Για το βιβλίο του Ευάγγελου Βενιζέλου «Η Δημοκρατία μεταξύ συγκυρίας και Ιστορίας – Προσδοκίες και κίνδυνοι από την αναθεώρηση του Συντάγματος» (εκδ. Πατάκη).
Του Κώστα Λογαρά
Το βιβλίο Η Δημοκρατία μεταξύ συγκυρίας και Ιστορίας αποτελεί μάλλον μια αποτύπωση των γεγονότων που βιώσαμε τα τελευταία χρόνια, παρά μια συλλογή από θεωρητικά κείμενα περί πολιτικής.
Με αφορμή την αναθεώρηση του Συντάγματος, ο συγγραφέας αναφέρεται στα πολύπλοκα προβλήματα της εποχής, τα οποία και με ενδιαφέρουν ως αναγνώστη: την άνοδο της ακροδεξιάς, τον ρατσισμό και την ξενοφοβία, τις διάφορες μορφές βίας, το κράτος δικαίου και τις προϋποθέσεις ύπαρξής του.
Με αφορμή την αναθεώρηση του Συντάγματος, ο συγγραφέας αναφέρεται στα πολύπλοκα προβλήματα της εποχής, τα οποία και με ενδιαφέρουν ως αναγνώστη: την άνοδο της ακροδεξιάς, τον ρατσισμό και την ξενοφοβία, τις διάφορες μορφές βίας, το κράτος δικαίου και τις προϋποθέσεις ύπαρξής του. Ακόμα, σε ένα ενδιαφέρον κεφάλαιο που αγγίζει τα όρια της φιλοσοφικής αναζήτησης, μιλώντας για την υπέρτατη ηθική του Συντάγματος, ανιχνεύει τα ηθικά όρια της Δικαστικής Εξουσίας και κατά πόσον το επίπεδο ενός δικαστή επηρεάζει την κρίση του. Όχι όμως θεωρητικά όλα αυτά, αλλά συνδέοντας τη θεωρία με την πράξη και δίνοντας διευκρινιστικά παραδείγματα στον αναγνώστη.
Κάποιες φορές αμφισβητεί εδραιωμένες αντιλήψεις, εκφράζει αμφιβολίες, προτείνει λύσεις, κρίνοντας μάλλον με το βλέμμα ενός κοινωνιολόγου παρά με την απολυτότητα ενός πολιτικού (και μάλιστα κομματικού). Κι αυτή είναι η επιτυχία του βιβλίου του. Μιλά, λόγου χάρη, για την εν γένει αναζωπύρωση του λαϊκισμού και ερμηνεύει την αναρρίχηση των λαϊκιστών στην εξουσία με σημαία τους τη θεωρία της ξενικής εξάρτησης. Από συστάσεως του ελληνικού κράτους μάλιστα.
Έχοντας βιώσει τις πολιτικές εξελίξεις από θέσεις εξουσίας, συνδιαμορφωτής ο ίδιος γεγονότων καθοριστικής για τη χώρα σημασίας, δίνει ερμηνείες τεκμηριωμένες πάνω σε θέματα πολιτικής παθογένειας με εμφανή πρόθεση να προκαλέσει στον αναγνώστη έναν γόνιμο προβληματισμό: Μιλώντας λ.χ. για το δημοκρατικό πολίτευμα και το αξιοκρατικό σύστημα, διατυπώνει ερωτήματα για τον τρόπο ή τις δυνατότητες εφαρμογής τους στην πράξη, τόσο στη δική μας πραγματικότητα όσο και στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, για να καταλήξει: «Η φιλελεύθερη δημοκρατία, που ήκμασε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, διέρχεται κρίση. Το στοίχημα της Δημοκρατίας σήμερα είναι η επιστροφή της Πολιτικής, δίχως όμως να κατισχύσει η ανευθυνότητα και ο λαϊκισμός». Ως εκ τούτου, δεν πιστεύει ότι το μέλλον για τη δημοκρατία είναι ευοίωνο, όσο αυτή εξαρτάται από τον πελατειασμό κι ο λαϊκισμός εξακολουθεί να εκμαυλίζει συνειδήσεις μετατρέποντας τον πολίτη σε χειραγωγούμενη ύπαρξη.
Για τον αναγνώστη, πάντως, που επιθυμεί να κατανοήσει τους λόγους εξαιτίας των οποίων φτάσαμε στην πτώχευση και στα μνημόνια, γίνεται σαφές –κι αυτό είναι δικό μου συμπέρασμα, του αναγνώστη– ότι ο διαχωρισμός της κοινωνίας, από δω τα «δικά μας παιδιά» και από κει τα «αποπαίδια», που επί δεκαετίες ήταν η σημαία της δεξιάς πολιτείας, έγινε αργότερα το φλάμπουρο του σοσιαλιστικού ΠΑΣΟΚ, για να συνεχίσει την πάγια αυτή τακτική και ο ΣΥΡΙΖΑ. Αδιαφορώντας, το σύνολο σχεδόν του πολιτικού κόσμου, για τη διάβρωση των δημοκρατικών θεσμών, τις επιπτώσεις στην οικονομία, τη διάσπαση της κοινωνικής συνοχής, την πολιτιστική και ηθική έκπτωση των πολιτών.
