
Για τη μελέτη του Αλέξη Κόκκου «Η δύναμη της τέχνης στη μάθηση – Διδακτική μεθοδολογία για την εκπαίδευση ενηλίκων και το σχολείο» (εκδ. Επιστημονική ένωση εκπαίδευσης ενηλίκων).
Γράφει η Αντιγόνη Βλαβιανού
Επιλέγοντας ως εναρκτήρια φράση -εν είδει μότο- ένα credo του Γάλλου θεωρητικού, κριτικού της λογοτεχνίας, φιλοσόφου και σημειολόγου Roland Barthes, που λέει ότι «η λογοτεχνία -η τέχνη, διαβάστε εσείς- δεν μας βοηθάει να βαδίζουμε, αλλά να αναπνέουμε καλύτερα» (από το δοκίμιό του «Τί εστί κριτική; / Qu’est-ce que la critique?») και ξεφυλλίζοντας το πρόσφατο βιβλίο του Αλέξη Κόκκου -ομότιμου Καθηγητή στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο και Προέδρου της Επιστημονικής Ένωσης Εκπαίδευσης Ενηλίκων, καθώς και της International Transformative Learning Association/ITLA-, που εκδόθηκε αρχικά στην αγγλική από τον διεθνή εκδοτικό οίκο Brill Sense και μεταφράστηκε στην ελληνική γλώσσα από τον ίδιο, επιθυμώ να σταθώ ιδιαιτέρως στο Β' Μέρος του πονήματος, το οποίο εστιάζει σε αυτή καθαυτή τη μέθοδο της «Μετασχηματίζουσας μάθησης μέσα από την αισθητική εμπειρία» -γνωστής με το αρκτικόλεξο ΜΜΑΕ-, δηλαδή, του σταδιακού μετασχηματισμού του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε, κατανοούμε και ανασκευάζουμε την πραγματικότητα που μας περιβάλλει χάρη στη διαμεσολάβηση των έργων τέχνης.
Πιο συγκεκριμένα, στο εν λόγω Β’ Μέρος του βιβλίου, ο Αλέξης Κόκκος -έχοντας εκθέσει εκτενώς στα κεφάλαια 1-7 του Α’ Μέρους του βιβλίου του όλες τις θεωρητικές απόψεις στις οποίες βασίζεται η «Μετασχηματίζουσα μάθηση μέσα από την αισθητική εμπειρία», και διαπιστώνοντας, συγχρόνως, το έλλειμμα της διεθνούς βιβλιογραφίας όχι για τη δημιουργία τέχνης από τους εκπαιδευόμενους, αλλά για τη συσχέτιση και, κατά συνέπειαν, την κριτική επανεξέταση του νοήματος των έργων τέχνης με αυτή καθαυτή την «επιδίωξη της μάθησης για αλλαγή»-, εστιάζει πλέον στη μέθοδο ΜΜΑΕ (που διαμορφώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 2000 και αποκρυσταλλώθηκε δέκα χρόνια, περίπου, μετά), με σκοπό να εκθέσει όχι μόνον τις θεωρητικές αρχές που τη διέπουν, αλλά, πρωτίστως, να καταθέσει παραδείγματα εφαρμογής της μεθόδου σε ποικίλα ηλικιακά πλαίσια, στο σχολείο, στο Πανεπιστήμιο και στο πεδίο της εκπαίδευσης ενηλίκων.
Περί αισθητικής εμπειρίας ο λόγος, βεβαίως, στο πλαίσιο της δυνατότητας μετασχηματισμού της θεώρησης του κόσμου και της περιρρέουσας βιωματικής εμπειρίας μας μέσω της τέχνης.
