Για την ποιητική συλλογή της Άννας Νιαράκη «Το μερίδιο των αγγέλων» (εκδ. Bibliothèque).
Του Θοδωρή Τσαπακίδη
Μερίδιο των αγγέλων λένε οι Σκοτσέζοι εκείνη την ποσότητα του ουίσκι που εξατμίζεται μέσα στο βαρέλι κατά την ωρίμανσή του και που όταν το ανοίγουν διαφεύγει στην ατμόσφαιρα. Η ποιητική συλλογή της Άννας Νιαράκη, που επανεκδόθηκε πριν από λίγες μέρες από τις εκδόσεις Bibliothèque, με σχέδια της Στεφανίας Βλαστάρη, εύλογα φέρει αυτόν τον τίτλο αφού «Αποδρά / ξεχύνεται στον χώρο, / γλιστρά από παράθυρα ανοιχτά, γρίλιες μισόκλειστες / και χαραμάδες». «Φέγγει από μέσα / Αιμορραγεί απ’ έξω». Ακριβώς αυτό το φως κι αυτήν την αιμορραγία του φωτός διαβάζουμε στα ποιήματά της Νιαράκη. Αιμορραγία συχνά ακατάσχετη. «Φτύνει τους στίχους / Μα η γεύση από το ποίημα / Παραμένει».
Η άρνηση της γλώσσας της να γίνει ακριβής, να συμπυκνώσει, η διασπορά της σε ένα νέφος νοημάτων, είναι η ποιητική της απάντηση σε ό,τι αποκρυσταλλώνεται, παγιώνεται και ως εκ τούτου νεκρώνει.
Η ποίησή της μοιάζει με παιδική παραπονεμένη φωνή. Ακατάσχετη. Μια εξακολουθητικά αποτυχημένη αναζήτηση των λέξεων. Λες και υπερασπίζεται την αθωότητα εκείνου που δεν γνωρίζει, ή, ακόμα πιο δραματικά, εκείνου που δεν θέλει να γνωρίζει. Αυτή η ηθελημένη αγνόηση δεν είναι άγνοια. Η άρνηση της γλώσσας της να γίνει ακριβής, να συμπυκνώσει, η διασπορά της σε ένα νέφος νοημάτων, είναι η ποιητική της απάντηση σε ό,τι αποκρυσταλλώνεται, παγιώνεται και ως εκ τούτου νεκρώνει. «Χωρίς τις λέξεις / Δεν θα ήσουν απών». Οι λέξεις δίνουν υπόσταση στην απουσία. Οι λέξεις χαρακτηρίζουν, δίνουν σχήμα, στερούν από το είναι την ενδεχομενικότητα, στερούν το αενάως μεταβλητό από την ύπαρξη, εκείνο που υπερβαίνει τις λέξεις: «Είμαι. […] / Αυτό που δεν χωράει στο ποίημα». Φτύνει, λοιπόν, τις λέξεις, γιατί μέσα στα σάλια της, μέσα στο στόμα της, οι στίχοι γίνονται επιτέλους κάτι ζωντανό. «Χωρίς αμήν και αμάν – χωρίς θεό και προσδοκίες», η ύπαρξη διαστέλλεται: «Πριν από μας εμείς μετά από μας εμείς– / εμείς κανείς / κι όμως κανένας σαν εμάς».
Η ποίηση της Νιαράκη δεν είναι το αποτέλεσμα αυτής της διαστολής, είναι η ίδια η διαδικασία της διαστολής, της μέθης, της ποίησης. Δεν είναι το μεταμορφωμένο, που συνήθως καλούμε ποιητικό, είναι η ίδια η μεταμόρφωση. Παραδεχόμενη το ανεπίτευκτο και το αναπότρεπτο, «εξυμνώντας» το, του δίνει μορφή και με τον τρόπο αυτό το αποφορτίζει, το καθιστά οικείο. Έτσι, μπορεί και κοιτά τον θάνατο, που «γέρνει νωχελικά πάνω από την κάμπια που σέρνεται στο γρασίδι». Σκορπίζεται και σκορπίζει, σαν το μερτικό των αγγέλων που εξατμίζεται. Χάνεται, σαν το οινόπνευμα – και το δικό της πνεύμα διαχέεται, αναλήπτεται, αναλύεται και αναλύει: «Εξανδραποδισμός, εξοστρακισμός– / Άνδρας, πόδι, έξω, όστρακο. / Βαριέμαι». Και ακριβώς αυτό το «βαριέμαι» είναι το επίτευγμά της. Καταφέρνει να βαριέται «στις ερημιές που εκείνος την έχει αφήσει».
