Για την ποιητική συλλογή του Δημήτρη Αθηνάκη «Φτηνό κρεβάτι» (εκδ. Πόλις).
Του Νίκου Βατόπουλου
Ένας άνθρωπος σαν τον Δημήτρη Αθηνάκη, σε προκαλεί να σκεφτείς όχι μόνο πάνω σε πηγαία ερωτήματα όπως «τι είναι ο άνθρωπος;» αλλά και πάνω σε λιγότερο προφανή, όπως «τι είναι αυτό που κάνει αυτόν τον άνθρωπο να είναι αυτό που είναι;».
Ο Δημήτρης Αθηνάκης είναι ο πιο αυθεντικός ανεμοστρόβιλος που έχω συναντήσει, ένας αντιδραστήρας που γεννά συνεχώς ιδέες, και που αυτοτροφοδοτείται με ένα τρόπο σχεδόν μαγικό.
Λίγο ενδιαφέρει, και πολύ σωστά, το πώς και το πότε γνώρισα τον Δημήτρη Αθηνάκη, αρκεί να πω πως δεν θυμάμαι πότε τον είδα για πρώτη φορά από κοντά. Αλλά θυμάμαι πολύ καλά ότι κάποτε, πριν χρόνια, είχαμε επικοινωνήσει γραπτώς με αφορμή ένα δικό του ποίημα, από την πρώτη του συλλογή. «Κύριε Αθηνάκη», του είχα γράψει... Πού να φανταζόμουν, όχι ακριβώς αυτήν τη στιγμή που ζούμε τώρα, αλλά το ότι ο «κύριος Αθηνάκης» θα γινόταν ο αγαπημένος Δημήτρης, ο διπλανός μου στην εφημερίδα για όσα χρόνια αυτός ο άνθρωπος-σίφουνας αποφάσισε να μείνει στην Καθημερινή.
Ίσως είμαι άδικος μαζί του και δεν είναι σωστό να τον αποκαλώ άνθρωπο-σίφουνα, αν και ο χαρακτηρισμός ήταν καλοπροαίρετος. Θα ήμουν περισσότερο δίκαιος αν έλεγα ότι ο Δημήτρης Αθηνάκης είναι ο πιο αυθεντικός ανεμοστρόβιλος που έχω συναντήσει, ένας αντιδραστήρας που γεννά συνεχώς ιδέες, και που αυτοτροφοδοτείται με ένα τρόπο σχεδόν μαγικό. Συχνά, είχα τον πειρασμό να κοιτάξω κάτω από την καρέκλα του για να ανακαλύψω το μυστικό του ή να δω μερικά πράγματα με τον δικό του τρόπο, δηλαδή πληθωρικά, εξαντλητικά, κατευθείαν στο μεδούλι.
Αλλά όσο εξωστρεφής μπορεί να φαινόταν ο αγαπημένος μου διπλανός, όσο ταχύς και όσο αποτελεσματικός μπορεί να ήταν στις απαιτήσεις της δουλειάς, τόσο πιο πολύ άφηνε στιγμές-στιγμές να αναβλύζει ο αληθινός εαυτός του. Και αυτό είναι κάτι από μόνο του συναρπαστικό, καθώς ο αληθινός Δημήτρης με όλες τις αντιφάσεις και τις ρηγματώσεις του, έπαιρνε συχνά τα ηνία και χανόταν προς κατευθύνσεις όπου κανένας από εμάς δεν ήταν προσκεκλημένος.
Ο Δημήτρης Αθηνάκης δικαιώνει τον ορισμό του ποιητή πέραν από την προφανή ερμηνεία της λέξης. Δεν χορταίνω να μιλάω και να σκέφτομαι πάνω σε αυτήν την ιδιαίτερη προσωπικότητα με όλη εκείνη την ομορφιά μιας χειροποίητης γραφής, με εκείνη την ασθμαίνουσα λαχτάρα να στραγγίξει την ζωή. Και μέσα σε αυτόν τον καλπασμό προς τα εμπρός, ο Δημήτρης Αθηνάκης, ξεπεζεύει συχνά, αλλά αυτό το κάνει μόνος του, για να κοιτάξει την ακινησία και να συλλογιστεί πάνω σε διάφορες εκδοχές ματαιότητας που ίσως τον εμπνέουν.
Το «Φτηνό Κρεβάτι» είναι, για όσους γνωρίζουν τον Δημήτρη Αθηνάκη, ένα απολύτως προσωπικό βιβλίο αλλά επ' ουδενί δεν θα χαρακτήριζα αυτήν την ποίηση
αυτοβιογραφική.