Περί αισθητικής εμπειρίας ο λόγος, βεβαίως, στο πλαίσιο της δυνατότητας μετασχηματισμού της θεώρησης του κόσμου και της περιρρέουσας βιωματικής εμπειρίας μας μέσω της τέχνης. Πλην όμως, η ουσιαστική αρετή της μεθόδου ΜΜΑΕ και -κατ΄ επέκτασιν- η κομβικής σημασίας αξία του συγκεκριμένου βιβλίου έγκειται στο γεγονός ότι επιχειρεί να διερευνήσει εν τοις πράγμασι τα περιθώρια εφαρμογής τής εν λόγω μεθόδου μάθησης για ουσιώδη αλλαγή (γιατί σε μια ουσιώδη «αλλαγή» στοχεύει, βεβαίως, η «μετασχηματίζουσα μάθηση»), αναπτύσσοντας σταδιακά ένα μεθοδολογικό πλαίσιο ικανό να συνδυάσει τις θεωρητικές απόψεις με διαφορετικές πρακτικές διδακτικής όψης, εστιάζοντας κάθε φορά στην αισθητική εμπειρία αποκλειστικά.
Η διαμόρφωση της μεθόδου ΜΜΑΕ
Αξίζει ιδιαίτερης προσοχής το γεγονός ότι η μέθοδος ΜΜΑΕ του Α. Κόκκου, που συνδέει άρρηκτα τη μαθησιακή διαδικασία με μια παράλληλη διαδικασία αλλαγής, διαμορφώνεται σταδιακά βάσει α) της «ολιστικής θεώρησης» της μαθησιακής διεργασίας από τον Δανό Knud Illeris, β) της μεταμορφωτικής συνερεύνησης της πραγματικότητας μέσω καλλιτεχνικών έργων, όπως τη διατύπωσε ο Βραζιλιάνος Paulo Freire, και γ) της Θεωρίας Μετασχηματισμού μέσω του κριτικού στοχασμού του Jack Mezirow. Αξίζει εξίσου προσοχής, όμως, ο σταδιακός προβληματισμός του Α. Κόκκου ως προς την ηλικιακή ταυτότητα των μαθητευόμενων και τη δυνητική τους ικανότητα για ένα συγκροτημένο μετασχηματισμό μέσα από ένα γόνιμο κριτικό στοχασμό, που ελέγχεται ικανή να ενεργοποιήσει η θέαση (διαβάστε, επίσης, ανάγνωση ή ακρόαση) ενός έργου τέχνης.
Το γεγονός ότι -παρ’ όλους τους δισταγμούς του Mezirow ως προς την ενεργοποίηση απαιτητικών διεργασιών κριτικού στοχασμού σε μια προεφηβική ηλικία, κατά την οποία ποικίλες απόψεις απορρέουν από ένα σύνολο (επίκτητων, τολμώ να πω) «νοητικών συνηθειών»- η μέθοδος ΜΜΑΕ του Κόκκου τείνει να ασπαστεί την καταφατική στάση του Freire έναντι της ενσωμάτωσης μιας «απελευθερωτικής παιδαγωγικής» στα σχολεία και, ακόμη περισσότερο, την επαναστατική, σχεδόν, άποψη του Illeris, κατά τον οποίο η «μετασχηματίζουσα μάθηση» δεν είναι μόνον εφικτή και ευκταία, αλλά και «αναγκαία» στην πρώιμη εφηβεία, με βρίσκει απολύτως σύμφωνη ομολογώ, ακριβώς γιατί θεωρώ ότι το σχολείο οφείλει να λειτουργεί και ως τόπος κριτικής συζήτησης ζωτικών ανησυχιών των εφήβων και, κατά συνέπειαν, μετασχηματισμού ορισμένων επίκτητων αντιλήψεών τους (από το οικογενειακό ή/και το κοινωνικό περιβάλλον τους), δηλαδή, αναθεώρησής τους μέσω ενός γόνιμου αναστοχασμού. Πολλώ μάλλον, αν αυτό επιτευχθεί μέσω μιας αισθητικής εμπειρίας ικανής να τους θέσει προ των δικών τους πολιτισμικών και διαπροσωπικών διλλημάτων, τα οποία δύνανται να αγγίξουν και τον δικό τους αυριανό επαγγελματικό προσανατολισμό.