Δεν πονάει και δεν φοβάται: «Απ’ το πρωί χιονίζει νεκρούς / μες στο δωμάτιο. / Τους κερνάω κονιάκ με παγωμένα δάχτυλα / και γελάω με την όψη τους». Η ποίηση της γεμίζει το κενό, το καθιστά ανιαρό, εντέλει δηλαδή υποφερτό, διαχειρίσιμο, του χεριού μας. Η διασάλευση της ακριβολογίας, της σαφήνειας, της βεβαιότητας, διανοίγει έναν χώρο όπου αποδυναμώνεται ο πόνος, η διασάλευση της γλώσσας είναι εντέλει χειραφετική. Από το: «Μου πες πως θα ’ρθεις. Κάποτε μου πες / πως θα έρθεις. Ή πώς θα ’ρθεις. / Κάποτε. Δεν θυμάμαι και ακριβώς», οδεύει στο: «Το μόνο που ξέρω είναι ότι η αυλή / έχει γεμίσει μπαλόνια».
Η Άννα Νιαράκη
|
Κι αυτό που κάνει την ποίηση της Νιαράκη ακόμα πιο δραματική και συγχρόνως κωμική είναι πως η ποιήτρια γνωρίζει το στρατήγημά της, το τέχνασμά της. Γνωρίζει πως είναι και δεν είναι το μερίδιο των αγγέλων, όπως είναι και δεν είναι το κατακάθι του καφέ. «Όλα τελειώνουν μαζί με τη βδομάδα. Κατακάθονται / σαν ίζημα, σαν τον καφέ στον πάτο της κούπας. / Κάπου εκεί βρίσκομαι κι εγώ. Στον πάτο της κούπας / που κρατάω μες στα χέρια μου, και προσποιούμαι ότι / αχνίζει από μέσα ο καφές. / Ενώ ξέρω καλά πως είναι άδεια».
Η ποίηση της είναι προσποίηση, σαν παιδικό παιχνίδι, σαν τα κοριτσάκια που παίζουν με νοικοκυριά μινιατούρες, κάνουν ότι μαγειρεύουν, ότι σιδερώνουν, ότι γεύονται τη σούπα. Τέτοια είναι η Νιαράκη, η Ανούκα ή Αννούλα, τέτοια θέλει να είναι, ένα κοριτσάκι που παίζει με τις λέξεις, όχι πια ανέμελα, αλλά επιδιώκοντας να κατακτήσει την ανεμελιά: «σ’ ένα μπαρ, να κεραστούμε γύρους / κι ύστερα, με άφθονο αλκοόλ / να με ακολουθήσει / για ένα γαμήσι / κυριακάτικο», παίζει. «Αποδρά».
Η ποίηση της είναι προσποίηση, σαν παιδικό παιχνίδι, σαν τα κοριτσάκια που παίζουν με νοικοκυριά μινιατούρες, κάνουν ότι μαγειρεύουν, ότι σιδερώνουν, ότι γεύονται τη σούπα.
Τι ωφελεί, αναρωτιέται. Τι ωφελεί να αποδρά από το βαρέλι αντί να κάτσει να ωριμάσει; Μα η Άννα δεν θέλει να ωριμάσει μέσα σε ένα κλειστό βαρέλι, σε ένα κλειστό συρτάρι. Γιατί στην ανωριμότητα σώζεται και σώνεται (χάνεται), μερίδιο το μερίδιο, ποίημα το ποίημα, στίχο τον στίχο. «Κάπου στο βάθος / ένα σαξόφωνο παίζει το let’s get lost. / Ας χαθούμε επιτέλους». Και ηχεί σαν βρύση που στάζει. Βρύση που στάζει συνώνυμη αυτού που δεν αδειάζει ποτέ. Αυτό καταφέρνει η Νιαράκη. Το άδειασμά της επιτυγχάνει το εσαεί γεμάτο. Και ας μας ενοχλεί καμιά φορά η γλώσσα της (η βρύση που στάζει), αυτό θέλει να μας ενοχλήσει τον ύπνο. Να παίξουμε θέλει, ξανά και ξανά και ξανά, για πάντα.
Δεν το κάνει ανέξοδα, όμως: «Στο κλάσμα του φόβου ο παρονομαστής / συρρικνώνεται». Η ποίηση της είναι το «κρακ του ήχου / κλαδί που γκρεμίζεται / πουλί που πετάει ελεύθερο».
→ Στην κεντρική εικόνα, φωτογραφία του © Jaco Putker.
Κατάδυση
Ξεγελώντας αθώα έναν βέβαιο θάνατο.
Το μερίδιο των αγγέλων
Άννα Νιαράκη
Bibliothèque 2019
Σελ. 86, τιμή εκδότη €10,60