Για το βιβλίο Χωρίς εχθρούς, χωρίς μίσος (μτφρ. Τιτίνα Σπερελάκη, εκδ. Πατάκης) του βραβευμένου με Νόμπελ Ειρήνης διανοούμενου και πολιτικού ακτιβιστή Liu Xiaobo.
Του Γιώργου Σιακαντάρη
Μέχρι τη δεκαετία του 80 οι Κινέζοι αντιφρονούντες δεν προλάβαιναν, καν, να γίνουν αντιφρονούντες, γιατί είτε δολοφονούνταν αμέσως είτε φυλακίζονταν, εξορίζονταν και εξαφανίζονταν. Σήμερα η πρόοδος είναι μεγάλη. Αυτοί προλαβαίνουν να ασκήσουν κριτική και να γίνουν «αντιφρονούντες». Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι γλυτώνουν τη φυλάκιση και, σε κάποιες περιπτώσεις, και την εξαφάνιση.
Ο Λιου Σιαομπό, βραβευμένος με το Νόμπελ Ειρήνης το 2010, είναι ένας εξ’ αυτών. Φυλακισμένος και εκτοπισμένος τρεις φορές από το 1989 μέχρι το 2009, καταδικάστηκε στις 25 Δεκεμβρίου 2009 σε ενδεκαετή φυλάκιση, την οποία εκτίει μέχρι σήμερα και φυσικά, όταν βγει, γνωρίζει πολύ καλά πως μόνο για λίγο καιρό θα ξαποστάσει και μετά «πάλι μέσα». Έγκλημα του Σιαομπό, κατά το καθεστώς, ήταν «η υποκίνηση σε ανατροπή της κρατικής εξουσίας» λόγω της συμμετοχής του στη συγγραφή και στη διάδοση της περίφημης Χάρτας του 2008 και λόγω 6 κειμένων του που δημοσιεύτηκαν στο διαδίκτυο (δυο από τα οποία συμπεριλαμβάνονται στην παρούσα έκδοση). Όσοι υπέγραφαν τη Χάρτα 2008 (σ.σ. 483-502) απαιτούσαν 19 δικαιώματα τα οποία συνθέτουν αυτό που ονομάζεται σύγχρονη φιλελεύθερη δημοκρατία. Ανθρώπινα και ατομικά δικαιώματα που όπως δείχνει και ο συγγραφέας είναι παγκόσμια και όχι μόνο δυτικά. Αφορούν όλους και όχι μόνο τους Ευρωπαίους ή μόνο τους χριστιανούς. Όπως γράφει, καμία δύναμη δεν μπορεί να εμποδίσει τη δίψα για ελευθερία, η οποία ενυπάρχει στην ανθρώπινη φύση – και όχι μόνο στον δυτικό πολιτισμό, θα συμπλήρωνα.
Αυτοί οι Κινέζοι αγωνιστές για την ελευθερία και την αξιοπρέπεια της ζωής και όχι γενικά και αόριστα «αντιφρονούντες» μάς θυμίζουν πως ζωή χωρίς ψωμί και παιδεία είναι ανυπόφορη, αλλά ζωή χωρίς ελευθερία είναι ανύπαρκτη. Είναι θάνατος, δεν είναι ζωή. Αυτοί λοιπόν έχουν να αντιμετωπίσουν ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα. Πρέπει να αισθάνονται μεγάλη μοναξιά και ανημποριά. Γιατί οι Κινέζοι δικτάτορες χρησιμοποιούν σήμερα «το φουσκωμένο πορτοφόλι τους για να εξαγοράσουν «φιλία» στη διπλωματία του δολαρίου σ’ όλον τον κόσμο» (σελ. 368). Όταν οι διανοούμενοι και οι αντιφρονούντες στο σοβιετικό καθεστώς και τους δορυφόρους του το «κανονιοβολούσαν», υπήρχαν πάντα στον δυτικό φιλελεύθερο κόσμο φωνές έτοιμες να τους συμπαρασταθούν. Οι Κινέζοι αντιφρονούντες δεν έχουν την ίδια τύχη. Ας το έχουν αυτό υπόψη τους όσοι κρατήσουν στα χέρια τους τούτο εδώ το βιβλίο.