Δύο κατηγορίες εκπαιδευόμενων
Ένα άλλο ενδιαφέρον ζήτημα που θίγεται στο Β’ Μέρος του βιβλίου αφορά σε αυτό καθαυτό το εύρος των εκπαιδευόμενων μέσω της αισθητικής εμπειρίας, δεδομένου ότι διαχωρίζονται a priori σε δύο διακριτές κατηγορίες: στην πρώτη ανήκουν όσοι διαθέτουν, ως αποδέκτες, ένα πολιτισμικό υπόβαθρο ικανό να τους βοηθήσει να «αποκωδικοποιήσουν» και να απολαύσουν το «νοηματικό περιεχόμενο και τη μορφολογική δομή» ενός έργου τέχνης, ενώ στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν όσοι στερούνται το εν λόγω «πολιτισμικό κεφάλαιο». Και εδώ ο Α. Κόκκος -και η συνακόλουθη μέθοδός του- αντιμετωπίζει με ώριμη σύνεση τους εκπαιδευόμενους της δεύτερης κατηγορίας, ασπαζόμενος την άποψη ότι «η οικειοποίηση της αισθητικής εμπειρίας [δεν μπορεί] να αποτελεί μονοπώλιο μιας μειοψηφίας» (σ. 150). Διαχωρίζει, λοιπόν, κατά πρώτον, τον εντοπισμό των ουσιωδών θεμάτων που εγείρει ένα έργο τέχνης, τα οποία δύνανται να σχετίζονται με τα βιώματα των εκπαιδευόμενων, από τη «σχολαστική διερεύνησή» τους, που μπορεί να τους αποθαρρύνει· κατά δεύτερον, εστιάζει στον κατά Freire διαχωρισμό της «απλότητας» μιας διδασκαλίας από την «απλοϊκή» διδασκαλία, που υποτιμά τους εκπαιδευόμενους, ενώ προκρίνει, κατά τρίτον, την κατά Pierre Bourdieu «άμβλυνση των εκπαιδευτικών ανισοτήτων», μέσω ενός παιδαγωγικού μοντέλου πιο δεκτικού έναντι της «σημαίνουσας μάθησης» και, πρωτίστως, της αισθητικής εμπειρίας.
Πρωτίστως, όμως, επιθυμώ να σταθώ στους τρόπους αντιμετώπισης ενός ευρύτατου φάσματος ενηλίκων εκπαιδευόμενων από τους εκπαιδευτές τους
Χάριν συντομίας, θα αντιπαρέλθω τη σύνδεση της μεθόδου ΜΜΑΕ με όλα τα γνωστικά αντικείμενα -η οποία ελέγχεται ως απολύτως εφικτή-, για να σταθώ, με τη δέουσα προσοχή, στο δυνάμει ευρύ φάσμα των εκπαιδευτών, οι οποίοι δύνανται -μέσω μιας κατάλληλης επιμόρφωσης- να μετουσιώσουν ένα έργο τέχνης σε έναυσμα για την «ανάπτυξη κριτικής επίγνωσης και συναισθηματικής εμπλοκής» (σ. 153), έστω και εάν δεν διαθέτουν εξειδικευμένες γνώσεις σε επίπεδο αισθητικής και καλλιτεχνικής εκπαίδευσης. Πρωτίστως, όμως, επιθυμώ να σταθώ στους τρόπους αντιμετώπισης ενός ευρύτατου φάσματος ενηλίκων εκπαιδευόμενων από τους εκπαιδευτές τους, οι οποίοι -ως «πολιτισμικοί ακτιβιστές» (για να μεταφέρω αυτούσια μια εύστοχη διατύπωση του Κόκκου)- οφείλουν να σταθμίσουν με τη δέουσα περίσκεψη τα περιθώρια παιδαγωγικής δράσης τους έναντι ενός ενήλικου μαθησιακού περιβάλλοντος, στο οποίο εντάσσονται δυνάμει εκπαιδευόμενοι που ανήκουν στην κατά Freire «κουλτούρα της σιωπής» (σ. 154), δηλαδή, σε καταπιεσμένα άτομα, που αδυνατούν να διανοηθούν να μετουσιωθούν σε «αυτο-κατευθυνόμενα υποκείμενα, με ενεργό ρόλο στο κοινωνικό γίγνεσθαι» (στο ίδιο) ή -ακόμη χειρότερα- σε άτομα επιρρεπή να βιώσουν ένα είδος «πολιτισμικής αυτοκτονίας», κατά τον Brookfield, εάν η αλλαγή που ευαγγελίζεται η «μετασχηματίζουσα μάθηση» τους εξ-ωθήσει, κατ’ αυτούς, σε ένα είδος αποξένωσής τους από τα πρότυπα ζωής με τα οποία αισθάνονται εξοικειωμένοι.
