Του Γιώργου Λαμπράκου
Η ψηφιακή τεχνολογία έχει αλλάξει πολλές όψεις της καθημερινής ζωής, όχι εκατομμυρίων, αλλά δισεκατομμυρίων ανθρώπων στον κόσμο. Γι’ αυτό και από κάποιους ειδικούς θεωρείται η σημαντικότερη τεχνολογική εφεύρεση ενός μέσου επικοινωνίας μετά την τυπογραφία του Γουτεμβέργιου, εδώ και μισή χιλιετία.
Οι νέες γενιές, τις οποίες θα αποκαλούσαμε (ακολουθώντας τον παραγνωρισμένο Βίλεμ Φλούσερ) «τηλεματικές», έχουν αφοσιωθεί ψυχή τε και σώματι στα νέα πολυμέσα, ενώ και αρκετά μέλη παλαιότερων γενεών προσπαθούν, συχνά με μεγάλη επιτυχία, να προσαρμοστούν στις νέες ευκαιρίες και προκλήσεις που γεννά το διαδίκτυο – τώρα πια και με τις απρόσμενες ευλογίες του Πάπα, που πρόσφατα χαρακτήρισε το διαδίκτυο «δώρο Θεού»... Συνάμα, ωστόσο, οι παλαιές γενιές αρέσκονται σε μια ολοένα πιο κινδυνολογική στάση απέναντι στην ψηφιακή κουλτούρα, με επίκεντρο την πραγματική ή υποτιθέμενη αλλοίωση έως και εξαφάνιση κάποιων παραδοσιακών αξιών.
Από τον κορυφαίο Γάλλο φιλόσοφο και επιστημολόγο Μισέλ Σερ (γεν. 1930), που δίδαξε σε διάφορα πανεπιστήμια της Γαλλίας και των ΗΠΑ και είναι μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, θα περιμέναμε –αν μη τι άλλο, λόγω ηλικίας– να συνταχθεί με τις παλαιές γενιές ως προς το ζήτημα του διαδικτύου και των ραγδαίων αλλαγών που έχει επιφέρει στη ζωή μας. Κι όμως, ο γηραιός πλην σοφός Σερ φανερώνεται όχι απλώς ανοιχτός στον ψηφιακό κόσμο, αλλά ένθερμος, σχεδόν φανατικός θιασώτης του. Στο ευσύνοπτο βιβλίο του Η Κοντορεβιθούλα, που εκδόθηκε το 2012 στη Γαλλία και μεταφράστηκε πρόσφατα στα ελληνικά από τον καθηγητή Δημήτρη Ποταμιάνο, παρουσιάζει αρκετούς λόγους για τους οποίους οι νέες, κατεξοχήν ψηφιακές γενιές θα (άξιζε να) αντικαταστήσουν τις παλαιότερες.
Οι παλαιές γενιές αρέσκονται σε μια ολοένα πιο κινδυνολογική στάση απέναντι στην ψηφιακή κουλτούρα, με επίκεντρο την πραγματική ή υποτιθέμενη αλλοίωση έως και εξαφάνιση κάποιων παραδοσιακών αξιών
Σύμφωνα με τον Σερ, το ανθρώπινο «παράδειγμα» έχει αλλάξει σε μεγάλο βαθμό τις τελευταίες δεκαετίες, ιδίως μετά τη δεκαετία του 1970, και αλλάζει σε αυξανόμενο βαθμό όσο εξελίσσονται οι νέες τεχνολογίες. Στο ανά χείρας βιβλίο, ο φιλόσοφος κωδικοποιεί το νέο ψηφιακό άτομο ως «Κοντορεβιθούλα»: είναι, όπως μας εξηγεί ο μεταφραστής, μια υπέρ του θηλυκού γένους εκδοχή του γνωστού ήρωα του παραμυθιού του Σαρλ Περό (Petit poucet), με την επιπλέον έννοια ότι, επειδή pouce σημαίνει «αντίχειρας», είναι το άτομο που παίζει στα δάχτυλα τις νέες τεχνολογίες. Η Κοντορεβιθούλα και ο Κοντορεβιθούλης της εποχής μας, αυτοί οι εξατομικευμένοι ανώνυμοι πολίτες του δικτυωμένου κόσμου οι οποίοι θέλουν να πάρουν τον δικό τους δρόμο στη ζωή, διαφέρουν ουσιωδώς από τους προγόνους τους: «Αυτός ή αυτή που θέλω να σας παρουσιάσω δεν ζει πλέον συντροφικά με ζώα, δεν κατοικεί την ίδια γη, δεν έχει πλέον την ίδια σχέση με τον κόσμο». Δεν έχουν (ακόμα) γνωρίσει τον πόλεμο, την αρρώστια, την πείνα. Στη διαμόρφωσή τους συμβάλλουν οι νέες τεχνολογίες, τα μέσα ενημέρωσης, η διαφήμιση, η κοινωνία της κατανάλωσης και του θεάματος, την οποία ουσιαστικά κατασκεύασαν, απόλαυσαν (πραγματικά ή φαντασιακά) και τους μεταδίδουν οι γονείς τους. «Τα παιδιά λοιπόν αυτά κατοικούν στην εικονική σφαίρα […] Δεν έχουν πια το ίδιο κεφάλι».
