Του Γιώργου Λαμπράκου
Είναι αδύνατο να μιλήσουμε για τον άνθρωπο και τον πολιτισμό του χωρίς αναφορά στα μέσα με τα οποία προεκτείνει τις αισθήσεις του. Από τα πρώτα λαξευμένα εργαλεία και τις γλωσσικές συμβολοποιήσεις, μέσω της χειροτεχνίας και της βιοτεχνίας έως την έλευση της μηχανικής, έπειτα της ηλεκτρικής και σήμερα της ηλεκτρονικής εποχής, η εξέλιξη του ανθρώπου είναι αξεδιάλυτα συνυφασμένη με την εξέλιξη των μέσων προέκτασης των αισθήσεών του.
Όπως κι αν ονομάσουμε τη σύγχρονη εποχή της τεχνικής επικοινωνίας και μετάδοσης πληροφοριών –ηλεκτρονική, ψηφιακή (digital), κινητή (mobile), κ.λπ.– σημασία έχει ένα πράγμα: είναι εδώ. Κι όχι μόνο είναι εδώ, αλλά ήρθε για να μείνει.
Ο ανθρώπινος ψυχισμός που χρησιμοποιεί τα ψηφιακά πολυμέσα βρίσκεται συχνά σε κατάσταση αλλοφροσύνης.
Είναι λογικό να μας προκαλεί θαυμασμό, αλλά και σύγχυση, η ψηφιακή εποχή. Οι εξελίξεις είναι τόσο ραγδαίες, οι αλλαγές τόσο ριζικές, ώστε ο ανθρώπινος ψυχισμός που χρησιμοποιεί τα ψηφιακά πολυμέσα βρίσκεται συχνά σε κατάσταση αλλοφροσύνης, νιώθει αδύναμος να ελέγξει την τεχνική επιτάχυνση ή και να προσαρμοστεί καλά σε αυτήν, όσο κι αν επωφελείται (και επωφελείται διαρκώς) από τις ευκολίες της. Αυτό συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητα από το πόσο μεταχειρίζεται κανείς τα εργαλεία της ψηφιακής εποχής, πρωτίστως τον υπολογιστή, αφού ο άνθρωπος δεν έχει τη δυνατότητα να πει «όχι» στην τεχνολογία. Ο άνθρωπος υπάρχει και προχωρά, είτε το θέλει είτε όχι, εντός της∙ σήμερα εντός της ψηφιακής, κυρίως, τεχνολογίας.
Το ερώτημα που τίθεται λοιπόν δεν είναι, «Πώς μπορούμε να αποφύγουμε την ψηφιακή εποχή» – κάτι τέτοιο είναι αδύνατον, ακόμα κι αν το θέλαμε. Το ερώτημα είναι: «Πώς μπορούμε να τα καταφέρουμε στην ψηφιακή εποχή», και (πράγμα που υπονοείται στο ερώτημα) χωρίς να μας ισοπεδώσει. Αυτός είναι ο τίτλος ενός βιβλίου του Τομ Τσάτφιλντ, το οποίο κυκλοφορεί στη νέα σειρά «Το Σχολείο της Ζωής» υπό τη διεύθυνση του Αλαίν ντε Μποττόν (εκδ. Πατάκης). Ο Τσάτφιλντ έχει εργαστεί σε μεγάλες εταιρίες υπολογιστών και έχει γράψει τρία βιβλία για την ψηφιακή κουλτούρα.
Δύο δισεκατομμύρια χρήστες, μια μεγάλη επανάσταση
Τι σημαίνει ψηφιακή εποχή σε ό,τι αφορά τον ανθρώπινο ψυχισμό; Προτού καταφύγουμε στην ανάλυση του Τσάτφιλντ, ας αναφέρουμε ενδεικτικά κάποιους αριθμούς: το διαδίκτυο, μέσα σε δύο δεκαετίες ζωής ως τεχνολογία διαθέσιμη στο ευρύ κοινό, μετρά ήδη πάνω από 2 δισεκατομμύρια χρήστες, ενώ η κινητή τηλεφωνία, μέσα σε τρεις δεκαετίες, μετρά πάνω από 5 δισεκατομμύρια ενεργούς λογαριασμούς. Αυτή είναι μία παγκοσμιοποιημένη και παγκοσμιοποιητική πραγματικότητα την οποία μόνο συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας θα μπορούσαν να είχαν προβλέψει (όπως π.χ. ο Χέρμπερτ Γουέλς, που το 1938 πρόβλεψε στο βιβλίο του World Brain την παγκόσμια εγκυκλοπαίδεια, και μάλιστα στον προσωπικό μας χώρο: projector ονομάζει τον ακόμα ανύπαρκτο, τότε, προσωπικό υπολογιστή). «Οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές αποτελούν το πρώτο πραγματικά παγκόσμιο μέσο», γράφει ο Τσάτφιλντ και αναφέρεται, όχι στον Γουέλς, αλλά στην περίφημη φουτουριστική νουβέλα του E. M. Φόρστερ, «The Machine Stops».
