
Του Πάρι Κωνσταντινίδη
...δεν είναι ένα, ούτε αιώνιο. Ούτε καν απλώς των Ελλήνων! Ωστόσο, επί τη βάση τέτοιων κλισέ «αναλύονται» πολλές φορές διάφορα προβλήματα στη χώρα μας, οι αιτίες των οποίων ανάγονται με περισσή ευκολία σε «εθνικά χαρακτηριστικά».
Τέτοιες φολκλορικές ερμηνείες συσκοτίζουν τις πραγματικές αιτίες των προβλημάτων, παρατηρούσε ο κοινωνιολόγος της πολιτικής, Ζαν Μεϋνώ, στην κλασική μελέτη του: «Οι πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα» (επανέκδ. Σαββάλας, 2004 [1965]). Ο Μεϋνώ είχε προβλέψει, ήδη το 1965, ότι η είσοδος της Ελλάδας στην τότε Κοινή Αγορά (πρόδρομο της Ευρωπαϊκής Ένωσης), θα οδηγούσε σε αποβιομηχάνιση, εάν δεν λαμβάνονταν συγκεκριμένα μέτρα. Παράλληλα είχε προβλέψει ότι εντός της Κοινής Αγοράς η γερμανική ηγεμονία θα αντικαθιστούσε την αμερικάνικη, ενώ για την οικονομική καχεξία της μεταπολεμικής Ελλάδας, απέδιδε ευθύνες, μεταξύ άλλων, στον υπέρογκο εξωτερικό δανεισμό, που δημιουργούσε εξαρτήσεις και καταδίκαζε την οικονομική ανάπτυξη. Επεσήμαινε επίσης, ότι στην ελληνική πολιτική σκηνή, δεν κυριαρχούσαν τόσο οι ιδεολογίες, όσο ένα σύστημα πατρωνίας.
Στο τελευταίο αυτό ζήτημα έρχονται μια σειρά από νεώτερες μελέτες να ανανεώσουν την οπτική μας. Ωστόσο, πριν γίνει λόγος για μία από αυτές, ας θυμηθούμε πόσο εύκολα αναγόνταν –και πάλι– σε «εθνικά χαρακτηριστικά» ό,τι εθεωρείτο επιτυχημένο. Για παράδειγμα, ο κριτικός θεάτρου Κώστας Γεωργουσόπουλος έγραφε στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» στις 24 Οκτωβρίου 1997: «Οι Έλληνες ηθοποιοί είναι από τους καλύτερους της Ευρώπης, χωρίς να έχουν ούτε την εκπαίδευση ούτε την παράδοση των Ευρωπαίων συναδέλφων τους. Όμως η πλούσια φαντασία του λαού μας, η φλογερή μας ιδιοσυγκρασία, το φιλότιμο, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης [...] κατέστησαν τους Έλληνες ηθοποιούς ικανούς...».
Ωστόσο αυτές οι αντιλήψεις δεν περιορίζονταν μόνο στον δημόσιο λόγο ενός επιφανούς κριτικού θεάτρου, αλλά ενσωματώνονταν στα προσωπικά βιώματα των ηθοποιών, όπως δείχνει η εθνογραφική έρευνα της Βασιλικής Λαλιώτη. Στο «…γιατί κυλά στο αίμα μας. Από το αρχαίο δράμα στο φλαμένκο: Επιστρέφοντας την ανθρωπολογία στο πεδίο της εμπειρίας» (Κριτική, 2010), γίνεται μια αξιοπρόσεκτη σύνδεση δύο εθνογραφιών. Η Μαρία Παπαπαύλου δείχνει πώς αντιλαμβάνονται οι Τσιγγάνοι της Jerez της Ανδαλουσίας τον εαυτό τους ως τον μόνο γνήσιο φορέα της παράδοσης του φλαμένκο, ενώ η Λαλιώτη δείχνει πώς βιώνουν μια παράσταση στην Επίδαυρο οι ηθοποιοί του Εθνικού Θεάτρου.
Οι ηθοποιοί με τους οποίους συνομίλησε η ανθρωπολόγος θεωρούσαν ότι δεν έπρεπε να έχουν ιδιαίτερο θεωρητικό υπόβαθρο για να μην χάσουν την «αθωώτητα» και τον «αυθορμητισμό» τους, ενώ πίστευαν ότι η «ιδιότητα» του Έλληνα τους καθιστούσε αυτομάτως τους πλέον κατάλληλους για να αποδόσουν «σωστά» το Αρχαίο Δράμα. Οι δύο ανθρωπολόγοι επιλέγουν συνειδητά να μην ερμηνεύσουν τα παραπάνω ως αντανακλάσεις των κυρίαρχων ιδεολογικών κατασκευών στο πλαίσιο της συγκρότησης εθνικών ταυτοτήτων, αλλά να επικεντρωθούν στον τρόπο που οι δρώντες βιώνουν και ερμηνεύουν τις εν λόγω επιτελέσεις, κάνοντας λόγο για Ανθρωπολογία της Εμπειρίας. Καταλήγουν στο συμπέρασμα, ότι –αν και στην περίπτωση του Εθνικού Θεάτρου επρόκειτο για ανθρώπους μέσης και ανώτερης μόρφωσης– και στις δύο εθνογραφίες οι δρώντες «βιώνουν τον κόσμο με έναν τρόπο ο οποίος έρχεται σε αντίφαση με τη Δυτική επιστημονική λογική».

Σε αυτό το πλαίσιο, το ελληνικό κράτος δεν γίνεται αντιληπτό ως μια μεσογειακή παρέκκλιση ενός ιδεοτυπικού Δυτικού κράτους. Αντιθέτως, θεωρείται ότι τόσο στον προηγμένο, όσο και στον αναπτυσσόμενο κόσμο: «η κανονική λειτουργία της κρατικής εξουσίας διεξάγεται στο όριο ανάμεσα στον κανόνα και την εξαίρεσή του, ανάμεσα στην τήρηση της νομιμότητας και την παρανομία». Αντιστοίχως, στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, το κράτος ενθάρρυνε επιλεκτικά, συγκεκριμένες –αν και ολοένα διευρυνόμενες– ομάδες του πληθυσμού στην πρακτική της αυθαίρετης δόμησης, την οποία κατόπιν νομιμοποιούσε, εξασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο την πολιτική νομιμοφροσύνη των εν λόγω ομάδων. Αν και ο τρόπος διαμόρφωσης της Αθήνας διαφέρει σημαντικά από τα ευρωπαϊκό σύνηθες παρουσιάζει σημαντικές ομοιότητες με την περίπτωση του Λος Άντζελες στην Αμερική, καθώς κι εκεί συνυπήρξαν η υψηλή κοινωνική αξία της ιδιόκτητης κατοικίας με την ασχεδίαστη οικιστική ανάπτυξη χωρίς ουσιαστικό κρατικό έλεγχο.
Το «αιώνιο» πρόβλημα των Ελλήνων δεν είναι τελικά και τόσο φολκλορικό ή ανάδελφο, όσο κι αν επιλέγουμε πολλές φορές να ομφαλοσκοπούμε. Οι έρευνες των τελευταίων χρόνων έχουν καταφέρει να ανανεώσουν την οπτική και το θεωρητικό τους υπόβαθρο καταρρίποντας τα κυρίαρχα στερεότυπα, ωστόσο δεν αρκεί αυτό. Μένει να ενημερωθεί κι ο δημόσιος διάλογος από τα συμπεράσματά τους.