Τι άλλο προσπάθησαν να τους μεταδώσουν οι γονείς, αλλά δεν τα κατάφεραν; Ιδεολογίες. Και ευτυχώς, αναφωνεί ο Σερ. Το επιχείρημά του θα προκαλέσει ανατριχίλα στους ιδεολόγους, τους ηθικολόγους, τους ρομαντικούς. Αλλά δεν έχει άδικο: «Το νεογέννητο αυτό άτομο είναι μάλλον μια καλή είδηση. Βάζοντας στη ζυγαριά τα μειονεκτήματα αυτού που οι γερομπαμπαλήδες αποκαλούν “εγωισμό” με τα εγκλήματα που έγιναν στο όνομα και για χάρη του πάθους μας να ανήκουμε ντε και καλά κάπου –εκατοντάδες εκατομμύρια νεκρών–, αγαπώ με αληθινή αγάπη τους νέους αυτούς ανθρώπους». Ποιος σώφρων θα αρνούνταν ότι η μετατροπή των πανίσχυρων συλλογικών δεσμών σε χαλαρούς ατομικούς συνδέσμους, η αλλαγή του συλλογικού (collectif) σε συνδεσμικό (connectif), όπως εύστοχα γράφει ο Γάλλος φιλόσοφος, έχει και κάποια πλεονεκτήματα;
Η γνώση αλλάζει, ο δε τρόπος μετάδοσής της έχει αλλάξει ακόμα περισσότερο, μας λέει ο Σερ. «Το παιδαγωγικό σύστημα άλλαξε τρεις φορές: με τη γραφή οι Έλληνες ανακάλυψαν την παιδεία. Μετά την τυπογραφική επανάσταση τα παιδαγωγικά εγχειρίδια γέμισαν τον κόσμο. Σήμερα;» Σήμερα η γνώση βρίσκεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στο διαδίκτυο, προσβάσιμη σε όλους, συνεπώς δεν είναι ανάγκη «να» μεταδοθεί, αφού «ήδη» μεταδίδεται άμεσα και ακατάπαυτα. Ο Γάλλος επιστημολόγος θα αφιερώσει αρκετές σελίδες σε κάτι που γνωρίζει άριστα: στον τρόπο με τον οποίο αλλάζουν ιστορικά και πολιτισμικά η εκπαίδευση, η διάδοση της γνώσης, η μετάδοση των φυσικών και ανθρωπιστικών επιστημών. Πρόκειται για τις «μαλακές» επαναστάσεις, όπως γράφει, τις οποίες θεωρεί συχνά πιο επιδραστικές από τις «σκληρές» επαναστάσεις, που περιλαμβάνουν τα εργαλεία, τα μηχανήματα κ.λπ. «Το μαλακό οργανώνει και συσσωματώνει αυτούς που χρησιμοποιούν το σκληρό».
Η Κοντορεβιθούλα δεν είναι πια υποχείριο της αυθεντίας, αλλά αξιώνει να αξιολογεί την αυθεντία, κάθε αυθεντία, αρχής γενομένης από τους δασκάλους της. Και καλά κάνει, λέει ο Σερ: «Πάνε σαράντα χρόνια που οι φοιτητές μου με βαθμολογούν σε άλλα πανεπιστήμια. Και δεν μου έχει κάνει κανένα κακό. Γιατί; Επειδή, χωρίς κανένας νόμος να το ορίζει, οι φοιτητές που παρακολουθούν ένα μάθημα πάντα αξιολογούν τον καθηγητή» (κάτι που, αν μπορούσαν, θα εισάκουγαν όσοι Έλληνες καθηγητές εναντιώνονταν/εναντιώνονται στην αξιολόγησή τους). Ο Σερ συνεχίζει ακάθεκτος να παίρνει το μέρος της Κοντορεβιθούλας, να κατακεραυνώνει κάθε μορφή εξουσίας και αυθεντίας, όπως τους πολιτικούς, των οποίων τις «μπαρούφες» και τον «ξύλινο λόγο» δικαίως αποστρέφεται και απορρίπτει η νέα γενιά. Πατρίδα, Τάξη, Φυλή, Εκκλησία, Ανδρικό Φύλο, όλα αυτά τα «αιμοσταγή φαντάσματα» για τα οποία οι περασμένες γενιές έδωσαν και έχυσαν αίμα, προκαλούν αηδία, όταν δεν προκαλούν αφόρητη πλήξη, στην Κοντορεβιθούλα. Σήμερα, το πάνω χέρι έχει πάρει το φάντασμα της Αγοράς, εναντίον του οποίου πρέπει να στραφεί, κατά τον Σερ, η νέα γενιά, αφού «πάνω από το ένα τρίτο της ανθρωπότητας ζει ακόμα βασανιστικά στη φτώχεια».