Όσο το διάβαζα τόσο και πιο μεγάλη αγανάκτηση αισθανόμουν για όλα εκείνα τα πολιτικά (και μη) αρπακτικά –Προέδρους κρατών, υπουργούς, βουλευτές, ευρωβουλευτές, επιστήμονες, διανοούμενους, συγγραφείς, σύμβουλους και παρασύμβουλους που συναντώνται με κινέζους αξιωματούχους, και καλά κάνουν και συναντώνται– αλλά δεν κάνουν τίποτα άλλο από υποκλίσεις χωρίς να ψελλίζουν λέξη για ανθρώπους σαν τον Σιαομπό. Θα επαινέσω τον εκδοτικό οίκο Πατάκη και τον υπεύθυνο της σειράς Χάρη Βλαβιανό που τόλμησαν να εκδώσουν αυτό εδώ το βιβλίο, καρφί στο μάτι των Κινέζων αξιωματούχων.
Το βιβλίο αυτό αποτελείται από μια σειρά άρθρων και ποιημάτων του Σιαομπό που δημοσιεύτηκαν στο διαδίκτυο –τα περισσότερα– την τεράστια βοήθεια του οποίου αναγνωρίζει ο συγγραφέας και τα οποία μας αποκαλύπτουν την άλλη πλευρά της σημερινής Κίνας. Την Κίνα του συνεχιζόμενου ολοκληρωτισμού. Μόνο που πλέον ο ολοκληρωτισμός δεν είναι κομμουνιστικός. Ο κομμουνισμός χρησιμοποιείται ως ιδεολογικό κάλυμμα για να σκεπαστεί –όπως τονίζει ο υπέροχος αυτός διανοούμενος– μια συμμαχία ομάδων συμφερόντων με σκοπό το κέρδος (σελ. 330). Το Κομμουνιστικό Κόμμα εγκατέλειψε τον ορθόδοξο μαρξισμό και υιοθέτησε τη φιλοσοφία ενός αμιγούς καιροσκοπισμού (σελ. 345).
Πέντε είναι οι στρατηγικές διακυβέρνησης του καθεστώτος που κρύβεται πίσω από το περιβόητο «κινέζικο θαύμα»:
Το καθεστώς, πρώτον, όπως και τα καθεστώτα του πρώην «υπαρκτού σοσιαλισμού», χρησιμοποιεί τον εθνικισμό ως νέα δημόσια ιδεολογία. Η χρήση του εθνικισμού φτάνει σε σημείο παροξυσμού. Απολαυστικές είναι οι σελίδες όπου ο συγγραφέας υποβάλλει σε κριτική τον εθνικισμό των χρυσών μεταλλίων, «το σύνδρομο του Χρυσού Μεταλλείου» (σ.σ. 370-387) όπως το ονομάζει (κάτι μου θύμισε αυτό, αλλά ας το ξεχάσουμε προς το παρόν). Το Κόμμα συγχωνεύει τη ρητορική του για την «άνοδο της κινεζικής δύναμης» με το αντιαμερικανικό, αντιαπωνικό και αντιταϊβανικό αίσθημα και αυτή τη συγχώνευση την «πουλά» σε συσκευασία χρυσών μεταλλίων.
Δεύτερον, ενθαρρύνει τον χυδαίο καπιταλισμό. «Η επιδίωξη του κέρδους δεν είναι πια ταμπού και το Κόμμα δεν έχει ενδοιασμούς να εκπροσωπήσει το μεγάλο κεφάλαιο» (σελ. 346). Να ήταν μόνο αυτό; Ο Σιαμπό, σε ένα άρθρο του για τις αναγκαστικές εξώσεις (σ.σ. 143-157) που γίνονται στο όνομα του δημοσίου συμφέροντος, περιγράφει το πώς κομματικοί και κυβερνητικοί αξιωματούχοι λειτουργούν ως υποστηρικτές, προστάτες και συνεταίροι των εργολάβων. Και επίσης, μια ανάλογη συμμαχία κράτους, κόμματος και υπόκοσμου καταγγέλλεται στο άρθρο για την παιδική δουλεία στα «μαύρα πλινθοποιεία» της Κίνας (σ.σ. 158-178).