Αυτά τα στατιστικά νούμερα, όπως και τα τεχνικά ζητήματα που αφορούν την εφεύρεση και εξέλιξη των ψηφιακών πολυμέσων, έχουν ασφαλώς τη σημασία τους. Όμως για μας τους μη ειδικούς, όπως τονίζει ορθά ο Τσάτφιλντ, ουσιαστική σημασία έχει η «εμπειρία της τεχνολογίας που παρέχουν. Σε ό,τι αφορά την εμπειρία, η μεγάλη ψηφιακή επανάσταση δεν βρίσκεται παρά μόνο στο ξεκίνημά της...». Τα ψηφιακά πολυμέσα εργασίας, επικοινωνίας και ψυχαγωγίας έχουν γίνει πλέον «προσωπικά» (προσωπικός υπολογιστής, προσωπικό λάπτοπ ή τάμπλετ, προσωπικό κινητό), συνεπώς αναπτύσσουμε μαζί τους μια «μύχια» σχέση. Και αυτή η σχέση, όπως κάθε σχέση, έχει τα ωραία της, αλλά και τις δυσκολίες της.
Κάνουμε τα πάντα πιο γρήγορα από ποτέ, κι όμως έχουμε τη φαινομενικά παράδοξη αίσθηση πως δεν έχουμε χρόνο για τίποτα.
Ένα από τα βασικά προβλήματα που τίθενται στη σχέση ανθρώπων-τεχνολογίας, σύμφωνα με τον Τσάτφιλντ, είναι ότι αυτή η σχέση απειλεί τις διαπροσωπικές μας σχέσεις. Η χρήση των ψηφιακών πολυμέσων προσφέρει συναρπαστικές ευκαιρίες, ωστόσο η κατάχρησή τους απομυζά υπέρμετρο χρόνο και ουσία από την επαφή μας με τους άλλους. Ναι μεν υπάρχει επαφή και είναι πιο γρήγορη, αλλά γι' αυτό τον λόγο δεν είναι αρκετά βαθιά. Προαπαιτούμενο για την παγίωση διαπροσωπικών σχέσεων είναι ο αργός, ήρεμος, εκτεταμένος χρόνος. «Εάν δεν προσέξουμε πώς διαφυλάττουμε και πώς διαχειριζόμαστε τον χρόνο αυτόν, η τεχνολογία θα μας τον πάρει», προειδοποιεί ο συγγραφέας. Και μόνο το γεγονός ότι έχουν επινοηθεί και προωθούνται «διακοπές εκτός δικτύου», δείχνει το μέγεθος του προβλήματος. Σήμερα κάνουμε τα πάντα πιο γρήγορα από ποτέ, κι όμως έχουμε τη φαινομενικά παράδοξη αίσθηση πως δεν έχουμε χρόνο για τίποτα.
Το διαρκές παρόν
Ο χρόνος συνδέεται αναπόσπαστα με τη μνήμη. Ο χρόνος σύνδεσης είναι ένα διαρκές παρόν που δεν επιτρέπει εύκολα στον τεράστιο όγκο των πληροφοριών να κολλήσουν στο μυαλό μας, να γίνουν αναμνήσεις με ουσιαστικό νόημα για τη ζωή μας. Όπως γράφει ο Τσάτφιλντ, όσο περισσότερες είναι οι εικόνες, τα κείμενα, τα σχόλια κ.λπ. για ένα συγκεκριμένο γεγονός (ο ίδιος αναφέρει τη γέννηση των παιδιών των φίλων του) τόσο μικρότερος είναι «ο αντίκτυπος στη συνείδησή μου». Εδώ η καταναγκαστική επανάληψη και συσσώρευση πληροφορίας συνήθως λειτουργεί, όπως έχει δείξει εδώ και δεκαετίες ο Μποντριγιάρ, αντιστρόφως ανάλογα με τη νοηματοδότηση ουσιαστικών αξιών της ζωής μας. Τι χάνουμε; Μεταξύ άλλων, την «ελεύθερη ονειροπόληση που σχετίζεται και με δημιουργική ενόραση και με προσωπική γαλήνη», γράφει ο συγγραφέας. Όχι και αμελητέο τίμημα...
Όμως ο Τσάτφιλντ δεν είναι πεσιμιστής, δεν είναι μίζερος, ούτε νοσταλγός ενός δήθεν χαμένου παραδείσου σε κάποιο δήθεν παραδείσιο φυσικό περιβάλλον. Το βιβλίο του Τσάτφιλντ είναι αφιερωμένο στην ανάλυση της σχέσης ανθρώπου και τεχνολογίας, μιας σχέσης που για τον συγγραφέα ήταν ανέκαθεν αναπόδραστη («Είμαστε πλάσματα της τεχνολογίας»). Αναφορές στην ιστορία των ψηφιακών συσκευών υπάρχουν, αλλά δεν συσκοτίζουν το βασικό, που είναι ο «λόγος για τον οποίο τις χρησιμοποιούμε. Τα ψηφιακά μέσα είναι τεχνολογίες του νου και της εμπειρίας. Εάν επιθυμούμε να ευδοκιμήσουμε πλάι τους, το πρώτο που πρέπει να γνωρίζουμε είναι ότι για να τις κατανοήσουμε εποικοδομητικά, δεν πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας την τεχνολογία ως έννοια αφηρημένη, αλλά ως τις εμπειρίες που αυτή επιτρέπει».