Επανεξέταση ιδεών και αξιών
Προκύπτουν, συνεπώς, ουσιώδη πρακτικά και, πρωτίστως, ηθικά ερωτήματα ως προς το δικαίωμα ή μη ενός εκπαιδευτή να θίξει -πολλώ μάλλον να αμφισβητήσει- παραδεδεγμένες αντιλήψεις και αξίες ζωής. Ο Α. Κόκκος τείνει και εδώ να ασπαστεί την άποψη του Mezirow ότι η επανεξέταση ιδεών και αξιών συνιστά εγγενή ιδιότητα της «μετασχηματίζουσας μάθησης» και, κατά συνέπειαν, η παιδευτική χρήση της την καθιστά απολύτως «ηθική». Από την άλλη, ο συγγραφέας ασπάζεται, επίσης, την άποψη του Freire ως προς την προσφυγή σε έναν ανοικτό διάλογο μεταξύ εκπαιδευτή και εκπαιδευόμενου, ικανού (ως διαλόγου) να μειώσει σταδιακά τις παρεμβάσεις του πρώτου, με σκοπό την απεξάρτηση του δεύτερου από τον πρώτο, προς όφελος μιας αυτο-αξιολογικής προσέγγισης της μάθησης, εν γένει.
Εν κατακλείδι, η προσφυγή στη «μετασχηματίζουσα μάθηση μέσω της αισθητικής εμπειρίας» –είτε αφορά σε έργα εικαστικά είτε σε έργα μουσικά είτε σε κείμενα λογοτεχνικά– εγείρει αφ’ εαυτής την έννοια μιας «συνδεδεμένης γνώσης» μέσω μιας συνεργατικής αλληλεπίδρασης και αλληλοκατανόησης μεταξύ εκπαιδευόμενων και εκπαιδευτών. Για να καταστεί, όμως, εφικτή η εν λόγω «συνδεδεμένη γνώση» προϋποθέτει αμφοτέρωθεν την κριτική επίγνωση, τη διερεύνηση και την επαναξιολόγηση όσων πρεσβεύουν, ένθεν κακείθεν, προκειμένου ο μαθησιακός βηματισμός κάθε εκπαιδευόμενου, μέσω της επαφής του με την Τέχνη, να μετατραπεί σε αναπνοής ισχυρισμός -για να θυμηθούμε το credo του Barthes- και, κατά συνέπειαν, σε ουσιώδη αναθεώρηση του αντιληπτικού σύμπαντος καθεμιάς και καθενός.