Όχι τυχαία ο συγγραφέας μας μιλά για δυο εποχές. Αυτή του κυνισμού και αυτή των σαρκασμών. Εδώ «το δημόσιο γλείψιμο διατυπώνεται το ίδιο πειστικά όσο και οι κατ’ ιδίαν κατάρες από τους ίδιους ακριβώς ανθρώπους. Οι δυο στάσεις έχουν γίνει δεύτερη φύση στους ανθρώπους» (σελ. 90). Βεβαίως αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην Κίνα, ιδίως το δημόσιο γλείψιμο.
Με τη γυναίκα του, Λιου Σία, η οποία πλέον ζει σε κατ' οίκον περιορισμό.
|
Στη διαμάχη δημόσιου γλειψίματος, κυνισμού και σαρκασμού από τη μια και του αιτήματος για αξιοπρεπή και ηθική ζωή από την άλλη φαίνεται ότι νικητής είναι το πορτοφόλι. Και όμως η ηθική της αλήθειας και της αξιοπρεπούς ζωής αντιστέκεται σθεναρά. Ο συγγραφέας ζητά από τους πολίτες να πάψουν να κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν ποια είναι η αλήθεια για να προσποριστούν ένα κομμάτι επίπλαστης ευημερίας. Τους ζητά να μη καταφύγουν στη βία αλλά στην αλήθεια για να υπονομεύσουν το καθεστώς. Τους ενθαρρύνει να λένε την αλήθεια στην εξουσία, όπως ο δρ Τζιάνγκ Γιανγκγιόνγκ αποκάλυψε τα κυβερνητικά ψέματα στην υπόθεση της επιδημίας SARS ή η καθηγήτρια Ντινγκ Τσιλίν ξεφούσκωσε τα ψέματα του Κόμματος για τη σφαγή της Τιεν Αν Μεν. Γιατί οι εξουσίες τρέμουν τη « γλώσσα που αντλεί την ομορφιά της από το γεγονός πως κάνει την αλήθεια να λάμπει στο σκοτάδι» (σελ.469).
Η αλήθεια υπονομεύει τη δικτατορία. Η άρνηση να λες ψέματα υπονομεύει τις τυραννίες. Ο Σιαομπό μας γνωρίζει τις ιστορίες πολλών διανοουμένων και αγωνιστών της ελευθερίας, όπως η Λιάο Ιγού που εκτελέστηκε από το μαοϊκό καθεστώς γιατί είπε την αλήθεια και κάποιων άλλων που φοβήθηκαν να την πουν μέχρι τέλος (ο Γενικός Γραμματέας του Κόμματος το 1989 ο Τζάο Τσιγιάνγκ) ή έφυγαν στο εξωτερικό για να τη λένε εκεί και όχι μέσα στη Κίνα, όπου την χρειάζονται περισσότερο.
Η ηθική των Σιαομπό υπερνικά το πορτοφόλι των κομματικών και κρατικών αξιωματούχων, αλλά και των δυτικών κυνικών και σαρκαστών, θαυμαστών διαφόρων δικτατόρων σαν αυτούς της Κίνας ή σαν αυτούς της πουτινικής Ρωσίας.
Εργαλείο της εξουσίας, σ’ αυτήν την προσπάθειά της να εκφυλίσει την κουλτούρα, είναι ο σεξισμός, που κρύβεται πίσω από μια δήθεν κομμουνιστική ηθικολογία.