Πώς μπορούμε να το πετύχουμε; Ο Τσάτφιλντ δεν περιορίζεται σε μια περιγραφική θεώρηση της κατάστασης, αλλά προτείνει λύσεις. Για παράδειγμα, μπρος στην πραγματικότητα ότι δεν φαίνεται να υπάρχει πια αυθεντία, ότι ο καθένας μας έχει γίνει «η αυθεντία της θέσης του στον κόσμο», ο συγγραφέας αντιτάσσει «τον σεβασμό στις αρχές της ειλικρινούς επιχειρηματολογίας, της θαρραλέας αυτεπίγνωσης και της γνήσιας επιθυμίας για μάθηση». Αυτές οι αρχές, όχι μόνο δεν αφορούν αποκλειστικά τη σχέση μας με τα ψηφιακά πολυμέσα, αλλά και προϋποτίθενται για κάθε ουσιαστική αυτοκατανόηση.
Το βιβλίο εμπλουτίζεται με σύντομες μα στοχευμένες αναφορές σε γνωστούς στοχαστές (Μάρσαλ Μακλούαν, Φρέντρικ Τζέιμσον, Νόαμ Τσόμσκι), σε σύγχρονους γκουρού των ψηφιακών μέσων (Κέβιν Κέλι, Νίκολας Καρ, Τζάρον Λάνιερ), καθώς και σε αρκετούς πεζογράφους (Τζ.Γκ. Μπάλαρντ, Φίλιπ Ντικ, κ.ά.). Πολύ χρήσιμο είναι και το επίμετρο, όπου ο συγγραφέας προτείνει σχετικά βιβλία από τον χώρο των ανθρωπιστικών επιστημών και της λογοτεχνίας.
Ο συγγραφέας δεν παραλείπει να αναφερθεί στα ηλεκτρονικά παιχνίδια και την ψυχολογική σημασία τους για τη δημιουργία εικονικών κόσμων και ρόλων.
Ο συγγραφέας δεν παραλείπει να αναφερθεί στα ηλεκτρονικά παιχνίδια και την ψυχολογική σημασία τους για τη δημιουργία εικονικών κόσμων και ρόλων, στον συνδυασμό ελεύθερης πρόσβασης στο διαδίκτυο και εκτεταμένης λογοκρισίας (όπως στην Κίνα), στο άλυτο ακόμα ζήτημα των προσωπικών δεδομένων και της διαχείρισης των ψηφιακών ιχνών που αφήνουν οι εικονικές μας δραστηριότητες, στο οικονομικό και πολιτικό σκέλος της παροχής και του ελέγχου των ψηφιακών πολυμέσων. Ναι μεν το βιβλίο του Τσάτφιλντ είναι αρκετά ευσύνοπτο ώστε να αποτελεί μια ολοκληρωμένη μελέτη αυτών των πολυδιάστατων θεμάτων, αλλά αποτελεί την καλύτερη και πιο εύληπτη εισαγωγή σε αυτά. Έχουμε ανάγκη την κατανόηση αυτών των ζητημάτων, ιδίως στα καθ' ημάς, όπου τα ψηφιακά πολυμέσα φτάνουν στα χέρια και στα μυαλά μας εισαγόμενα και ετοιμοπαράδοτα.
Ο Τσάτφιλντ πιστεύει πως μπορούμε να γίνουμε συνειδητά «ενεργοί πλοηγοί πληροφοριών», αντί να είμαστε απλώς «παθητικοί δέκτες», και επικαλείται τη, βασισμένη στον Αριστοτέλη, ιδέα για μια «ανθρωποκεντρική οπτική» στο ζήτημα της τεχνολογίας. Μπορούμε να το καταφέρουμε; Ή μήπως αυτή η πίστη στην ανθρώπινη δυνατότητα επιλογής είναι μία ακόμα αυταπάτη, ενώ η αλήθεια βρίσκεται στην τεχνική δομή που δεν μας αφήνει κανένα περιθώριο να παίρνουμε ελεύθερες και υπεύθυνες αποφάσεις; Πέρα από τους τεχνοφοβικούς, που βαυκαλίζονται πως η ανθρώπινη ευτυχία είναι δυνατή και υφίσταται μακριά από το τεχνικό σύστημα, αλλά και πέρα από τους τεχνομανιακούς, που αγνοούν ή παριστάνουν πως αγνοούν τους ουσιαστικούς κινδύνους της ανεξέλεγκτης τεχνολογικής εξέλιξης, το βέβαιο είναι ένα: αν όντως υπάρχει μια κάποια ελευθερία στην επιλογή, αυτή βρίσκεται πλέον και κατ' ανάγκην μέσα στο πλαίσιο της τεχνολογίας, μέσα στο πλαίσιο της ψηφιακής εποχής.
Tom Chatfield
Μτφρ: Μυρτώ Καλοφωλιά
Εκδόσεις Πατάκη, 2013
Τιμή € 11,50, σελ.209