Του Νίκου Ξένιου
«Οι ποιητές έχουν ένα τεράστιο πλεονέκτημα έναντι των πολιτικών: δεν χρειάζεται να φανταστούν το μέλλον, γιατί το μέλλον είναι ήδη μπροστά τους». Ελίας Σανμπάρ
Πάντα οι λαοί εμπιστεύονταν αφελώς την ευρωπαϊκή διαιτησία. Σ’ αυτό το σφάλμα υπέπεσαν και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η Μεγάλη Βρετανία αποφάσισε ιδιοτελώς να προικίσει τους κατατρεγμένους Εβραίους με το 55% της Γης της Επαγγελίας, θεωρώντας πως στους Παλαιστινίους αρκούσε «ολόκληρος ο αχανής αραβικός χώρος για να εγκατασταθούν».
Κάποιοι διανοούμενοι, κατατρεγμένοι από τους Ναζί και με το εσφαλμένο στερεότυπο κάποιας υποτιθέμενης συνέργειας του αραβικού κόσμου στο αντισημιτικό πογκρόμ, παραπλανήθηκαν τότε και υποστήριξαν τη βρετανική εξωτερική πολιτική. Και να πώς φτάσαμε σήμερα στο αδιέξοδο του Μεσανατολικού. Αντίστοιχα, οι λαοί -και κυρίως τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα- εμπιστεύθηκαν τους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς για να δώσουν ώθηση στην ανάπτυξή τους με δανεικά λεφτά. Κι έτσι φτάσαμε σήμερα στο αδιέξοδο της οικονομικής κρίσης, με πιόνια τους λαούς αυτούς στον διεθνή άβακα ζατρικίου που παίζει η παγκοσμιοποίηση.
Τα δύο φαινόμενα συνδέονται με προφανείς αντιστοιχίες, που τις πραγματεύονται δύο πολιτικά βιβλία των εκδόσεων «Πατάκη», αμφότερα σε έξοχη μετάφραση της Σώτης Τριανταφύλλου. Το πρώτο, ένα μανιφέστο για την ελευθερία. Το δεύτερο, ένα παράπονο για μια πατρίδα. Και τα δύο είναι, ποιητικῇ ἀδείᾳ, κείμενα που μιλούν για τη δυνατότητα του ανθρώπου ν’ αντικρύζει το μέλλον του με δυναμισμό, μακράν των μεσσιανικών λύσεων, αποποιούμενος τη βία και παραμένοντας μακριά από εθνοτικές εμμονές και σύνορα. «Οι αυτοκρατορίες είναι φθαρτές, οι αυτοκρατορίες πρέπει να διασπαστούν σε λαούς, κι ο καθένας από αυτούς τους λαούς έχει δικαίωμα σ’ ένα κράτος. Η ιδέα της μετάβασης από τον λαό στο κράτος είναι καταγεγραμμένη στη Χάρτα των Ηνωμένων Εθνών. Αλλ’ αυτό δεν έγινε σεβαστό στην πράξη».
Οι λαοί ως αμνοί επί σφαγή
Ο ένας από τους δυο συγγραφείς του βιβλίου Ο δρόμος της ελπίδας, ο Στεφάν Φρεντερίκ Εσέλ, υπήρξε αντιστασιακός στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, γνώρισε τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και συνυπέγραψε την Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το βιβλίο του με τον τίτλο Αγανακτήστε συνέπεσε χρονικά με την «αραβική Άνοιξη» και ο όρος «Αγανακτισμένοι» υιοθετήθηκε από τους προπέρσινους διαδηλωτές της Ισπανίας, της Ελλάδας και της Γαλλίας, ενώ ενέπνευσε το κίνημα “Occupy Wall Street” της Νέας Υόρκης. Διανοούμενος που στην πρώτη μεταπολεμική δεκαετία εμπιστεύθηκε τη βρετανική πολιτική και κατόπιν διαπρύσιος κατήγορός της, ο Εσέλ πέθανε φέτος, σε ηλικία 94 ετών.