Η τρίτη στρατηγική διακυβέρνησης αφορά την ενθάρρυνση της υπερβολής στον καταναλωτισμό και στην επιπολαιότητα στην κουλτούρα. Εργαλείο της εξουσίας, σ’ αυτήν την προσπάθειά της να εκφυλίσει την κουλτούρα, είναι ο σεξισμός, που κρύβεται πίσω από μια δήθεν κομμουνιστική ηθικολογία. «Το αυταρχικό σύστημα επιτρέπει ενεργά μια ηδονιστική κουλτούρα όπου η χοντροκοπιά και η βαρβαρότητα έχουν το ελεύθερο» (σελ. 347). Μια τέτοια ηδονιστική κουλτούρα κυνισμού γίνεται ανεκτή, αν όχι προωθείται από την εξουσία, μια κουλτούρα για την οποία «οι άντρες είναι ληστές και οι γυναίκες πόρνες». Μια τέτοια κουλτούρα ηδονισμού, έστω και αν αυτή πολλές φορές συνοδεύεται και από ένα διαβρωτικό χιούμορ κατά του καθεστώτος, δεν είναι ικανή να απειλήσει τα θεμέλια του κυνικού κινεζικού ολοκληρωτισμού. Μόνο η αλήθεια και η ηθική του λαού μπορεί να τα απειλήσει. Ρομαντικός επαναστατισμός; Ας τοποθετήσουμε τον εαυτό μας στην Κίνα του πολύ απτού ολοκληρωτισμού και του επίπλαστου ευδαιμονισμού, ας δούμε τη Δύση και τους Δυτικούς να κάνουν τα στραβά μάτια και τότε θα γίνουμε τόσο και περισσότερο ρομαντικοί από τον Σιαομπό. Τότε μακάρι να γίνουμε, έστω και πολύ λιγότερο απ’ αυτόν, επαναστάτες.
Τέταρτη στρατηγική είναι η φίμωση κάθε διαφορετικής ατομικής ή συλλογικής φωνής, ενώ Πέμπτη, και ιδιαίτερα θλιβερή, η εξαγορά των διανοουμένων. «Η ελίτ της εξουσίας μοιράζεται θρασύτατα την περιουσία του κόμματος ( η οποία κάποτε ονομαζόταν «δημόσια περιουσία») και οι διανοούμενοι αναίσχυντα κουκουλώνουν αυτά που συμβαίνουν» (σελ. 349). Το αποτέλεσμα είναι μια τριμερής λυκοσυμμαχία διανοουμένων, αξιωματούχων και καπιταλιστών με θύμα τους την αξιοπρέπεια των απλών ανθρώπων, την ίδια την αξιοπρεπή ζωή.
Το βιβλίο του φυλακισμένου σήμερα Λιού είναι ένας ύμνος στην ελεύθερη και αξιοπρεπή ζωή. Στην απολογία του, στη δίκη για τη Χάρτα 2008, δήλωσε στους κατηγόρους του ότι δεν τρέφει μίσος γι’ αυτούς και δεν τους θεωρεί εχθρούς του. «Το μίσος απλώς διαβρώνει τον νου και τη συνείδησή μας και μια τέτοια εχθρική νοοτροπία μπορεί να δηλητηριάσει το πνεύμα ενός ολόκληρου λαού» (σελ. 517).
Πώς να μην τον λατρέψουν όσοι αγαπούν την ελευθερία και την αξιοπρέπεια και μισούν μόνο το μίσος;
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και διδάκτωρ κοινωνιολογίας.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Η Κίνα είχε μεταβεί από το η-πολιτική-είναι-το-παν της εποχής του Μάο στο-χρήμα-είναι-το-παν των μεταμαοϊκών χρόνων. Μια ολοκληρωτική κοινωνία κυριαρχούμενη από την πολιτική έχει μετατραπεί σε μετα-ολοκληρωτική κοινωνία, όπου η οικονομία είναι βασίλισσα και η «σταθερότητα» είναι πρώτη προτεραιότητα της κυβέρνησης. Όμως ένα κοινό χαρακτηριστικό, ο αμοραλισμός, βρισκόταν εξαρχής στη βάση και των δυο περιόδων. Η απέραντη υποκρισία της εποχής του Μάο έχει ανθίσει, στα μεταμαοϊκά χρόνια, σε ένα μπουκέτο υποκρισιών στις διάφορες σφαίρες τα δημόσιας ζωής: Οι αξιωματούχοι είναι κυνικοί ως προς τα κυβερνητικά τους καθήκοντα, οι επιχειρήσεις είναι κυνικές ως προς την ποιότητα των προϊόντων τους και οι λόγοι είναι κυνικοί ως προς τις ακαδημαϊκές αρχές τους. Ολόκληρη η κοινωνία μοιάζει να έχει κάνει πέρα την ακεραιότητα, καθώς απομιμήσεις και παραχαράξεις σαρώνουν τη χώρα». (σ. 270-271)