Είναι ποιητής με την ευρεία έννοια του όρου καθώς απλώνει ένα βλέμμα αδηφάγο όσο και στοχαστικό πάνω σε κάθε τι που μπορεί να δώσει χυμό. Και είναι ποιητής με την καθιερωμένη έννοια του όρου γιατί αυτό που έχει να πει είναι το μη προφανές, είναι το έντιμο κοίτασμα. Έχει γλώσσα, έχει απόθεμα, έχει ανοικτούς όλους τους διαύλους στα ορυχεία.
Το Φτηνό Κρεβάτι είναι, για όσους γνωρίζουν τον Δημήτρη Αθηνάκη, ένα απολύτως προσωπικό βιβλίο αλλά επ' ουδενί δεν θα χαρακτήριζα αυτήν την ποίηση αυτοβιογραφική. Όχι, γιατί δεν σκοντάφτει κανείς διαρκώς πάνω στη γεωγραφία του Δημήτρη, αλλά γιατί η ποίηση που φτάνει βαθιά μέσα σου, δεν μπορεί να είναι αυτοβιογραφική.
Αυτό το κοινό κτήμα, ή μήπως να πω το κοινό κρεβάτι, που μας προσφέρει ο Δημήτρης Αθηνάκης έχει οπωσδήποτε σεντόνια τσαλακωμένα, χρησιμοποιημένα, με στάμπες από σώματα. Αν υπάρχουν μαξιλάρια, θα είναι βουλιαγμένα από κεφάλια που αποκοιμήθηκαν ή που χάρηκαν τον έρωτα, αλλά σε κάθε περίπτωση το Φτηνό Κρεβάτι δεν είναι ένα στρωμένο κρεβάτι. Δεν είναι ένα κρεβάτι για όλους, αλλά σίγουρα αφορά τους πάντες. Ακόμη και όταν ξεχνάς τον θάνατο, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα πεθάνεις.
Ο Δημήτρης Αθηνάκης έχει γεννήσει έναν κόσμο. Έναν κόσμο που μοιάζει να ορίζεται από το βλέμμα ενός αφηγητή, που μιλάει όχι στοχαστικά αλλά με σοφία, όχι εμπειρικά αλλά με εμπειρία. Οπωσδήποτε όμως με ένα τρόπο καθολικό και υβριδικό, μέσα στον οποίον ψήγματα από περάσματα και ξέφωτα ενός παρελθόντος που αχνοφαίνεται, εκβάλλουν σε έναν παρόντα χρόνο που διεκδικεί το εδώ και το τώρα. Να είναι μήπως το Φτηνό Κρεβάτι ένα μεγάλο, ενιαίο ποίημα απογαλακτισμού; Να είναι μια αντι-μιλιτέρ επανάσταση απέναντι σε κομμάτια του εαυτού που σάπισαν σαν εκείνη τη φρουτιέρα με τα σκάρτα φρούτα ενός αιώνα; Ή σαν εκείνους τους στίχους που λένε: «ο,τι ζητάει σωτηρία/ θα μείνει να σαπίσει στην ώρα του/ μαζί μου». Και ακόμη, να είναι άραγε εκείνη η ανάγκη αυτοκριτικής χωρίς αιματοχυσία ή εκείνη η επιθυμία να μιλήσει κανείς για το «κουλέρ λοκάλ» της μοναξιάς;
Ο Δημήτρης Αθηνάκης |
Είναι μια γλωσσική «Αρκαδία» χωρίς όμως εκείνη την ακαδημαϊκή καλλιέπεια, δεν υπάρχει ανάγκη για στολίσματα, υπάρχει όμως ανάγκη για εσωτερικό ρυθμό και υπόκωφη μουσική,
για μια ευρυχωρία που σαρώνει.
Ο Δημήτρης Αθηνάκης κατέχει μια γλώσσα που είναι κήπος. Οχι απαραίτητα ανθόκηπος ούτε καν λαχανόκηπος. Είναι μια γλωσσική «Αρκαδία» χωρίς όμως εκείνη την ακαδημαϊκή καλλιέπεια, δεν υπάρχει ανάγκη για στολίσματα, υπάρχει όμως ανάγκη για εσωτερικό ρυθμό και υπόκωφη μουσική, για μια ευρυχωρία που σαρώνει. Όταν διαβάζει κανείς για το βετέξ «που δεν στραγγίζεται ό,τι και να κάνεις, άστο να στεγνώσει και προχώρα». Ή εκείνο το «έχουμε φάει χρόνια αυτή την παραμύθα», ξέρεις ότι εδώ έχεις να κάνεις με έναν πολύ σοβαρό εραστή της γλώσσας, που την αγαπάει την ώρα του οργασμού της.