Ο έτερος των δύο οικουμενικών συγγραφέων, ο γάλλος κοινωνιολόγος Εντγκάρ Μορέν, υπήρξε ιδρυτής του περιοδικού “Arguments” και της École des Hautes Études en Sciences Sociales, στο Παρίσι. Φίλος και συνοδοιπόρος των μεγάλων μας δασκάλων, Κορνήλιου Καστοριάδη, Ζαν Πιέρ Βερνάν και Πιέρ Βιντάλ Νακέ, από παλιά είχε επισημάνει πως διανοούμενοι σαν τον εβραίο της διασποράς ελληνιστή ιστορικό Βιντάλ Νακέ, «που διεκδικούν ταυτόχρονα την ιδιότητα του Ιουδαίου και του Γάλλου πολίτη, είναι είδος υπό εξαφάνισιν». Στο βιβλίο Ο δρόμος της ελπίδας ο Εντγκάρ Μορέν γράφει «à quatre mains» με τον Στεφάν Εσέλ, ευχόμενος (να πούμε: επαγγελλόμενος;) μια πολιτική ανθρωπιάς: Ναι και ταυτόχρονα όχι στην παγκοσμιοποίηση. Η Ευρώπη πρέπει να συνεχίσει τις ανθρωπιστικές της επιλογές αιώνων. Οι δυο διανοητές οραματίζονται και διαλέγονται πάνω στο φάσμα μιας κοινωνίας όπου ο πολίτης θα είναι υπερήφανος, όπου δεν θα θίγονται οι συντάξεις, οι κατακτήσεις της κοινωνικής ασφάλισης, όπου τα Μ.Μ.Ε. θα τάσσονται στην υπηρεσία των αδύναμων κοινωνικών τάξεων. Πρέπει, κατά τον Εσέλ, να υπερνικηθεί το συναίσθημα της απάθειας και «να γίνει, στη συνείδηση των νέων πολιτών, σαφής η διάκριση ανάμεσα στην έννοια του Δικαίου και στην έννοια της Νομιμότητας». Οφείλουμε να σεβόμαστε τη Δημοκρατία, όμως όταν κάτι είναι νόμιμο αλλά χωρίς νομιμότητα, πρέπει να διαμαρτυρόμαστε, ν’ αντιστεκόμαστε και να επιδεικνύουμε ανυπακοή.
Διαβάζοντας το μανιφέστο αυτό, διερωτάται κανείς για το απάρτχαϊντ, την αποικιοκρατία και τον Ντε Γκωλ, τον Μάη του ‘68 και τους εκπεσόντες οραματισμούς του, για την Πλατεία Συντάγματος πριν δυο χρόνια. Μπροστά στο φάσμα ενός πλανήτη που απειλείται, μπροστά στην προοπτική των εθνών που καταφέρονται στα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα για να επιβιώσουν ως ιδεοληπτικά μορφώματα, η Ευρώπη παίρνει, πλέον, νέο πρόσωπο: επισημαίνονται οι κίνδυνοι της κακώς εννοούμενης παγκοσμιοποίησης (globalization) και η έννοια αντιδιαστέλλεται στον καλώς εννοούμενο ουνιβερσαλισμό, την παγκοσμιότητα δηλαδή και την πολιτιστική επικοινωνία (globalité). Kινητήρια δύναμη, για τους δυο συγγραφείς, πρέπει να είναι η αγανάκτηση. Επιστρατεύοντας μια καλοπροαίρετη αλλά αφελή, κατά την άποψή μας, αισιοδοξία, παροτρύνουν τον αναγνώστη ν’ αγανακτήσει με την τεράστια διαφορά που χωρίζει τους πολύ φτωχούς από τους πολύ πλούσιους, να καταγγείλει τις διακρίσεις απέναντι στους μετανάστες χωρίς «χαρτιά» και τη δικτατορία των διεθνών τραπεζικών οργανισμών.