Στον «πολιτισμό της πρόσβασης» δεν γίνεται παρά να εγκωμιάσουμε τον κώδικα. «Υπάρχω, άρα είμαι ένας κώδικας, μετρήσιμος, απροσμέτρητης αξίας». Ο ψηφιακός άνθρωπος στη «νέα δημοκρατία της γνώσης» αξιώνει, σύμφωνα με τον Σερ, να διαλύσει την πυραμιδοειδή κατασκευή της εξουσίας, που εδώ και μερικές χιλιετίες έχει στήσει τη Μεγαμηχανή της (για να θυμηθούμε τον Μύθο της μηχανής του Λιούις Μάμφορντ) ώστε να ελέγχει την ανθρώπινη ζωή. Ως αντίδραση σε αυτό τον «ασάλευτο Πύργο», οι νέες ψηφιακές γενιές, οι Κοντορεβιθούληδες του παρόντος και του μέλλοντος, αξίζει να εγείρουν έναν νέο πύργο που θα είναι «κινούμενος, μεταβλητός, ρευστός, παρδαλός, πολύχρωμος, με δέρμα τίγρης, καμωμένος από ψηφίδες μωσαϊκού και μαρκετερί, ένας πύργος λάλος, όλος μικρές χρωματιστές φωτίτσες, που θα αντιπροσωπεύει τη συνδεδεμένη συλλογικότητα».
Ο Σερ εξετάζει το παρελθόν για να διανοίξει το μέλλον μας, όχι για να εκθειάσει το παρελθόν, και μια τέτοια κοσμοθεώρηση είναι αφ’ εαυτού της φρέσκια
Αισιόδοξος; Ως εκεί που δεν πάει. Ανοιχτομάτης σε όλα, μα τυφλός μπρος στις διαχρονικές ανθρωπολογικές σταθερές; Πιθανόν. Αδιάφορος απέναντι στον «δημοκρατικό μηδενισμό» (Ζαν Μποντριγιάρ) της μεταμοντέρνας εποχής; Ενδεχομένως. Μα όλα αυτά, πέραν του ότι και ο ίδιος ο Σερ τα γνωρίζει, δεν έχουν εν προκειμένω τόση σημασία. Το βιβλίο του Σερ είναι ένα ευσύνοπτο μανιφέστο για την ψηφιακή γενιά, όχι μια σχολαστική μελέτη αυτού του φαινομένου. Αν ήταν μια τέτοια μελέτη, θα είχε να αναλογιστεί σε βάθος όλα τα τιμήματα που οπωσδήποτε θα πληρώσουν οι νέες γενιές στις προσπάθειές τους να φτιάξουν έναν άλλο, τον δικό τους, κόσμο. Ο Σερ εξετάζει το παρελθόν για να διανοίξει το μέλλον μας, όχι για να εκθειάσει ως «γερομπαμπαλής» το παρελθόν, και μια τέτοια κοσμοθεώρηση είναι αφ’ εαυτού της φρέσκια, θετική, πολύτιμη, σχεδόν ανακουφιστική μες στη γεροντοκρατία που μας πλήττει.
Η Κοντορεβιθούλα του Μισέλ Σερ μπορεί λοιπόν να διαβαστεί ως ένα tour de force υπέρ ενός «νέου ανθρώπινου όντος» το οποίο σπεύδουν να καταδικάσουν, επειδή το φοβούνται και επειδή δεν το κατανοούν, αυτοί ακριβώς που το διαμόρφωσαν. Οι προ-τηλεματικοί γονείς κοιτάζουν τα τηλεματικά τέκνα τους και αποστρέφουν το βλέμμα τους. Το πιο χαριτωμένο της υπόθεσης είναι πως τα τηλεματικά τέκνα έχουν ήδη προλάβει να αποστρέψουν το δικό τους βλέμμα από τους γεννήτορες και δημιουργούς τους και να το στρέψουν στο μέλλον. Και καλά (τους) κάνουν.
Η κοντορεβιθούλα
Michel Serres
Μτφρ: Δημήτρης Ποταμιάνος
Ποταμός 2013
Σελ. 128, τιμή € 9,50