Απαίδευτη γλώσσα, ανυπότακτη, αυθάδης, όσο και γλώσσα λόγια, με ιστορία και με αυτοσυνειδησία, σαν μία τελετή τυμβωρυχίας σε διαρκή άνοιξη. Όλα συνυπάρχουν. Και από μόνη της η ιδέα της ύπαρξης, της τελείας στο κενό, σε υποβάλλει. Στη γλώσσα του Δημήτρη Αθηνάκη υπάρχει η μνήμη του ελληνικού κόσμου με τα ελληνικά ως lingua franca, υπάρχει η γνώση της ιερότητας, υπάρχει η γνώση του σπασμού, υπάρχει η επιθυμία να πάμε παρακάτω...
Σκέφτομαι ότι αν μπορούσα να συνοψίσω το Φτηνό Κρεβάτι θα ήταν το «ενθύμιον ενός ανθρώπου» που λαχτάρησε πολύ, που πόνεσε και αγαπήθηκε, που σκέφτηκε μέχρι να πονέσει το μυαλό του, που χάθηκε σε δίνες του νου τις ώρες που η πόλη κοιμάται και που εκείνος μοιάζει καταδικασμένος και ελεύθερος μαζί, «σάρκα να πιάνω και έρωτας να γίνεται/ χέρι να με πιάνει και κουβέντα να γίνεται».
Το «Φτηνό Κρεβάτι» του Δημήτρη Αθηνάκη είναι η σωτηρία που προϋποθέτει την ταπείνωση, είναι ο τρόπος να ερωτεύεσαι, είναι ένα στρατόπεδο κουρασμένων σωμάτων και ένα λιβάδι ανεμελιάς.
Δεντρεχειτίποτα, θα σου πει, μονοκοπανιά. Και ανάμεσα στα οδοφράγματα των Εξαρχείων και στα μακό χαρακώματα της Σκουφά, θα δει την άβυσσο και θα προλογίζει την ανυπαρξία. Μπαμπά, θα πει, αλλά η μνήμη του χάσματος που δεν μπορεί να οριστεί θα τον πάει σε άλλα νήματα που άδικα και απρόσμενα κόπηκαν. Η Αφροδίτη ή Γεωργία ή Αναστασία, η γεννημένη το 60, αγαπήθηκε δις πληγώθηκε μια έθαψε τρεις. Θα μπορούσε να γελάει σε κορνίζα οβάλ, αν δεν ήταν εκείνες οι λέξεις που αντηχούν σε γυμνούς τοίχους. Εκείνα τα περήφανα «δεν θέλω να σε ξαναδώ μπροστά μου» και εκείνη η σκληρή φράση που λέει για τη μοναξιά, τη μοναξιά που έχει την ατυχία να μην είναι ζήτημα γούστου.
Ο προσωπικός κήπος του Δημήτρη Αθηνάκη είναι σπαρμένος από διαβάσματα και κορνίζες προγόνων, θραύσματα από στίχους που αγαπήθηκαν λίγο και διαβάστηκαν λιγότερο, από μορφές που διαλύονται όσο τις κοιτάς, από πόθους που λουλουδίζουν σε κάμαρες και από φαντασιώσεις που εξατμίζονται στο φως της μέρας. Είναι ένας κήπος γεμάτος ήττες και απώλειες, με θέα σε μια Εδέμ καθημερινού γούστου. Είναι ένας παράδεισος τεράτων και μια φάρμα αγαθών προθέσεων. Το Φτηνό Κρεβάτι του Δημήτρη Αθηνάκη είναι η σωτηρία που προϋποθέτει την ταπείνωση, είναι ο τρόπος να ερωτεύεσαι, είναι ένα στρατόπεδο κουρασμένων σωμάτων και ένα λιβάδι ανεμελιάς. Είναι η μορφή που δεν υπάρχει αλλά που ανεπαίσθητα τη βλέπεις κάθε φορά που περνάς Αγίου Στυλιανού γωνία...
* Ο ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Τελευταίο του βιβλίο, το φωτογραφικό λεύκωμα με κείμενά του «Περπατώντας στην Αθήνα» (εκδ. Μεταίχμιο).
Φτηνό κρεβάτι
Δημήτρης Αθηνάκης
Πόλις 2018
Σελ. 88, τιμή εκδότη €10,00