασσόμενων εικόνων μέσα στο ίδιο ποίημα, με περιεχόμενο πότε από το χώρο της γύρω πραγματικότητας κυρίως, αλλά και από τους χώρους της σκέψης και της επιθυμίας, υποχρεώνει μάλλον τον αναγνώστη σε μια διαρκή ετοιμότητα, ώστε αρχικά να εντοπίσει και κατόπιν να εξετάσει καλύτερα τα ζητήματα που ο Παναγιώτης Βούζης θέτει στο κειμενικό τραπέζι. Είναι ίσως μια προσπάθεια να εξεικονιστεί άμεσα και αυθεντικά το έτσι κι αλλιώς λαβυρινθώδες περιεχόμενο του νου και να εκφραστεί η διαρκής εσωτερική ανησυχία του ποιητικού υποκειμένου για τα θέματα τα οποία πραγματεύεται το βιβλίο. Επίσης είναι φανερή η προσπάθειά του να κρατά ένα ιδιαίτερο ρυθμικό τέμπο, γράφοντας πχ προθέσεις ή άρθρα στον προηγούμενο στίχο, ενώ θα έπρεπε κατά λογική ακολουθία να ευρίσκονταν στον επόμενο ή κόβοντας πολύ συχνά λέξεις στη μέση και τοποθετώντας ομοίως το δεύτερο μέρος τους στον επόμενο στίχο. Μάλιστα, λόγω ακριβώς της έλλειψης των σημείων στίξης και της συνεχούς εναλλαγής των εικόνων, δημιουργούνται μερικές φορές για τον αναγνώστη αμφιβολίες όσον αφορά τη σωστή απαγγελία του στίχου στη συνέχειά του και εάν αυτή θα ήταν συμβατή με την ενδεχόμενη πρόθεση του ποιητή. Το είδος αυτό του ρυθμικού λόγου όμως, αφ' ενός ενέχει μια πρωτοτυπία και αφ' ετέρου επιτυγχάνει με έναν επιπρόσθετο τρόπο να αναγκάσει τον αναγνώστη να επιτείνει την προσοχή του και να επανέλθει περισσότερες από μια φορές στο κείμενο.
Επίσης χρησιμοποιεί κατά την παρουσίαση των ποιημάτων ορισμένα οπτικά τεχνάσματα, καθώς η αρχή του προηγούμενου στίχου δεν βρίσκεται πάντα σε πλήρη στοίχιση με τον επόμενο (προσεγγίζοντας εδώ την οπτική ποίηση). Η σύνθεση στην ολότητά της, ενώ αποτελεί μια εργασία κυρίως διανοητικής μορφής με συγκεκριμένη στόχευση, διεμβολίζεται από λάμψεις ανοίκειων εικόνων και συνειρμών που της αποδίδουν την τελική φανερή ποιητική της διάσταση. «Ένα σκοτάδι που δεν είχε όρεξη για σχολείο» ή «η τρελή Άνοιξη μου έσχισε το μάγουλο» ή «ο δρόμος μέσα μας καίγεται σαν ύπνος», ή «ασανσέρ στην άκρη της τρέλας», δεν είναι ασφαλώς διατυπώσεις που συναντάμε στην συνήθη επί των πολιτικοκοινωνικών μας θεμάτων συζήτηση. Δεν θα λείψουν κατά την αφηγηματική πορεία και ορισμένες προσωπικές ή σε αγαπημένων ονόματα αναφορές. Κατά τα άλλα –μαζί με τις εικόνες– εναλλάσσονται ταχύτατα και τα πρόσωπα μέσα στα ποιήματα, ωστόσο με το πρόσωπο «εσύ» ή το «εσείς» που χρησιμοποιεί, εννοεί και απευθύνεται σε όλους μας, καθώς το περιβάλλον της ποίησής του είναι και δικό μας περιβάλλον.
Καταληκτικά διαπιστώνουμε ότι ο ποιητής μας μάλλον είναι εν γνώσει ότι τελικά «τα πράγματα θα πάνε όπως πρέπει στραβά». Στην πραγματική ζωή δεν υπάρχουν υπερήρωες (όπως αυτοί των κόμικς) να ματαιώσουν το κακό, ούτε τηλεμεταφορές με κλείσιμο των ματιών σε ευτυχέστερα περιβάλλοντα. Είναι εν γνώσει ότι και «το καλύτερο ποίημα προϋποθέτει συμβιβασμούς». Και πολύ περισσότερο επομένως η ζωή. Έτσι, οι αλληγορίες (και μη) της ποίησης μοιάζει να είναι η δική του αντίσταση στην εποχή.
* O ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΝ. ΛΥΜΠΕΡΗ είναι ποιήτρια.
Τελευταίο της βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Ορμητικοί οι φθόγγοι ως το χάνομαι» (Εκδόσεις των Φίλων).
Παναγιώτης Βούζης
Κοινωνία των (δε)κάτων, 2019
σελ. 46 τιμή εκδότη € 6,00