Χαλαρή οικουμενική σκέψη
Ωστόσο, οι ζώνες πολιτικής επιχειρηματολογίας που πρέπει να φωτιστούν παραμένουν σκοτεινές, και το ίδιο κλίμα επικρατεί και στο δεύτερο βιβλίο των εκδόσεων «Πατάκης» στο οποίο θ’ αναφερθούμε. Το 2011, ο Στεφάν Εσέλ είχε δημοσιεύσει στην “Frankfurter Allgemeine Zeitung” ένα άρθρο, όπου σύγκρινε τη ναζιστική κατοχή της Γαλλίας στον Δεύτερο Παγκόσμιο με την κατοχή των παλαιστινιακών εδαφών από τους Ισραηλινούς. Στο βιβλίο Ο επιζήσας και ο εξόριστος, ο γνωστός παλαιστίνιος ιστορικός, ποιητής και δοκιμιογράφος Ελίας Σανμπάρ, αρχισυντάκτης της «Revue d’Études palestiniennes» και πρέσβυς της Παλαιστίνης στην ΟΥΝΕΣΚΟ, έρχεται σήμερα να συνομιλήσει με τον Εσέλ για την αραβοϊσραηλινή διένεξη, εμπλέκοντας στη συζήτηση τον ιστορικό Φαρούκ Μαρντάμ Μπε, καθώς και την προσωπική του πορεία στη θυματοποίηση των Παλαιστινίων από τον σιωνιστικό σχεδιασμό.
Οι συνομιλητές διερωτώνται για τη νομιμότητα της πολιτικής βίας, πράγμα που σημαίνει ότι αντιπαραθέτουν τη διεθνή νομιμότητα στην έννοια της Δικαιοσύνης, διερωτώνται για τα όρια της ένοπλης σύγκρουσης κι απολογούνται για τα λάθη που διαπράχθηκαν υπό το κράτος της πεποίθησης πως «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Τι να πει κανείς για μια σύγκρουση που διαρκεί πάνω από αιώνα, και για την οποία έχουν ήδη προταθεί τόσες λύσεις, χωρίς όμως αποτέλεσμα; Ο Εσέλ εδώ υιοθετεί την οπτική γωνία του παλιού ειρηνιστή ευρωπαίου διπλωμάτη που γνώρισε τη ναζιστική θηριωδία, ενώ ο Σανμπάρ την άποψη του παιδιού που γεννήθηκε στη Χάιφα ένα χρόνο πριν ιδρυθεί το κράτος του Ισραήλ, τότε που ο Γιασέρ Αραφάτ ήταν ένας θρύλος. [1]
Όμως, οι απόγονοι των θυμάτων κληρονομούν καθήκοντα επαγρύπνησης. Ο διάλογος διεξέρχεται την κατάσταση της Μέσης Ανατολής στις δεκαετίες ’50 και ’60, το μπλοκάρισμα της ειρηνευτικής διαδικασίας μπροστά στο αέναα εγειρόμενο επιχείρημα του αλυτρωτισμού, τη θηριωδία των ισραηλινών, στα πλαίσια της εμμονής για υποτιθέμενη ιστορική «εκστρατεία εξαφάνισης της θρησκείας τους», την αδιαλλαξία των Παλαιστινίων και τα ελάχιστα περιθώρια συνεννόησης που επιτρέπουν οι μουσουλμανικές αδελφότητες της Τουρκίας, της Αιγύπτου, της Συρίας και ίσως και της Ιορδανίας, τον οξιντενταλισμό του Ισραήλ και την πολιτική Nakba[2]. Τέλος, αναδεικνύει με ζοφερό τρόπο την επιβεβλημένη από τα Ηνωμένα Έθνη «ομοφωνία» στη θέσπιση του ισραηλινού κράτους και τη συνακόλουθη παραβίαση όλων των ειρηνευτικών όρων της. Είναι τέτοιο το μέγεθος της ανθρωπιστικής αδικίας που διαπράττεται καθημερινά, που ο εθνικισμός φαντάζει ως η ηπιότερη δυνατή συνέπειά του, περιβαλλόμενος το ένδυμα του νόστου για μιαν απωλεσθείσα πατρίδα.
