Για το graphic novel του Δημήτρη Αναστασίου «Α=-Α» (εκδ. Καλειδοσκόπιο).
Του Κυριάκου Χαλκόπουλου
O Δημήτρης Αναστασίου γράφει, στον πρόλογο του έργου, πως με τη ζωγραφική του επιχειρεί να ακολουθήσει τον «δημιουργό» των ονείρων που βλέπει. Το όνειρο, ταυτόχρονα οικείο αλλά και υπό μία έννοια ξένο, είναι κάτι που κινείται σε μια απόσταση από τον ονειρευτή, και αυτή η απόσταση μπορεί να αποδοθεί ποιητικά με διάφορους τρόπους – ένας από αυτούς είναι να μιλήσει κανείς για κάποιον προπορευόμενο, δημιουργό των ονείρων, έναν βαθύτερο διανοητή ή ενορχηστρωτή, κάποιον μέσα στον κάθε άνθρωπο, έναν ανθρωπομορφισμό των βυθών του νου.
Το όνειρο είναι κάτι που κινείται σε μια απόσταση από τον ονειρευτή, και αυτή η απόσταση μπορεί να αποδοθεί ποιητικά με διάφορους τρόπους – ένας από αυτούς είναι να μιλήσει κανείς για κάποιον προπορευόμενο, δημιουργό των ονείρων, έναν βαθύτερο διανοητή ή ενορχηστρωτή, κάποιον μέσα στον κάθε άνθρωπο, έναν ανθρωπομορφισμό των βυθών του νου.
Πέραν όμως από προπορευόμενος στον χώρο του ονείρου, ο «άλλος» αυτός δημιουργός μοιάζει να έχει και την ιδιότητα του οικοδεσπότη – να κινείται σε έναν χώρο όπου εκείνος είναι στο στοιχείο του, ενώ ο ονειρευτής εξοικειώνεται σταδιακά με το νέο περιβάλλον, που συχνά είναι αναπάντεχο. Βλέπουμε τον Α., στο πρώτο κεφάλαιο αυτού του έργου, να έχει βέβαια διάθεση να προβεί άμεσα σε σημαντικές επισημάνσεις και ανακαλύψεις για το μέρος όπου έχει βρεθεί, και πάλι όμως να είναι ανίκανος να αποδείξει πέραν αμφιβολίας πως πρόκειται για όνειρο – παρά τις τόσες ενδείξεις που υπάρχουν για αυτό. Μερικές φορές κατορθώνει να υποψιαστεί πως είναι ένα όνειρο, το σκέφτεται, για παράδειγμα, με αφορμή την ξαφνική έναρξη της ιστορίας και την απουσία σύνδεσής της με ένα αποσαφηνισμένο παρελθόν: βρίσκεται, ξαφνικά, in media res (στην πραγματικότητα απλώς σε ένα ονειρικό res) σε μια περιοχή μιας πόλης, και, καθώς θυμάται ότι δεν προηγήθηκε μια πορεία μέχρι εκεί, συμπεραίνει εύλογα ότι κάτι παράξενο έχει συμβεί.
Άλλες φορές, όμως, ενώ εμφανίζονται πολύ εντονότερες ενδείξεις για αυτό, δεν προσέχει τίποτα: για παράδειγμα, μέσα στο τρένο περνάει μπροστά από τον καθεδρικό ναό του Μιλάνου, και σε λίγο φαίνεται από το ίδιο παράθυρο μια περιοχή με ουρανοξύστες, ενώ πριν και μετά είχε δει και χαρακτηριστικά τοπία από τη σύγχρονη Ελλάδα – τελικά ακόμα και το παράθυρο του τρένου μεταμορφώνεται στο παράθυρο ενός σπιτιού στην Αθήνα, χωρίς να το προσέχει ο ονειρευτής Α....