Αν λοιπόν στη δεκαετία της (παρατεινόμενης) κρίσης το χαρακτηριστικό γνώρισμα της ελληνικής κοινωνίας ήταν η εσωστρέφεια, ο συγγραφέας ωθεί τον αναγνώστη να στρέψει το βλέμμα του προς τα έξω. Κι αυτή τη σφαιρικότητα της αντίληψης την έχουμε ως χώρα απολύτως ανάγκη στις παρούσες συνθήκες.
Ο συγγραφέας διαχωρίζει στην ανάπτυξη των θεμάτων του το δυνατόν γενέσθαι από το τι στην πραγματικότητα συμβαίνει. Το δυνατόν να συμβεί, ως γνωστόν, απέχει παρασάγγας από την πραγματικότητα. Αν λ.χ. ερωτηθεί κανείς τι προσφέρει η εκπαίδευση στον άνθρωπο, σ’ ένα παιδί, θα πει «τα πάντα» – αυτό όμως είναι το δυνατόν να συμβεί. Ενώ αν ερωτηθεί τι προσφέρει η εκπαίδευση σ’ ένα παιδί σήμερα, αυτό το ερώτημα οδηγεί σε μια εντελώς άλλη οπτική, σε άλλο περιεχόμενο, ίσως είναι εντελώς αντίθετο. Αυτή η σύγχυση φαντασιακού και πραγματικού που συμβαίνει στο μυαλό είναι η πηγή του κακού στον πολιτικό βίο. «Ο ιδανικός πολίτης της ολοκληρωτικής πολιτείας δεν είναι ούτε ο πεπεισμένος ναζί ούτε ο πεπεισμένος κομμουνιστής, αλλά ο άνθρωπος που δεν μπορεί να κάνει τον διαχωρισμό μεταξύ γεγονότος και μύθου, μεταξύ αληθινού και ψεύτικου» λέει η Χάνα Άρεντ.
Αυτός ο σαφής διαχωρισμός στην ανάπτυξη των θεμάτων του βιβλίου του συγγραφέα βοηθά τον αναγνώστη, κατά πρώτον, να εστιάζει στην ομοιότητα των γεγονότων και όχι στα πρόσωπα που εναλλάσσονται επί σκηνής. Να ανιχνεύει τις ομοειδείς συμπεριφορές, να εντοπίζει τα κοινά σημεία τους, τις γενεσιουργές αιτίες τους, ώστε κάνοντας τις δέουσες αναγωγές να βγάζει γενικότερα συμπεράσματα. Χωρίς τη συνάφεια των γεγονότων, είναι γνωστό, δεν μπορεί να εξελιχθεί η κριτική σκέψη. Τα ίδια λάθη ανακυκλώνονται μοιραία και η ιστορία επαναλαμβάνεται. Γι’ αυτό κάθε φορά που… αποκαλύπτεται ένα σκάνδαλο, μας ξαφνιάζει σαν να συμβαίνει πρώτη φορά, παρότι είναι απολύτως όμοιο με το προηγούμενο. Βέβαια, η ανάπτυξη της κριτικής ικανότητας εξαρτάται από την παρεχόμενη ποιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος, και η ευθύνη του ΠΑΣΟΚ σ’ αυτό, συμπεριλαμβανομένων και των ΜΜΕ, είναι τεράστια.
Κατά δεύτερον, η μακροσκοπική οπτική του συγγραφέα εντάσσει την ελληνική πραγματικότητα στο σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών, και ανάγει το μέρος στο όλον. Αν λοιπόν στη δεκαετία της (παρατεινόμενης) κρίσης το χαρακτηριστικό γνώρισμα της ελληνικής κοινωνίας ήταν η εσωστρέφεια, ο συγγραφέας ωθεί τον αναγνώστη να στρέψει το βλέμμα του προς τα έξω. Κι αυτή τη σφαιρικότητα της αντίληψης την έχουμε ως χώρα απολύτως ανάγκη στις παρούσες συνθήκες.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΛΟΓΑΡΑΣ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Τα πουλιά με το μαύρο κολάρο» (εκδ. Καστανιώτης).
→ Το κείμενο διαβάστηκε σε εκδήλωση για το βιβλίο στην Πάτρα, με πρωτοβουλία της εφημερίδας «Πελοπόννησος» και των εκδόσεων Πατάκη.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