Η ποίηση ως αντίδοτο του φανατισμού
Επιστρέφει οδυνηρά στη μνήμη μας το περίφημο ντοκυμαντέρ του BBC για τους «αυτοεκρηγνυόμενους» Παλαιστινίους κομμάντος, στο σημείο όπου η δημοσιογράφος ρωτούσε μια χαροκαμμένη μάνα αν θεωρούσε άδικο τον θάνατο του μεγάλου της γιου κι εκείνη, αμετανόητα φανατική και με μια πρωτοφανή σκληρότητα στο πρόσωπο, απαντούσε: «Είμαι έτοιμη να στείλω και τον δεύτερο, και τον τρίτο μου γιο στην αγκαλιά του Αλλάχ!» Η κατάσταση στη φλεγόμενη ζώνη έχει, οριστικά πλέον, διαμορφώσει μισαλλόδοξες συνειδήσεις, η διεθνής οικονομική κρίση βρίσκεται στο απόγειό της και, αναπόφευκτα, η διεθνής κοινή γνώμη γέρνει υπέρ των Παλαιστινίων.
Όσο για τον Εσέλ, είναι σαφής: «Δεν έχω πάψει να λέω και να ξαναλέω στους εβραίους φίλους μου: πώς να υποστηρίξει κανείς ένα κράτος που συστηματικά παραβιάζει τους όρους των Ηνωμένων Εθνών; Συνεχίζετε να παραβαίνετε αυτό που θα’ πρεπε να υποστηρίζετε ως αιώνια δικαίωση της ύπαρξης καθεαυτήν του κράτους σας!».
Ο Εσέλ ενσαρκώνει, τρόπον τινά, τη φιγούρα του κριτικά ιστάμενου έναντι του θέματος ουμανιστή διανοούμενου, που γνωρίζει σε βάθος την υπόθεση: Ο συνομιλητής του φαίνεται να πείθεται και, σε μια ρεβιζιονιστική προοπτική, να κρίνει πως το μέλλον των εθνών εναπόκειται στη συνειδητοποίηση της πολιτιστικής επιβίωσής τους, χωρίς απαραίτητη προσφυγή σε κρατικά σύνορα. Ως εξόριστος, ζητά την επιστροφή των προσφύγων στις πατρίδες τους. Και αφήνει την παρακαταθήκη του για τις ποιητικές συγγένειες των λαών λέγοντας: «Μια πολιτική είναι αξιοθαύμαστη μόνον όταν είναι διορατική. Και είναι διορατική μόνον αν τρέφεται από την ποίηση»…
[1]Στον πόλεμο του 1948 περίπου εφτακόσιες χιλιάδες Παλαιστίνιοι εκπατρίστηκαν και εκατοντάδες παλαιστινιακών πόλεων ισοπεδώθηκαν. Γύρω στις 840.000 Παλαιστινίων βρίσκονταν ήδη πρόσφυγες στη Δύση, άλλες 450.000 ήταν ξεσπιτωμένοι, ενώ οι 110.000 που γλίτωσαν τον κατατρεγμό ξύπνησαν ένα πρωί μέσα στα κρατικά σύνορα του Ισραήλ. Οι απόγονοι αυτών των προσφύγων ζουν σήμερα στην Ιορδανία (δύο εκατομμύρια), στον Λίβανο (430.000), στη Συρία (480.000), στη Δυτική Όχθη του Ιορδάνη (790.000) και στη Λωρίδα της Γάζας (1.1 εκατομμύριο), ενώ γύρω στις 250.000 ζουν εκτοπισμένοι σε ισραηλινά εδάφη, επισημαίνει στο βιβλίο ο Φαρούκ Μαρντάμ Μπε. Προς επίρρωσιν των στατιστικών, διαβάστε: http://www.reuters.com/article/2011/05/15/us-palestinians-israel-refugees-idUSTRE74E2BP20110515
[2] يوم النكبة: πολιτική που οραματίζεται την ημέρα της εξώθησης των Παλαιστινίων από τα εδάφη ζωτικού ενδιαφέροντος του Ισραήλ και την οριστικής «λύτρωσης» του εβραϊκού λαού.
Εκδόσεις Πατάκη 2013
Σελ. 230, τιμή € 14,00