Στα επόμενα κεφάλαια βλέπουμε μια γιγαντιαία μορφή, που είναι κάποιο είδος πυλώνα –μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά– του ονείρου. Ένα θεόρατο κτίριο, που εμφανίζεται όταν το αντίγραφο του τοπίου στο κέντρο της Αθήνας αλλοιώνεται. Αργότερα θα επανέλθει ως μια κολώνα (μοιάζει με στήλη από φως, όπως το παραλληλόγραμμο καθρέφτισμα της σελήνης στο νερό σε πολλούς πίνακες του Μουνχ) που φτάνει μέχρι τον ουρανό, και παίζει κύριο ρόλο στη μυθολογία που αναπτύσσεται στο συγκεκριμένο όνειρο.
Η μεγαλύτερη αστάθεια προξενείται, απ’ ό,τι φαίνεται, όταν ο ονειρευτής, ο Α., επιχειρεί να κινηθεί στο όνειρο πιο αυτόνομα. Το όνειρο είναι λογικό να θεωρηθεί πως υπάρχει όχι για να διασκεδάσει τον Α.· δεν είναι ένα λούνα-παρκ (παρόλο που, σε άλλο κεφάλαιο, ο Α. θα πετύχει να πορευτεί σε κάποιον μάλλον αντίστοιχα προσφιλή σε εκείνον χώρο γιορτής, δηλαδή σε ένα σπίτι όπου βρίσκονται ζωντανεμένες οι μορφές από πίνακες διάσημων ζωγράφων...).
Το όνειρο υπάρχει επειδή πρέπει κάτι να παρουσιαστεί, και αυτό το κάτι το παρουσιάζει κάποιος άλλος – ο δημιουργός του ονείρου. Αυτός ο άλλος, μάλιστα, ίσως να είναι δίκαιο να υποστηρίξουμε πως δεν είδε με θετικό μάτι την επαναστατική συμπεριφορά του Α., και κατά κάποιον τρόπο τον τιμωρεί, αφήνοντας τον να περιπλανηθεί με λιγότερο συγκεκριμένο στόχο μέσα στην, πλέον δίχως επίβλεψη και επίσημη αποδοχή από τον οργανωτή της, γιορτή της φαντασίας.
Ο Μπωντλαίρ είχε ισχυριστεί ότι τα όνειρα είναι μια ιδιαίτερα επικίνδυνη υπόθεση, και του φαινόταν πως η άγνοια του κινδύνου είναι ο μόνος λόγος που οι άνθρωποι δεν φοβούνται να πέσουν για ύπνο. Ο Κάφκα γράφει πως η κύρια ικανότητά του στη λογοτεχνία ήταν να περιγράφει την ονειρική του ζωή.
Στην περίπτωση που όντως συνέβη αυτό, τότε θα μπορούσαμε να παραλληλίσουμε την εν λόγω εξέλιξη με εκείνην σε ένα από τα λιγότερο γνωστά από τα ποιήματα του Καβάφη, όπου ο αυτοκράτορας Ιουλιανός (στο ποίημα «Ο Ιουλιανός εν τοις Μυστηρίοις») επισκέπτεται ένα μέρος κάτω από τη γη, ένα σπήλαιο όπου κατοικούν αρχαίοι, προχριστιανικοί θεοί, ή οι εκπρόσωποι τους, και, τελικά, μέσα στην αγωνία του όταν τους αντικρίζει, κάνει τον σταυρό του – για να επανέλθει, μηχανικά, πίσω στα οικεία. Όταν το παράξενο πλάσμα που εμφανίστηκε μπροστά στον Ιουλιανό βλέπει το σχήμα του σταυρού, αμέσως αποφασίζει να φύγει. Και ο Ιουλιανός λέει στον συνοδό του πως το σχήμα του σταυρού έδιωξε το μυστικό πλάσμα της σπηλιάς, υπονοώντας πως μια ανώτερη δύναμη υπερίσχυσε μιας απειλής... Αλλά μια άλλη ερμηνεία –που ο Καβάφης διατυπώνει στο ποίημα με σαφήνεια– είναι πως το πλάσμα μπορεί απλώς να αισθάνθηκε απογοήτευση, διότι, ενώ είχε καλέσει τον αυτοκράτορα –το αντίστοιχο του ονειρευτή– στον κόσμο του, τον είδε να αντιδρά με τρόπο που φανέρωνε πως αυτός επέμενε να κρατηθεί από τον δικό του, να γυρίσει στον δικό του, ή ακόμα και να φέρει τον δικό του στον άλλο, στον βαθύτερο κόσμο...