Εδώ έγκειται, κατ’ εμέ, η μεγάλη αρετή ενός βιβλίου, που οφείλει να διαβαστεί -ή, μάλλον, να μελετηθεί- από το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας μιας χώρας
Εδώ έγκειται, κατ’ εμέ, η μεγάλη αρετή ενός βιβλίου, που οφείλει να διαβαστεί -ή, μάλλον, να μελετηθεί- από το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας μιας χώρας, η οποία δεν στερείται εκπαιδευόμενων και εκπαιδευτών, πολλώ μάλλον έργων τέχνης ικανών να μετουσιώσουν σε δύναμη τη -βάσει σχετικής επιμόρφωσης- σύνδεση παιδείας και αισθητικής εμπειρίας. Η έκδοση παρέχει, βεβαίως, ποικίλα παραδείγματα εφαρμογής των πέντε βασικών διαδοχικών σταδίων στρατηγικής της «μετασχηματίζουσας μάθησης» μέσω της σταδιακής διαμόρφωσης κριτικών ερωτημάτων, εναλλάσσοντας διαφορετικά έργα τέχνης, κάθε φορά, για την αξιοποίηση μιας γόνιμης διανοητικής και συναισθηματικής μετασχηματιστικής διεργασίας, με έναυσμα τη συστηματική –και, κατά συνέπεια, προοδευτικά εξελικτική– διερεύνηση έργων τέχνης.
*Η Αντιγόνη Βλαβιανού είναι Καθηγήτρια Ιστορίας της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο και Κοσμήτορας της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ιδίου Πανεπιστημίου.
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Αλέξης Κόκκος σπούδασε Νομικά και Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Paris VIII.
Πρωτοστάτησε στη δημιουργία του θεσμού της Λαϊκής Επιμόρφωσης (1981-1987) και του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (μέλος της ιδρυτικής επιστημονικής ομάδας, 1997-2001), στο οποίο σήμερα είναι Ομότιμος Καθηγητής Εκπαίδευσης Ενηλίκων. Ίδρυσε την Επιστημονική Ένωση Εκπαίδευσης Ενηλίκων (2004), της οποίας είναι Πρόεδρος. Είναι Πρόεδρος της International Transformative Learning Association (ITLA). Υπήρξε Επιστημονικός Υπεύθυνος του εθνικού προγράμματος εκπαίδευσης εκπαιδευτών (2006-2008) και συνσυντονιστής του Μείζονος Προγράμματος Επιμόρφωσης Εκπαιδευτικών (2009-2011). Είναι ο δημιουργός της μεθόδου Μετασχηματίζουσα Μάθηση μέσα από την Αισθητική Εμπειρία, που έχει εφαρμοστεί σε χιλιάδες σχολεία και οργανισμούς εκπαίδευσης ενηλίκων στην Ελλάδα, καθώς και σε Ευρωπαϊκές χώρες. Έγραψε 14 βιβλία και 65 άρθρα για την εκπαίδευση ενηλίκων, τη μετασχηματίζουσα μάθηση και την αξιοποίηση της τέχνης στην εκπαίδευση, που δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά Journal of Transformative Education, Convergence, LifeLong Learning in Europe, RELA, Agora, International Journal of Education and Ageing, Andragogical Studies, International Journal of Vocational Education and Training, Εκπαίδευση Ενηλίκων, κ.ά., και στους εκδοτικούς οίκους Jossey-Bass, Brill/Sense, Nova Science Publishers, Routledge, Μεταίχμιο. Με τις παραπάνω δραστηριότητες ο Αλέξης Κόκκος θέλησε να συμβάλει στη δημιουργία μορφών εκπαίδευσης που αποβλέπουν στον κριτικό στοχασμό και στη χειραφέτηση. Του απονεμήθηκε τιμητική διάκριση της Διεθνούς Επιτροπής Μετασχηματίζουσας Μάθησης για την Υποδειγματική Ηγεσία και Προσφορά του στη Διεθνή Κοινότητα Μετασχηματίζουσας Μάθησης. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα αφορούν στη θεωρία και εκπαιδευτική πρακτική της μετασχηματίζουσας μάθησης καθώς και στη θεωρία και πρακτική της εκπαίδευσης μέσα από την τέχνη.
* Η Αντιγόνη Βλαβιανού είναι Καθηγήτρια Ιστορίας της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο (ΕΑΠ) και Πρόεδρος του ΔΣ της Ελληνικής Εταιρείας Γενικής & Συγκριτικής Γραμματολογίας (ΕΕΓΣΓ).