Έτσι και στο όνειρο, ο ονειρευτής είναι δυνατό να προσβάλει τον «άλλο»: τη «θεότητα», τον «δημιουργό» του ονείρου...
Ο Μπωντλαίρ είχε ισχυριστεί ότι τα όνειρα είναι μια ιδιαίτερα επικίνδυνη υπόθεση, και του φαινόταν πως η άγνοια του κινδύνου είναι ο μόνος λόγος που οι άνθρωποι δεν φοβούνται να πέσουν για ύπνο. Ο Κάφκα γράφει πως η κύρια ικανότητά του στη λογοτεχνία ήταν να περιγράφει την ονειρική του ζωή. Δεν είναι υπερβολή να χαρακτηρίσει κανείς τα όνειρα –ή έστω κάποια από αυτά– ως κάτι που μοιάζει με τις αναθυμιάσεις που έφερναν τις ιέρειες στο μαντείο των Δελφών στην ιδιαίτερη κατάσταση κατά την οποία πρόφεραν τους χρησμούς τους, με τη διφορούμενη γλώσσα – μια αντίστοιχη έμπνευση, με άγνωστες και βαθιές καταβολές, καθιστά δυνατή την υψηλή τέχνη, ενώ και η γλώσσα του ονείρου είναι το ίδιο διφορούμενη με τους χρησμούς. Για την ακρίβεια, είναι πολυσήμαντη· ίσως επειδή από μεγάλη απόσταση κάτι πολυσχιδές μοιάζει με μονήρες και μονοκόμματο, όπως είναι και εκείνος ο κολοσσιαίος πυλώνας στις ζωγραφιές του Δημήτρη Αναστασίου.
Μπορεί να ταξιδεύσει κανείς στα όνειρά του, και να κάνει, υπό ορισμένες συνθήκες, το ίδιο που κάνει ο Α. στο βιβλίο του Δημήτρη Αναστασίου: να θυμηθεί πως βρίσκεται σε όνειρο. Πάντοτε όμως θα υπάρχει το τίμημα, που είναι να αποσυρθεί ο βαθύτερος εμπνευστής του ονείρου –δηλαδή ο βαθύτερος δικός μας εαυτός– από τη φαντασμαγορία του γιορτινού ή εφιαλτικού εκείνου θέρετρου στο οποίο για άλλη μια νύχτα ναυαγήσαμε... Ένα παιδί μπορεί να γοητεύεται από την ιδέα της επίσκεψης σε έναν ξένο χώρο χωρίς τη συνοδεία των γονέων του, ή χωρίς την παρουσία των οικοδεσποτών, αλλά εάν εκείνοι απουσιάζουν τότε είναι πιθανό μαζί τους να εξαφανιστούν και ορισμένες δυνατότητες που υπό άλλες συνθήκες θα υπήρχαν στην περιπλάνηση: Το παιδί θα βρεθεί μόνο του σε ένα ανοίκειο περιβάλλον. Κατά κάποιον τρόπο, όμως, θα γίνει ο κύριος εκείνου του ξένου περιβάλλοντος την ίδια στιγμή που θα κλείσουν οι πόρτες προς τα βαθύτερα από τα δωμάτια, ενώ όσο παραμένουν ανοικτές θα βρίσκεται υποχρεωτικά υπό την εποπτεία των άλλων... Το όνειρο μοιάζει με ένα ψηφιδωτό στο οποίο η κάθε ψηφίδα είναι μικρογραφία των συμπληγάδων.
* Ο ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΛΚΟΠΟΥΛΟΣ είναι μεταφραστής και συγγραφέας.
TA BIΒΛΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